Γραφικό

Πυξίς

Ψηφιακή Αρχαιοθήκη

Επιμ. Τριανταφυλλιά Γιάννου

Φιλοκτήτης [1963-1965]

Ο Φιλοκτήτης του Γιάννη Ρίτσου είναι συνθεμένος από τον Μάη του 1963 έως τον Οκτώβριο του 1965, ανάμεσα σε δυο εξορίες του Γ. Ρίτσου, μεταξύ Αθήνας και Σάμου. Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1965 σε χωριστό βιβλίο και στη συνέχεια συμπεριλήφθηκε στο πλαίσιο της Τέταρτης διάστασης (1972).
Οι δεκατέσσερις συνθέσεις της Τέταρτης Διάστασης παρουσιάζουν μια δομική αναλογία: α) εκκινούν με μια πεζόμορφη «σκηνική οδηγία» β) συνεχίζονται με τον εξομολογητικό μονόλογο του κεντρικού προσώπου, γ) εμπλουτίζονται με ένα βουβό πρόσωπο που επιτελεί τον ρόλο του ακροατή και δ) απολήγουν σε έναν πεζόμορφο επίλογο. Από τα δομικά αυτά γνωρίσματα αποκλίνουν μόνο η Χειμερινή διαύγεια, το Χρονικό και η σύνθεση Όταν έρχεται ο ξένος (Κόκορης, 2003: 141).
Θεωρείται ο πιο παράτολμος και ο πιο αινιγματικός μονόλογος της Τέταρτης διάστασης, καθώς έχουν ανατραπεί βασικές προϋποθέσεις της ομώνυμης σοφόκλειας τραγωδίας. Έτσι, αν δεχτούμε ότι ο Φιλοκτήτης του Σοφοκλή οδηγήθηκε σε μια μορφή εξαγρίωσης που την προκάλεσαν η εγκατάλειψή του, ο αφόρητος πόνος, η αποφορά της μαραγκιασμένης του πληγής, η έλλειψη ανθρώπινης στέγης και τροφής, ο Φιλοκτήτης του Γ. Ρίτσου μοιάζει να παρακάμπτει τον κίνδυνο αυτής της εξόριστης εξαγρίωσης, μετατρέποντας κατά κάποιον τρόπο τα αρνητικά της σήματα σε θετικά: την παραλυτική απομόνωση σε αναστοχαστική μοναξιά, την πείνα και την πενία σε ασκητισμό, τον σωματικό πόνο σε εγρήγορση και σε έλεγχο των αισθήσεων και του νου (Μαρωνίτης, 2013: 62, 73).
Πρόκειται για μονόλογο που εκφωνείται από τον Νεοπτόλεμο και όχι από τον Φιλοκτήτη, που παραμένει σιωπηλός καθ' όλη τη διάρκειά του και αναφέρεται μόνο στον τίτλο του ποιήματος. Ο Φιλοκτήτης έχει εγκαταλειφθεί στη Λήμνο από τους Έλληνες εξαιτίας της φρικτά δύσοσμης πληγής του από δάγκωμα φιδιού. Στην εκδοχή του Γ. Ρίτσου ο Φιλοκτήτης φαίνεται να έχει προκαλέσει ο ίδιος το δάγκωμα του φιδιού, για να αποσυρθεί από τη δράση. Επανατίθεται, επομένως, το πρόβλημα της πράξης. Τελικά, ο Φιλοκτήτης πείθεται να ακολουθήσει το στράτευμα.
Στο ποίημα, που αντλεί το θέμα του από την ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή, το ελληνικό μυθολογικό παρελθόν συμφύρεται με το περασμένο και πρόσφατο ιστορικό, προκειμένου να αποκαλυφθούν οι πιο μύχιες σκέψεις των ίδιων των αγωνιστών. Εστιάζοντας στον Νεοπτόλεμο και όχι στον Φιλοκτήτη, ο Γ. Ρίτσος προσθέτει μια νέα διάσταση στη σύγχρονη πρόσληψη του μύθου και αναβιώνει την παλιά συζήτηση ως προς το ποιος είναι ο πραγματικός ήρωας της τραγωδίας. Τα «μυθήματα» του Φιλοκτήτη (οι θάνατοι, η φθορά, οι λογοδοσίες, οι προδοσίες, η φθορά) μεταφέρονται σ' ένα ανώτερο σημαντικό επίπεδο, αυτό της σύγχρονης ιστορίας, και τον εκσυγχρονισμό του μύθου υπηρετούν οι άφθονοι αναχρονισμοί (Βελουδής, 1981: 115-116), προσδίδοντας τη συγχρονική «τέταρτη διάσταση» σε αυτήν την πρισματική ποίηση.
Το ποίημα ώς τώρα έχει διαβαστεί σε σχέση με την ιστορία και την πολιτική αναγκαιότητα, μπορεί ωστόσο να θεωρηθεί και ως αυτοβιογραφική ιστορία μοναξιάς και αναστοχασμού («Γιατί ήρθαμε, γιατί πολεμήσαμε, γιατί και πού επιστρέφουμε;»). Σύμφωνα με τον Δημήτρη Τζιόβα (2009), ο μονόλογος του Γ. Ρίτσου είναι ένα ποίημα ταυτότητας, ένα παιχνίδι με μάσκες. Σε αυτό ο ποιητής προσπαθεί να συμφιλιώσει δύο πλευρές του εαυτού του, με τον Νεοπτόλεμο να αντιπροσωπεύει την ιδιωτική πλευρά του εγώ του και τον Φιλοκτήτη τη δημόσια. Ο Γ. Ρίτσος μετεωρίζεται μεταξύ ιδεολογικού καθήκοντος και ιδιωτικής ενδοσκόπησης, εκφράζοντας περισσότερο ένα δίλημμα παρά την ιδέα της στράτευσης. Το δίλημμα είναι η επιλογή ανάμεσα στη συμμετοχή στον κοινό αγώνα, με όλους τους κινδύνους της αλλοτρίωσης και της διάψευσης, και στη διατήρηση της αυθεντικότητας του ατόμου, έξω από καταναγκασμούς. Σύμφωνα με την Έφη Αιλιανού (1991: 93), ο Φιλοκτήτης είναι η ώρα της σιωπής, της αναπόλησης, της ώριμης σκέψης, ενώ σύμφωνα με τον Τάσο Λειβαδίτη (1965), εκείνο που κυριαρχεί στο ποίημα, παρά τη μοναξιά και τη φθορά του θανάτου που προβάλλονται αποκαλυπτικά, είναι το μεγάλο δέος μπροστά στην ανθρώπινη ύπαρξη. Στο έργο (όπως και σε όλους τους δραματικούς μονολόγους του Γ. Ρίτσου), μια «σκηνική» εισαγωγή και ένας «σκηνικός» επίλογος πλαισιώνουν έναν μονόλογο που απαγγέλλεται μπροστά σε έναν βουβό ακροατή. Χαρακτηριστικά του μονολόγου αυτού (όπως και των υπόλοιπων του Ρίτσου) είναι η διαχρονική υπόσταση των προσώπων, που αφηρωισμένα αποκτούν τη σημασία του συμβόλου, καθώς και η συναίρεση των τριών επιπέδων με τα οποία είναι «χτισμένος»: του μυθολογικού ιστορικού υπόβαθρου, της προσωπικής μνήμης και των σύγχρονων κοινωνικών προβλημάτων (Προκοπάκη, 1980: 5-8).

Στοιχεία Έκδοσης:

  • Ρίτσος, Γιάννης. 1965. Φιλοκτήτης. Αθήνα: Κέδρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος. [1972] 2009. Ποιήματα ΣΤ΄: Τέταρτη διάσταση (1956-1972). 25η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.

Βιβλιογραφία-Δικτυογραφία: