Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΣΙΟΔΟΣ

Ἀσπὶς Ἡρακλέους (57-76)


Ὃς καὶ Κύκνον ἔπεφνεν, Ἀρητιάδην μεγάθυμον.
εὗρε γὰρ ἐν τεμένει ἑκατηβόλου Ἀπόλλωνος
αὐτὸν καὶ πατέρα ὃν Ἄρη᾽, ἄατον πολέμοιο,
60τεύχεσι λαμπομένους σέλας ὣς πυρὸς αἰθομένοιο,
ἑσταότ᾽ ἐν δίφρῳ· χθόνα δ᾽ ἔκτυπον ὠκέες ἵπποι
νύσσοντες χηλῇσι, κόνις δέ σφ᾽ ἀμφιδεδήει
κοπτομένη πλεκτοῖσιν ὑφ᾽ ἅρμασι καὶ ποσὶν ἵππων·
ἅρματα δ᾽ εὐποίητα καὶ ἄντυγες ἀμφαράβιζον
65ἵππων ἱεμένων. κεχάρητο δὲ Κύκνος ἀμύμων,
ἐλπόμενος Διὸς υἱὸν ἀρήιον ἡνίοχόν τε
χαλκῷ δῃώσειν καὶ ἀπὸ κλυτὰ τεύχεα δύσειν.
ἀλλά οἱ εὐχωλέων οὐκ ἔκλυε Φοῖβος Ἀπόλλων·
αὐτὸς γάρ οἱ ἐπῶρσε βίην Ἡρακληείην.
70πᾶν δ᾽ ἄλσος καὶ βωμὸς Ἀπόλλωνος Παγασαίου
λάμπεν ὑπαὶ δεινοῖο θεοῦ τευχέων τε καὶ αὐτοῦ,
πῦρ δ᾽ ὣς ὀφθαλμῶν ἀπελάμπετο. τίς κεν ἐκείνου
ἔτλη θνητὸς ἐὼν κατεναντίον ὁρμηθῆναι
πλήν γ᾽ Ἡρακλῆος καὶ κυδαλίμου Ἰολάου;
75[κείνων γὰρ μεγάλη τε βίη καὶ χεῖρες ἄαπτοι
ἐξ ὤμων ἐπέφυκον ἐπὶ στιβαροῖσι μέλεσσιν.]


Αυτός τον Κύκνο σκότωσε, το γενναιόκαρδο γιο τού Άρη.
Γιατί τους βρήκε στο τέμενος του Απόλλωνα που από μακριά τοξεύει,
αυτόν και τον πατέρα του, τον Άρη, τον αχόρταγο για πόλεμο,
60ν᾽ αστράφτουν με τα όπλα τους, σαν της φωτιάς, που καίει, τη λάμψη,
όρθιους σε δίφρο μέσα. Τ᾽ άλογα τα γοργά τη γη την κάναν να κροτεί
με τις οπλές χτυπώντας, κι η σκόνη πύρωνε από γύρω τους,
καθώς χτυπιόταν απ᾽ τα καλόδετα άρματα κι από τα πόδια των αλόγων.
Τ᾽ άρματα τα καλόφτιαχτα κι οι άντυγες κροτούσαν από γύρω,
καθώς ορμούσαν τ᾽ άλογα. Χάρηκε ο Κύκνος ο άψογος,
με την ελπίδα πως το γιο τού Δία τον πολεμικό και τον ηνίοχό του
με το χαλκό το δόρυ του θα σφάξει και θα τον ξεγυμνώσει από τα ξακουστά του όπλα.
Μα τις ευχές του ο Φοίβος ο Απόλλων δεν τις άκουγε.
Γιατί ο ίδιος κίνησε εναντίον του το δυνατό Ηρακλή.
70Κι όλο το άλσος κι ο βωμός του Παγασαίου Απόλλωνα
έλαμπε απ᾽ τον φοβερό θεό, και απ᾽ τον ίδιο κι απ᾽ τα όπλα του,
κι από τα μάτια του θαρρείς και έβγαινε φωτιά.
Και ποιος θνητός θα τόλμαγε να ορμήσει ενάντιά του,
εκτός από τον Ηρακλή και τον Ιόλαο τον ένδοξο;
[Μεγάλη αυτών η δύναμη κι ανίκητα τα χέρια τους
φυτρώναν απ᾽ τους ώμους τους πάνω στα στιβαρά τους μέλη.]