Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΣΙΟΔΟΣ

Ἀσπὶς Ἡρακλέους (368-401)


Ὣς ἔφατ᾽· οὐδ᾽ ἄρα Κύκνος ἐυμμελίης ἐμενοίνα
τῷ ἐπιπειθόμενος ἐχέμεν ἐρυσάρματας ἵππους.
370δὴ τότ᾽ ἀπ᾽ εὐπλεκέων δίφρων θόρον αἶψ᾽ ἐπὶ γαῖαν
παῖς τε Διὸς μεγάλου καὶ Ἐνυαλίοιο ἄνακτος·
ἡνίοχοι δ᾽ ἔμπλην ἔλασαν καλλίτριχας ἵππους.
τῶν δ᾽ ὑπὸ σευομένων κανάχιζε † πόσ᾽ εὐρεῖα χθών †
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀφ᾽ ὑψηλῆς κορυφῆς ὄρεος μεγάλοιο
375πέτραι ἀποθρώσκωσιν, ἐπ᾽ ἀλλήλαις δὲ πέσωσι,
πολλαὶ δὲ δρῦς ὑψίκομοι, πολλαὶ δέ τε πεῦκαι
αἴγειροί τε τανύρριζοι ῥήγνυνται ὑπ᾽ αὐτέων
ῥίμφα κυλινδομένων, ἧος πεδίονδ᾽ ἀφίκωνται,
ὣς οἳ ἐπ᾽ ἀλλήλοισι πέσον μέγα κεκλήγοντες.
380πᾶσα δὲ Μυρμιδόνων τε πόλις κλειτή τ᾽ Ἰαωλκὸς
Ἄρνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἑλίκη Ἄνθειά τε ποιήεσσα
φωνῇ ὑπ᾽ ἀμφοτέρων μεγάλ᾽ ἴαχον· οἳ δ᾽ ἀλαλητῷ
θεσπεσίῳ σύνισαν· μέγα δ᾽ ἔκτυπε μητίετα Ζεύς,
[κὰδ δ᾽ ἄρ᾽ ἀπ᾽ οὐρανόθεν ψιάδας βάλεν αἱματοέσσας,]
385σῆμα τιθεὶς πολέμοιο ἑῷ μεγαθαρσέι παιδί.
οἷος δ᾽ ἐν βήσσῃς ὄρεος χαλεπὸς προϊδέσθαι
κάπρος χαυλιόδων φρονέει [δὲ] θυμῷ μαχέσασθαι
ἀνδράσι θηρευτῇς, θήγει δέ τε λευκὸν ὀδόντα
δοχμωθείς, ἀφρὸς δὲ περὶ στόμα μαστιχόωντι
390λείβεται, ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἔικτον,
ὀρθὰς δ᾽ ἐν λοφιῇ φρίσσει τρίχας ἀμφί τε δειρήν·
τῷ ἴκελος Διὸς υἱὸς ἀφ᾽ ἱππείου θόρε δίφρου.
ἦμος δὲ χλοερῷ κυανόπτερος ἠχέτα τέττιξ
ὄζῳ ἐφεζόμενος θέρος ἀνθρώποισιν ἀείδειν
395ἄρχεται, ᾧ τε πόσις καὶ βρῶσις θῆλυς ἐέρση,
καί τε πανημέριός τε καὶ ἠῷος χέει αὐδὴν
ἴδει ἐν αἰνοτάτῳ, ὅτε τε χρόα Σείριος ἄζει,
τῆμος δὴ [κέγχροισι πέρι γλῶχες τελέθουσι
τούς τε θέρει σπείρουσιν, ὅτ᾽ ὄμφακες αἰόλλονται,
400οἷα Διώνυσος δῶκ᾽ ἀνδράσι χάρμα καὶ ἄχθος·
τὴν ὥρην] μάρναντο, πολὺς δ᾽ ὀρυμαγδὸς ὀρώρει.


Έτσι είπε. Μα ο Κύκνος που καλό κρατά κοντάρι
τον Ηρακλή δεν ήθελε ν᾽ ακούσει και τ᾽ άλογα που τ᾽ άρμα σέρνουν να κρατήσει.
370Τότε απ᾽ τα καλόπλεχτα άρματα πήδησαν ξανά στη γη,
του Δία του μεγάλου ο γιος και το παιδί του βασιλιά Ενυάλιου.
Οι ηνίοχοι οδήγησαν κοντά τα καλλίτριχα άλογα.
Καθώς ορμούσαν, βρόνταγε η γη πλατιά κάτω απ᾽ τα πόδια τους.
Όπως όταν από ψηλή κορφή βουνού μεγάλου
πέτρες αποκολλούνται και η μια πάνω στην άλλη πέφτουν,
και πλήθος οι ψηλόκορφες βελανιδιές, πλήθος τα πεύκα
κι οι λεύκες οι βαθύρριζες σπάνε απ᾽ αυτές,
καθώς γοργά κυλάνε, μέχρι να φτάσουνε στον κάμπο,
έτσι ο ένας πάνω στον άλλο έπεσαν με δυνατές κραυγές.
380Των Μυρμιδόνων η πόλη ολόκληρη και η ξακουστή Ιωλκός,
η Άρνη, η Ελίκη και η χλοερή η Άνθεια,
απ᾽ τη φωνή των δυο αντηχούσαν δυνατά. Μ᾽ άφατο
αλαλαγμό συγκρούστηκαν. Βρόντησε δυνατά ο Δίας ο συνετός,
[κι έριξε απ᾽ τον ουρανό στάλες αιμάτινες,]
σημάδι του πολέμου δίνοντας στο γιο που ᾽χε μέγα θάρρος.
Όπως μες στα φαράγγια του βουνού κάπρος με χαυλιόδοντες
—δύσκολο να τον δεις— μες στην καρδιά του μάχη θέλει
με άντρες κυνηγούς, και τα λευκά τα δόντια του ακονίζει
κυρτωμένος, και στάζει γύρω απ᾽ το στόμα του αφρός
390καθώς τα δόντια τρίζει, και μοιάζουνε τα μάτια του μ᾽ αστραφτερή φωτιά
κι αναριγά μ᾽ ορθές τις τρίχες του στη χαίτη και το σβέρκο,
ίδια μ᾽ αυτόν κι ο γιος τού Δία πήδησε απ᾽ τ᾽ άρμα των αλόγων.
Την εποχή που καθισμένο σε χλωρό κλαρί σταχτόφτερο τζιτζίκι
με το τετέρισμα αρχινά να τραγουδά το θέρος στους ανθρώπους
—έχει για φαγητό και για πιοτό την απαλή δροσιά αυτό—
κι όλη τη μέρα απ᾽ την αυγή το άσμα του σκορπάει
μέσα στην κάψα τη φριχτότερη, όταν ο Σείριος το δέρμα το ξεραίνει,
τότε [και τ᾽ άγανα γίνονται γύρω στα κεχριά,
που σπέρνονται το καλοκαίρι, κι οι αγουρίδες χρώμα αλλάζουν,
400που ο Διόνυσος τις έδωσε χαρά και άχθος στους ανθρώπους.
Αυτήν την εποχή] πολέμαγαν κι ορυμαγδό σηκώνανε πολύ.