Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΣΙΟΔΟΣ

Ἀσπὶς Ἡρακλέους (139-167)


Χερσί γε μὴν σάκος εἷλε παναίολον, οὐδέ τις αὐτὸ
140οὔτ᾽ ἔρρηξε βαλὼν οὔτ᾽ ἔθλασε, θαῦμα ἰδέσθαι.
πᾶν μὲν γὰρ κύκλῳ τιτάνῳ λευκῷ τ᾽ ἐλέφαντι
ἠλέκτρῳ θ᾽ ὑπολαμπὲς ἔην χρυσῷ τε φαεινῷ
[λαμπόμενον, κυάνου δὲ διὰ πτύχες ἠλήλαντο].
ἐν μέσσῳ δ᾽ ἀδάμαντος ἔην Φόβος οὔ τι φατειός,
145ἔμπαλιν ὄσσοισιν πυρὶ λαμπομένοισι δεδορκώς·
τοῦ καὶ ὀδόντων μὲν πλῆτο στόμα λευκαθεόντων,
δεινῶν, ἀπλήτων, ἐπὶ δὲ βλοσυροῖο μετώπου
δεινὴ Ἔρις πεπότητο κορύσσουσα κλόνον ἀνδρῶν,
σχετλίη, ἥ ῥα νόον τε καὶ ἐκ φρένας εἵλετο φωτῶν
150οἵτινες ἀντιβίην πόλεμον Διὸς υἷι φέροιεν.
[τῶν καὶ ψυχαὶ μὲν χθόνα δύνουσ᾽ Ἄιδος εἴσω
αὐτῶν, ὀστέα δέ σφι περὶ ῥινοῖο σαπείσης
Σειρίου ἀζαλέοιο κελαινῇ πύθεται αἴῃ.]
Ἐν δὲ Προΐωξίς τε Παλίωξίς τε τέτυκτο,
155ἐν δ᾽ Ὅμαδός τε Φόνος τ᾽ Ἀνδροκτασίη τε δεδήει,
[ἐν δ᾽ Ἔρις, ἐν δὲ Κυδοιμὸς ἐθύνεον, ἐν δ᾽ ὀλοὴ Κὴρ
ἄλλον ζωὸν ἔχουσα νεούτατον, ἄλλον ἄουτον,
ἄλλον τεθνηῶτα κατὰ μόθον ἕλκε ποδοῖιν·
εἷμα δ᾽ ἔχ᾽ ἀμφ᾽ ὤμοισι δαφοινεὸν αἵματι φωτῶν,
160δεινὸν δερκομένη καναχῇσί τε βεβρυχυῖα.]
Ἐν δ᾽ ὀφίων κεφαλαὶ δεινῶν ἔσαν, οὔ τι φατειῶν,
δώδεκα, ταὶ φοβέεσκον ἐπὶ χθονὶ φῦλ᾽ ἀνθρώπων
[οἵτινες ἀντιβίην πόλεμον Διὸς υἷι φέροιεν].
τῶν καὶ ὀδόντων μὲν καναχὴ πέλεν, εὖτε μάχοιτο
165Ἀμφιτρυωνιάδης· τὰ δ᾽ ἐδαίετο θαυματὰ ἔργα·
στίγματα δ᾽ ὣς ἐπέφαντο ἰδεῖν δεινοῖσι δράκουσι·
κυάνεοι κατὰ νῶτα, μελάνθησαν δὲ γένεια.


Στα χέρια του ασπίδα πήρε πολυποίκιλτη, που κανείς ποτέ
140χτυπώντας δεν την έσκισε, ούτε την έσπασε, θαυμάσια να τη βλέπεις.
Γύρω₋γύρω ολόκληρη με τίτανο, άσπρο ελεφαντόδοντο,
με ήλεκτρο κρυφόλαμπε και με λαμπρό χρυσό
[άστραφτε, και ζώνες από κύανο τη διατρέχανε.]
Στο κέντρο της υπήρχε Φόβος αδαμάντινος, ακατονόμαστος,
που λοξοκοίταζε με μάτια λαμπρά απ᾽ τη φωτιά.
Το στόμα του γεμάτο δόντια κάτασπρα,
δεινά, απλησίαστα, και πάνω στο βλοσυρό του μέτωπο
η Έριδα η φοβερή πετούσε, τον τάραχο της μάχης των αντρών ξεσήκωνε,
η σκληρή. Αυτή το νου και το μυαλό κυρίευε όσων αντρών
150σηκώνανε αγώνα κατά πρόσωπο στο γιο τού Δία.
[Εκείνων οι ψυχές χώνονται στη γη, στον Άδη μέσα,
ενώ τα οστά στη μαύρη γη σαπίζουν,
αφού το δέρμα λιώσει γύρω τους ο φλογερός ο Σείριος.]
Κι ήταν ακόμη δουλεμένη επάνω της η Καταδίωξη, το Πισωγύρισμα,
φλεγόταν η Βοή, ο Φόνος, η Ανδροκτονία,
[ορμούσε η Έριδα κι η Ταραχή, κα η ολέθρια του θανάτου Μοίρα
άλλον βαστώντας ζωντανό, που μόλις τραυματίστηκε, άλλον απλήγωτο,
άλλον νεκρό, από τα πόδια έσερνε στο θόρυβο της μάχης μέσα.
Κι ήταν το ρούχο της στους ώμους ματωμένο από το αίμα των ανδρών,
160καθώς κοιτούσε φοβερά και με κραυγές βρυχιόταν.]
Ήταν επάνω και δώδεκα φιδιών κεφάλια, φοβερών, ακατονόμαστων,
που τρέπαν σε φυγή πάνω στη γη τα πλήθη των ανθρώπων,
[όσων σηκώνανε αγώνα κατά πρόσωπο στο γιο τού Δία.]
Τρίζαν τα δόντια τους, σαν πολεμούσε ο γιος
του Αμφιτρύωνα. Κι αυτά τα θαυμαστά στολίδια φλέγονταν.
Κάτι κηλίδες φαίνονταν να δεις στα φοβερά τα φίδια επάνω,
που ήταν στη ράχη κυανά και μαύρα στα σαγόνια.