Γραφικό

Πυξίς

Ψηφιακή Αρχαιοθήκη

Επιμ. Τριανταφυλλιά Γιάννου

Πρωτοαττικός αμφορέας από την Ελευσίνα

Πρωτοαττικός αμφορέας του β΄ τετάρτου του 7ου αι. π.Χ. από παιδικό τάφο της Ελευσίνας. Στο σώμα του αγγείου απεικονίζεται ο αποκεφαλισμός της Μέδουσας από τον Περσέα και η καταδίωξη του ήρωα από τις δύο τερατόμορφες αδελφές της, την Ευρυάλη και τη Σθενώ. Οι τρεις φοβερές αδελφές, γνωστές ως Γοργόνες, ήταν φτερωτές και είχαν φρικτή όψη με φίδια στα μαλλιά και μεγάλα μυτερά δόντια· το πρόσωπό τους είχε τη δύναμη να απολιθώνει όποιον το κοίταζε. Η μόνη θνητή ήταν η Μέδουσα και αυτής το κεφάλι έπρεπε να κόψει ο Περσέας· όπλα του ήταν ένα ζευγάρι φτερωτά πέδιλα, ένα κυρτό μαχαίρι, η άρπη, και η σκούφια του Άδη (ᾍδου κυνέη), που έκανε αόρατο όποιον τη φορούσε. Ο Περσέας πλησίασε τις Γοργόνες την ώρα που κοιμούνταν και έκοψε το κεφάλι της Μέδουσας, κοιτάζοντας το είδωλο της σε μια χάλκινη ασπίδα για να μην απολιθωθεί. Οι δύο αθάνατες αδελφές της Μέδουσας ξύπνησαν και καταδίωξαν τον φονιά, δεν μπόρεσαν όμως να τον πιάσουν, γιατί η σκούφια του Άδη δεν άφηνε να τον δουν. Το κομμένο κεφάλι της Μέδουσας, το γοργόνειον, το πήρε η Αθηνά και το τοποθέτησε επάνω στην αιγίδα της, το προστατευτικό κάλυμμα από δέρμα κατσίκας που φορούσε στους ώμους και στο στήθος. Όλο το ύψος του λαιμού του αγγείου το καταλαμβάνει η τύφλωση του Πολύφημου, μια παράσταση εμπνευσμένη από την Οδύσσεια. Ο μονόφθαλμος γίγαντας κάθεται στο έδαφος, κρατώντας ακόμη στο χέρι το ποτήρι με το κρασί που τον μέθυσε και τον αποκοίμισε· απέναντί του ο Οδυσσέας, με τη βοήθεια δύο συντρόφων, χώνει στο μάτι του το ξύλινο κοντάρι που είχε ετοιμάσει γι᾽ αυτόν τον σκοπό. Ο αγγειογράφος διαφοροποιεί τη μορφή του Οδυσσέα, αφήνοντας το σώμα του στο χρώμα του πηλού και δηλώνοντας την πλαστικότητά του με σκίαση, σε αντίθεση με τα μονόχρωμα σκούρα σώματα των συντρόφων του και του Πολύφημου.

Βιβλιογραφία-Δικτυογραφία:

  • Βουτυράς, Μ. & Α. Γουλάκη-Βουτυρά. 2011. Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Σελ. 49, εικ. 35.

Πηγή:

ΨΗΦΙΔΕΣ, «Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη», κεφ. 2.3.2, εικ. 35.