Γραφικό

Πυξίς

Ψηφιακή Αρχαιοθήκη

Επιμ. Τριανταφυλλιά Γιάννου

«Τὰ δ’ ἄλλα ἐν Ἅδου τοῖς κάτω μυθήσομαι»

Πρόκειται για ανέκδοτο ποίημα του Κ. Π. Καβάφη, κεντρικός άξονας του οποίου είναι συγκεκριμένος στίχος του σοφόκλειου Αίαντα. Το ποίημα πρωτογράφτηκε το 1893, όμως η αρχική αυτή γραφή έχει χαθεί, και η σωζόμενη γραφή του είναι η μεταγενέστερη (αυτή του 1913). Ο ποιητής επέφερε ριζικές αλλαγές στη δεύτερη μορφή του ποιήματος, αφαιρώντας κάποιες αναφορές σε ηθικής φύσεως προβληματισμούς και εστιάζοντας στις ειδικότερες θεματικές της καταπίεσης, απόκρυψης και αποσιώπησης, και στην προβολή της ανάγκης του ατόμου για ελεύθερη έκφραση και δικαίωση. Ο τίτλος του ποιήματος παραπέμπει στην τελευταία φράση του Αίαντα πριν από την αυτοκτονία του στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή (στ. 865). Ο συγκεκριμένος σοφόκλειος στίχος γίνεται η αφόρμηση για τη διεξαγωγή ενός φανταστικού διαλόγου μεταξύ ενός ανθύπατου και ενός σοφιστή. Πιο συγκεκριμένα, ο Καβάφης –εμφανιζόμενος για μια ακόμη φορά με την ιδιότητα του «ποιητή-αναγνώστη» (Μαρωνίτης, 2007: 39-62)– παρουσιάζει το προσωπικό ερέθισμα που δέχτηκε από τον σοφόκλειο στίχο μέσα από τον διάλογο δύο φανταστικών προσώπων που αναπτύσσουν τη σκέψη τους πάνω σ' αυτόν. Στην ουσία, ο συγκεκριμένος σοφόκλειος στίχος αποτελεί και τη μοναδική σχέση του ποιήματος με τον μύθο. Ο Καβάφης, λοιπόν, παραθέτει ως τίτλο τα λόγια του Σοφοκλή, μεταφερμένα όμως στην ελληνορωμαϊκή περίοδο, και προβάλλει τον τρόπο με τον οποίο μια μεταγενέστερη εποχή προσλαμβάνει και σχολιάζει έναν στίχο της κλασικής αρχαιότητας. Στο ποίημα διακρίνονται «δύο επίπεδα ιδεολογίας και ποιητικής: η δραματική και η σοφιστική άποψη» (Δάλλας, 1984: 106), και κατ' επέκταση δύο χρονικά επίπεδα: η κλασική και η μεταγενέστερη ελληνορωμαϊκή περίοδος. Η πρώτη οπτική πηγάζει από το σοφόκλειο κείμενο και εκφράζεται από τον ανθύπατο, ο οποίος οικειοποιείται μέσω του Σοφοκλή την ιδεολογία μιας προγενέστερης εποχής. Η δεύτερη εκπροσωπείται από τον σοφιστή, ο οποίος σχολιάζει υπονομευτικά την αντίληψη του παρελθόντος. Η αλλαγή της ιστορικής στιγμής, επομένως, συνεπάγεται και αλλαγή της «ανάγνωσης» του κειμένου, καθώς τα λόγια του τραγικού ποιητή δεν ακούγονται πια στο αρχαίο θέατρο στο πλαίσιο της παράστασης μιας αρχαίας τραγωδίας, αλλά αποτελούν αντικείμενο κριτικής «ανάγνωσης» ενός ελληνομαθούς ανθύπατου και ενός σοφιστή. Ο ανθύπατος, σε μια επίδειξη ελληνομάθειας, θεωρεί τους στίχους του Σοφοκλή βαθιά φιλοσοφημένους, και επεκτείνει τη σκέψη του τονίζοντας το δράμα της απομόνωσης και της ανελευθερίας στην εγκόσμια ζωή. Στο πλαίσιο ενός γενικευτικού συλλογισμού με πανανθρώπινο περιεχόμενο, εκφράζει την επιθυμία για ελεύθερη έκφραση, επιθυμία που μπορεί να εκπληρωθεί μόνο στη μετά θάνατον ζωή. Ο ανθύπατος, επομένως, θεωρεί την πορεία προς τον θάνατο ως πορεία προς την ελευθερία: στον Κάτω Κόσμο θα μπορεί κανείς ελεύθερα και καθαρά να εκφράσει ό,τι τον έχει βασανίσει στην επίγεια ζωή (στ. 6-9). Παρά όμως το γεγονός ότι το ποίημα ξεκινά με την επιδοκιμασία της σοφόκλειας ηθικής και φιλοσοφίας από τον ανθύπατο, ακολουθεί ο υπονομευτικός σχολιασμός από τον σοφιστή, ο οποίος προσδίδει έντονα ειρωνικό ύφος στο ποίημα. Η λακωνική απάντηση του σοφιστή, που εκφράζει τον σκεπτικισμό του για την ορθότητα των προλεγομένων του ανθύπατου και κατ' επέκταση για την ορθότητα της σοφόκλειας ηθικής, φέρνει την απόλυτη ανατροπή (Κωστάρα, 2014: 343-350). Με τις δύο υποθέσεις του τελευταίου στίχου ο σοφιστής ελέγχει την επιδεικτική ανάγνωση του Ρωμαίου ανθύπατου και προβληματίζεται: πώς ξέρουμε ότι στον Άδη μπορεί κάποιος να θελήσει να ακούσει για πράγματα που αφορούν την εγκόσμια ζωή; Οι Edmund Keeley και George Savidis (1971, xx) σχολιάζουν σχετικά: «Εδώ βρίσκεται η καταληκτική ειρωνεία, το άγγιγμα της κυνικής αλήθειας που ο σοφιστής μάς παρέχει ως σχόλιο στην άποψη του ανθύπατου για τα "κρυμμένα": αν η ζωή πρόκειται να είναι για εμάς η τέλεια κοινωνία, όπου θα μπορούμε να αποκαλύψουμε τα πάντα ελεύθερα και καθαρά, πώς μπορούμε είμαστε σίγουροι ότι θα βρούμε κάποιον εκεί που θα ενδιαφερθεί να ακούσει για πράγματα που ανήκουν στον κόσμο που αφήσαμε πίσω;». Ουσιαστικά, μέσα από την απάντηση του σοφιστή αναδεικνύεται και η αυτοειρωνεία του Καβάφη, καθώς αποτυπώνεται η οδυνηρή συνειδητοποίηση της πιθανότητας διάψευσης των ελπίδων για ελεύθερη έκφραση, δικαίωση ή έστω ανακούφιση από πληγές και μυστικά της εγκόσμιας ζωής (Κωστάρα, 2014: 351).

Στοιχεία Έκδοσης:

  • Καβάφης, Κ. Π. 1993. Κρυμμένα ποιήματα (1877;–1923). Επιμ. Γ. Π. Σαββίδης. Αθήνα: Ίκαρος.

Βιβλιογραφία-Δικτυογραφία:

  • ΨΗΦΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. ΑΝΕΜΟΣΚΑΛΑ, Κ. Π. Καβάφης.
  • Δάλλας, Γιάννης. 1984. Ο Καβάφης και η δεύτερη Σοφιστική. Αθήνα: Στιγμή.
  • Κωσταρά, Ευφροσύνη. 2014. «Καβάφης και Αρχαίο Θέατρο». Διδακτορική διατριβή. Πάτρα: Πανεπιστήμιο Πατρών.
  • Μαρωνίτης, Δ. Ν. 2007. Κ. Π. Καβάφης. Μελετήματα. Αθήνα: Πατάκης.
  • Keeley, Edmund & Savidis, George. 1971. Εισαγωγή στο Cavafy, C. P. Passions and Ancient Days. New Poems Translated and Introduced by Edmund Keeley and George Savidis. New York: The Dial Press.