Γραφικό

Πυξίς

Ψηφιακή Αρχαιοθήκη

Επιμ. Τριανταφυλλιά Γιάννου

Η μεγάλη Χίμαιρα

«Η Μήδεια συνοδεύει τη Μαρίνα σε όλες τις στιγμές, τόσο τις ανοδικές όσο και τις καθοδικές. Αποτελεί στην αρχή αγαπημένο ανάγνωσμα της έφηβης αρχαιοελληνίστριας Μαρίνας και στη συνέχεια προείκασμα της συμπεριφοράς και της τύχης της. Στην αρχή μαγεύεται από τον λόγο του κειμένου και θεωρεί ότι "δεν υπάρχει διεισδυτικότερη και οριστικότερη ανάλυση του γυναικείου ερωτικού προβλήματος". Στη συνέχεια όμως, καθώς το Ριζικό και η Μοίρα της αδηφάγου πρωταγωνίστριας συγκλίνουν με τους δρόμους της αρχαίας προγόνου, η Μαρίνα αναδεικνύεται με τη σειρά της σε τραγικό πρόσωπο. Τον χορό της σύγχρονης τραγωδίας θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελούν οι μαυροφορεμένες γυναίκες του νησιού, κόρες, σύζυγοι και μανάδες ναυτικών, με αποτυπωμένο τον βαθύ πόνο στα αποστραγγισμένα πρόσωπα και τα μαραγκιασμένα κορμιά» (Μικέ, 2003: 12-13). Σύμφωνα με τον Γιώργο Φρέρη (2007: 107-108): «Στη Μεγάλη Χίμαιρα δεν μπορούμε να μην αποτιμήσουμε τον μύθο της Μήδειας σε δύο επίπεδα: πρώτα σαν θέμα, με την εμφάνιση του μυθικού προσώπου μέσα στον χώρο του λογοτεχνήματος, και, δεύτερον, σαν μυθική αφήγηση που ο συγγραφέας μετασχηματίζει ελεύθερα προσθέτοντας νέες εκδοχές. Σαν θέμα, ο μύθος της Μήδειας —παρά το γεγονός ότι διαφαίνεται λίγο στην αρχή, αλλά συνειδητοποιείται πολύ καλά από τον αναγνώστη στο τέλος του μυθιστορήματος— κυριαρχεί και λειτουργεί απόλυτα χάρη στην αλληγορία. Ο μύθος του αφηγήματος του Καραγάτση παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τον αντίστοιχο κλασικό μύθο. Η αντιπάθεια που εξελίσσεται σε διαμάχη μεταξύ της ξένης γυναίκας, της Μαρίνας, και της πεθεράς της, της κυρα-Ρεΐζαινας, αντανακλά […] κυρίως τον αγώνα επικράτησης δύο αντιλήψεων: της παραδοσιακής και της μοντέρνας σε ηθικό, κοινωνικό και πνευματικό επίπεδο. Ο θάνατος των παιδιών της Μαρίνας υποδηλώνει το τέλμα της ηθικής κατάπτωσης. Αντίθετα, ο δικός της αφανισμός, όπως κι αυτός του εραστή κουνιάδου της, λειτουργεί σαν ύβρις, σαν κάθαρση και σαν νίκη της παράδοσης στις νέες αντιλήψεις. Πρόκειται για έναν θάνατο που πηγάζει όχι τόσο από αισθήματα ζήλιας αλλά από τύψεις της ανθρώπινης συνείδησης, από έναν ορθολογισμό που καταδυναστεύει τον συναισθηματισμό. Σαν μυθική αφήγηση […] δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τον ρόλο της "μυθικής αλληγορίας", στην περίπτωσή μας της Μαρίνας-Μήδειας, σαν μια αναπαράσταση συγκεκριμένης μυθικής μορφής, με μια συνοχή εκφραστικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν τον μύθο. Ούτε μπορούμε να παραμελήσουμε το κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπαράγεται ο μύθος: ο Γιάννης-Ιάσων αναζητεί τον έρωτα-χρυσόμαλλο δέρας, γνωρίζει τη Μαρίνα-Μήδεια στη Γαλλία-Κολχίδα, έρχονται να ζήσουν στη Σύρο-Ιωλκό, καταδυναστεύονται από την οικογένεια του Γιάννη-Ιάσονα. Η φυγή-περιπέτεια είναι αναπόφευκτη: του Γιάννη-Ιάσονα στη θάλασσα, μακριά από την πατρίδα, από την παράδοση, παραδομένος στους πειρασμούς της ξενιτιάς, της Μαρίνας-Μήδειας στον παράνομο έρωτα με τον κουνιάδο της, παρά τις προφυλάξεις και την αντίστασή της. Δεν μπορούμε επίσης να μη λάβουμε υπόψη την ψυχολογική επεξεργασία, συνειδητή ή ασυνείδητη, των μυθικών μορφών και καταστάσεων στα νέα πρόσωπα: π.χ. η αδυναμία της νεαρής φοιτήτριας να συλλάβει ή μάλλον να δικαιολογήσει την παιδοκτόνο δράση της Μήδειας κατανοείται απόλυτα και διαφαίνεται απλή στο τέλος της μυθιστορηματικής διήγησης της Μεγάλης Χίμαιρας, αφού η σύγχρονη Μήδεια, κατά τον Καραγάτση, σκοτώνει τα παιδιά της ορμώμενη από τη βασανιστική ερωτική της ζωή κι όχι από ζηλοτυπία, όπως το θέλει το αρχέτυπο κείμενο». «Έτσι, το ερώτημα που θέτει η Μαρίνα στην αρχή του κειμένου: "Η Μήδεια είναι ο φυσιολογικός άνθρωπος, που το ερωτικό πάθος τού συσκοτίζει το λογικό, όπως στον κάθε φυσιολογικό άνθρωπο. Κατ’ αντιδιαστολήν συμπέρασμα: ο άνθρωπος που δεν μπορεί να νιώσει ένα τέτοιο πάθος δεν είναι φυσιολογικός" παραμένει βασανιστικά μετέωρο. Η άμετρη απόλαυση είναι "φυσιολογική" και συγχρόνως καταδικασμένη, ενώ αντιθέτως ο έλεγχος και η ευταξία των αισθημάτων που προϋποθέτουν το μέτρο και συνεπάγονται την ευρύτερη κοινωνική αποδοχή είναι "μη φυσιολογικά"» (Μικέ, 2003: 20-21).
Εκτός από τη Μήδεια, τη Μαρίνα συνοδεύει στην πορεία της και ο Φοίβος-Απόλλωνας. «Η περίοδος που ο Φοίβος Απόλλωνας συντροφεύει τη Μαρίνα στη διανοητική της αναζήτηση συμπίπτει […] με την "ανακάλυψη" της ελληνικής φύσης. Και εκείνη, με τη σειρά της, προσφέρεται με γενναιοδωρία απαστράπτουσα, φιλόξενη και ειδυλλιακή. Ο κόσμος της, όπως και ο κόσμος της Μαρίνας, λαμπρός, αρραγής και συμπαγής, πορεύεται σε αγαστή αρμονία με τον ψυχισμό της πρωταγωνίστριας. Όταν, ωστόσο, οι μέρες της μοναξιάς για τη Μαρίνα μεγαλώνουν και αρχίζουν να γίνονται αισθητές οι πρώτες αδιόρατες ρωγμές, μαζί εμφανίζονται και περιγράφονται οι δυσφορίες από την άπνοια του καλοκαιριού ή από το τυφλωτικό και αποχαυνωτικό πλέον φως. […] Tο φως αρχίζει να γίνεται ανυπόφορο και να επιβάλλει τον εγκλεισμό στους κλειστούς θαλάμους του οίκου των Ρεΐζηδων, και η αντίπαλη πλέον φύση λειτουργεί ως μεταφορά της ανολοκλήρωτης αλλά και της καταδικασμένης επιθυμίας» (Μικέ, 2003: 15).

Στοιχεία Έκδοσης:

  • Καραγάτσης, Μ. [1953] 2003. Η μεγάλη Χίμαιρα. 31η έκδ. Αθήνα: Εστία. [Πρώτες εκδόσεις: Χίμαιρα (1936).]

Βιβλιογραφία-Δικτυογραφία:

  • Μικέ, Μαίρη. 2003. «Η Χίμαιρα του πόθου». Εισαγωγή στο Η μεγάλη Χίμαιρα. 31η έκδ. Αθήνα: Εστία. 7-21.
  • Φρέρης, Γιώργος. 2007. «Ο λογοτεχνικός μύθος της Μήδειας στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία». Διαβάζω 479: 106-115.