Γραφικό

Πυξίς

Ψηφιακή Αρχαιοθήκη

Επιμ. Τριανταφυλλιά Γιάννου

«Τα δάκρυα των αδελφών του Φαέθοντος»

Το μυθολογικό αυτό ποίημα του Κ. Π. Καβάφη ανήκει στα αποκηρυγμένα του. Θεματικός του πυρήνας είναι ο θρήνος των Ηλιάδων, των αδελφών του Φαέθοντος, και η μετατροπή των δακρύων του θρήνου τους σε κεχριμπάρι. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Φαέθων οδηγούσε το άρμα του πατέρα του Ήλιου, χωρίς όμως να έχει την ανάλογη πείρα. Τα άλογα αφηνίασαν και το άρμα κατέστρεφε τα πάντα στο πέρασμά του, απειλώντας τη γη με ολοκληρωτική καταστροφή. Τότε, παρενέβη ο Δίας, που γκρέμισε με έναν κεραυνό το άρμα και τον Φαέθοντα στον ποταμό Ηριδανό. Ο θάνατός του προκάλεσε μεγάλη θλίψη στις αδελφές του, τις Ηλιάδες (Μερόπη, Ηλίη, Φοίβη, Αιθερίη, Διοξίππη ή Λαμπετίη), που παρέμεναν θρηνώντας στις όχθες του ποταμού, σε αντίθεση με αυτό που όριζε το εθιμικό δίκαιο για τη λήξη του πένθους και την επαναφορά στην ομαλή κοινωνική ζωή. Από τα δάκρυα των Ηλιάδων γεννήθηκαν οι σταγόνες του ήλεκτρου (κεχριμπαριού). Οι θεοί, από οίκτο ή μη ανεχόμενοι το μόνιμο ήθος του θρήνου, τις μεταμόρφωσαν σε ιτιές. Σύμφωνα με παραλλαγή του μύθου, η μεταμόρφωσή των Ηλιάδων ήταν η τιμωρία τους, γιατί έδωσαν στον Φαέθοντα το άρμα και τα άλογα του πατέρα τους, χωρίς να ζητήσουν την άδειά του.
Τόσο ο Κ. Γεωργουσόπουλος (1983) όσο και ο Δ. Ν. Μαρωνίτης (1983) δεν αναφέρουν το συγκεκριμένο ποίημα ανάμεσα στα ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη που σχετίζονται με την τραγωδία. Σύμφωνα με τον Γ. Π. Σαββίδη (1985: 370), το συγκεκριμένο ποίημα δεν βασίστηκε στη χαμένη τραγωδία του Αισχύλου Ηλιάδες, αλλά η πιθανή πηγή του είναι ο Απολλώνιος ο Ρόδιος ή ο Διόδωρος ο Σικελιώτης. Σύμφωνα με τον ίδιο μελετητή (1985: 115, σημ. 22), «το μυθολογικό αυτό ποίημα είναι ο πρώτος δημοσιευμένος "επιτάφιος θρήνος" του Καβάφη για "κάλλιστον νέον"». Τον Κ. Π. Καβάφη δεν τον ενδιαφέρει τόσο η ανάπλαση του μύθου ενός ωραίου εφήβου, του Φαέθοντος, όσο η αναδημιουργία ενός τραγικού κομμού, εκφερομένου από τις αδερφές του, τις Ηλιάδες, που αποτελούσαν πιθανότατα τον Χορό στη χαμένη αισχυλική τραγωδία. Η Έλενα Πατρικίου (2002: 282) υποστηρίζει σχετικά πως «ο Καβάφης δεν αντλεί άμεσα από ένα συγκεκριμένο τραγικό σπάραγμα […], αλλά έχει σαφώς υπόψη του πως κάποτε ένα τέτοιο κείμενο, με τη δεδομένη τραγική φόρμα, υπήρξε. Έτσι, στο ποίημα αυτό, επιχειρούνται για πρώτη φορά, συνδυασμένα μάλιστα, δύο στοιχεία που στη συνέχεια θα ξανασυναντήσουμε στην καβαφική ποίηση, η ανασύσταση ενός χαμένου, κατακερματισμένου, διαλυμένου κειμένου και ο επιτάφιος θρήνος». Ουσιαστικά, ο Κ. Π. Καβάφης αναπλάθει τον χορικό τραγικό θρήνο σε ομαδικό μονόλογο, συνομιλώντας με τον τραγικό ποιητή και έχοντας στο νου του το τραγικό κείμενο και το τραγικό ύφος . Το ποίημα χωρίζεται σε δύο ίσα μέρη. Η τέταρτη στροφή διακόπτει τον θρήνο, και το τραγικό μεγαλείο συρρικνώνεται, καθώς υποσκάπτεται από την προτροπή για ταπεινότητα και ολιγάρκεια. Αυτή η αιφνιδιαστική ανατροπή, βασικό γνώρισμα της καβαφικής ποίησης, δηλώνει την πρόθεση του ποιητή να υποσκάψει όχι τον θρήνο ή την υβριστική απόπειρα του Φαέθοντος αλλά την υπερβολή της αρχαίας τραγωδίας.

Στοιχεία Έκδοσης:

  • Καβάφης, Κ. Π. 1983. Τα αποκηρυγμένα ποιήματα και μεταφράσεις (1886–1898). Επιμ. Γ. Π. Σαββίδης. Αθήνα: Ίκαρος.

Βιβλιογραφία-Δικτυογραφία:

  • ΨΗΦΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. ΑΝΕΜΟΣΚΑΛΑ, Κ. Π. Καβάφης.
  • ΑΡΙΑΔΝΗ. Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας. Μεταμορφώσεις. «Ηλιάδες».
  • Γεωργουσόπουλος, Κώστας. 1983. «Θεατρικά κείμενα στη θεματογραφία του Καβάφη». Η λέξη 23: 214-219.
  • Μαρωνίτης, Δ. Ν. 1983. «Ο Μυθολογικός Καβάφης και η "Πριάμου Νυκτοπορία"». Χάρτης 5-6: 620-629.
  • Πατρικίου, Έλενα. 2002. «Τα τραγικά ποιήματα του Καβάφη ως ασκήσεις θεατρικού ύφους: Δοκίμιο για την καταγωγή της καβαφικής θεατρικότητας». Παράβασις 5: 273-294.
  • Σαββίδης, Γ. Π. 1985. «Cavafy versus Aeschylus». Μικρά Καβαφικά. Τόμ. Α΄. Αθήνα: Ερμής. 359-379. Και ηλεκτρονικά στον Επίσημο Ιστοχώρο για το αρχείο Καβάφη.