Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΣΙΟΔΟΣ

Ἀσπὶς Ἡρακλέους (402-423)


ὡς δὲ λέοντε δύω ἀμφὶ κταμένης ἐλάφοιο
ἀλλήλοις κοτέοντες ἐπὶ σφέας ὁρμήσωσι,
δεινὴ δέ σφ᾽ ἰαχὴ ἄραβός θ᾽ ἅμα γίνετ᾽ ὀδόντων ...
405[οἳ δ᾽ ὥς τ᾽ αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες, ἀγκυλοχῆλαι,
πέτρῃ ἐφ᾽ ὑψηλῇ μεγάλα κλάζοντε μάχωνται
αἰγὸς ὀρεσσινόμου ἢ ἀγροτέρης ἐλάφοιο
πίονος, ἥν τ᾽ ἐδάμασσε βαλὼν αἰζήιος ἀνὴρ
ἰῷ ἀπὸ νευρῆς, αὐτὸς δ᾽ ἀπαλήσεται ἄλλῃ
410χώρου ἄιδρις ἐών· οἳ δ᾽ ὀτραλέως ἐνόησαν,
ἐσσυμένως δέ οἱ ἀμφὶ μάχην δριμεῖαν ἔθεντο·]
ὣς οἳ κεκλήγοντες ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ὄρουσαν.
ἔνθ᾽ ἦ τοι Κύκνος μέν, ὑπερμενέος Διὸς υἱὸν
κτεινέμεναι μεμαώς, σάκει ἔμβαλε χάλκεον ἔγχος,
415οὐδ᾽ ἔρρηξεν χαλκός, ἔρυτο δὲ δῶρα θεοῖο·
Ἀμφιτρυωνιάδης δέ, βίη Ἡρακληείη,
μεσσηγὺς κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος ἔγχεϊ μακρῷ
αὐχένα γυμνωθέντα θοῶς ὑπένερθε γενείου
ἤλασ᾽ ἐπικρατέως, ἀπὸ δ᾽ ἄμφω κέρσε τένοντε
420ἀνδροφόνος μελίη· μέγα γὰρ σθένος ἔμπεσε φωτός.
ἤριπε δ᾽, ὡς ὅτε τις δρῦς ἤριπεν ἢ ὅτε πεύκη
ἠλίβατος, πληγεῖσα Διὸς ψολόεντι κεραυνῷ·
ὣς ἔριπ᾽, ἀμφὶ δέ οἱ βράχε τεύχεα ποικίλα χαλκῷ.


Καθώς λιοντάρια δυο γύρω από ελάφι σκοτωμένο
θυμώνουν μεταξύ τους και ορμούν το ένα στ᾽ άλλο,
και φοβερή ιαχή και τρίξιμο δοντιών συνάμα γίνεται.
[Κι εκείνοι ωσάν γυπαετοί γαμψώνυχες, γαμψόραμφοι,
σε βράχο επάνω υψηλό που μάχονται και δυνατά κραυγάζουν
για γίδα, θρέμμα του βουνού, ή για ελάφι άγριο κι ολόπαχο,
που άντρας ρωμαλέος το υπέταξε χτυπώντας το με βέλος
απ᾽ το τόξο του. Κι ο ίδιος περιπλανιέται αλλού,
410γιατί τον τόπο δε γνωρίζει. Μα εκείνα γοργά το αντιλήφθηκαν
κι όλο ορμή δριμεία μάχη έστησαν γι᾽ αυτό.]
Έτσι κι αυτοί κραυγάζοντας ο ένας ενάντια στον άλλο ορμήσανε.
Τότε ο Κύκνος, τον υπερδύναμο του Δία γιο
ποθώντας να σκοτώσει, το χάλκινο κοντάρι στην ασπίδα του ᾽ριξε,
μα δεν την πέρασε ο χαλκός και του θεού το δώρο τον απέκρουσε.
Κι ο γιος του Αμφιτρύωνα, ο δυνατός ο Ηρακλής,
ανάμεσα στην περικεφαλαία και την ασπίδα, σαν είδε τον αυχένα
γυμνωμένο, γοργά με το μακρύ το δόρυ τον διαπέρασε μ᾽ ορμή
κάτω απ᾽ το σαγόνι. Και τ᾽ ανδροκτόνο δόρυ του ᾽κοψε
420και τους δυο τους τένοντες. Γιατί έπεσε πάνω τους αντρειωμένου μέγα σθένος.
Σωριάστηκε, καθώς σωριάζεται βελανιδιά ή πεύκο
πανύψηλο που από του Δία τον αιθαλώδη κεραυνό χτυπήθηκε.