Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΣΙΟΔΟΣ

Ἀσπὶς Ἡρακλέους (102-121)


Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπεν ἀμώμητος Ἰόλαος·
«ἠθεῖ᾽, ἦ μάλα δή τι πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε
τιμᾷ σὴν κεφαλὴν καὶ ταύρεος Ἐννοσίγαιος,
105ὃς Θήβης κρήδεμνον ἔχει ῥύεταί τε πόληα,
οἷον δὴ καὶ τόνδε βροτὸν κρατερόν τε μέγαν τε
σὰς ἐς χεῖρας ἄγουσιν, ἵνα κλέος ἐσθλὸν ἄρηαι.
ἀλλ᾽ ἄγε δύσεο τεύχε᾽ ἀρήια, ὄφρα τάχιστα
δίφρους ἐμπελάσαντες Ἄρηός θ᾽ ἡμέτερόν τε
110μαρνώμεσθ᾽, ἐπεὶ οὔ τοι ἀτάρβητον Διὸς υἱὸν
οὐδ᾽ Ἰφικλεΐδην δειδίξεται, ἀλλά μιν οἴω
φεύξεσθαι δύο παῖδας ἀμύμονος Ἀλκεΐδαο,
οἳ δή σφι σχεδόν εἰσι, λιλαιόμενοι πολέμοιο
φυλόπιδα στήσειν, τά σφιν πολὺ φίλτερα θοίνης.»
115Ὣς φάτο· μείδησεν δὲ βίη Ἡρακληείη
θυμῷ γηθήσας· μάλα γάρ νύ οἱ ἄρμενα εἶπεν·
καί μιν ἀμειβόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ἥρως ὦ Ἰόλαε, διοτρεφές, οὐκέτι τηλοῦ
ὑσμίνη τρηχεῖα· σὺ δ᾽ ὡς πάρος ἦσθα δαΐφρων,
120ὣς καὶ νῦν μέγαν ἵππον Ἀρίονα κυανοχαίτην
πάντη ἀναστρωφᾶν καὶ ἀρηγέμεν ὥς κε δύνηαι.»


Σ᾽ αυτόν απάντησε ο άψογος Ιόλαος:
«Πιστέ μου φίλε, στ᾽ αλήθεια την κεφαλή σου την τιμά πολύ
ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων κι ο ταύρειος Εννοσίγαιος,
που τις επάλξεις των Θηβών κατέχει και την πόλη προστατεύει,
αφού στα χέρια του φέρνουν τούτον δω το μέγα
και κρατερό θνητό, δόξα αγαθή να πάρεις.
Μα εμπρός, ντύσου τα όπλα τα πολεμικά, όσο πιο γρήγορα
να φέρουμε κοντά το άρμα μας και τ᾽ άρμα του Άρη
110και να πολεμήσουμε. Δε θα τρομάξει ούτε τον άφοβο του Δία γιο,
ούτε τον γιο τού Ιφικλή, μα αυτός νομίζω
πως θα κάνει να ξεφύγει από τα δυο παιδιά του άψογου του Αλκείδη
που στέκονται κοντά του κι έχουνε πόθο τους να στήσουνε
πολέμου αγώνα, που πολύ περσότερο τον προτιμούν από τα φαγοπότια.»
Έτσι είπε. Και χαμογέλασε ο Ηρακλής ο δυνατός
όλος χαρά μες στην καρδιά του. Γιατί του ταίριαζαν πολύ αυτά που είπε.
Και του απάντησε και λόγια φτερωτά του είπε:
«Ήρωα Ιόλαε, του Δία θρέμμα, δεν είναι πια μακριά
η μάχη η σκληρή. Εσύ, όπως και πριν μυαλό για μάχες είχες,
120έτσι και τώρα το άλογο το μέγα, τον Αρίονα, που ᾽χει τη χαίτη μαύρη,
παντού να στρέφεις και να βοηθάς όσο μπορείς.»