Γραφικό

Πυξίς

Ψηφιακή Αρχαιοθήκη

Επιμ. Τριανταφυλλιά Γιάννου

Ορέστης [1962-1966]

Γράφτηκε το διάστημα 1962-1966 και πρωτοεκδόθηκε το 1966 (με σχέδιο του Βασίλη Βασιλειάδη). Επανεκδόθηκε το 1972 στο πλαίσιο της Τέταρτης διάστασης. Οι δεκατέσσερις συνθέσεις της Τέταρτης Διάστασης παρουσιάζουν μια δομική αναλογία: α) εκκινούν με μια πεζόμορφη «σκηνική οδηγία» β) συνεχίζονται με τον εξομολογητικό μονόλογο του κεντρικού προσώπου, γ) εμπλουτίζονται με ένα βουβό πρόσωπο που επιτελεί τον ρόλο του ακροατή και δ) απολήγουν σε έναν πεζόμορφο επίλογο. Από τα δομικά αυτά γνωρίσματα αποκλίνουν μόνο η Χειμερινή διαύγεια, το Χρονικό και η σύνθεση Όταν έρχεται ο ξένος (Κόκορης, 2003: 141).
Η παρουσία του μύθου στις μεγάλες συνθέσεις της Τέταρτης διάστασης θα σημάνει το όριο και την κορυφή μιας νέας εκφραστικής κατάκτησης του Ρίτσου: εδώ, η συστηματική εκμετάλλευση του μύθου συναπαρτίζει μιαν εξαιρετικά πολύπλοκη σύνθεση, στην οποία ο μύθος αποτελεί το βασικό ποιητικό φορείο, το δοχείο στο οποίο θα χυθούν και θ’ αναμειχθούν δυο ακόμα στοιχεία, το αυτοβιογραφικό και το ιστορικό (Βελουδής, 1984: 70-71).
Στον θεατρικό αυτό μονόλογο ο Ορέστης βρίσκεται μαζί με τον Πυλάδη (βουβό πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται ο πρωταγωνιστής) στα προπύλαια των Μυκηνών, αλλά δεν έχει διαπράξει ακόμη τους προδιαγεγραμμένους φόνους. Εξομολογείται στον φίλο του τις αμφισβητήσεις του και διχάζεται ανάμεσα στον ρόλο για τον οποίο προορίζεται (μητροκτονία) και στην προσωπική του διάθεση και κοσμοαντίληψη. Συνειδητοποιεί ακόμη ότι, για να επαληθευτεί και να συντηρηθεί ο Μύθος, πρέπει αυτός να προχωρήσει στην εκδίκηση, και θέλει να αντισταθεί γιατί γνωρίζει ότι και η επαλήθευση του μύθου θα είναι μάταιη και δεν θα οδηγήσει σε τίποτα. Παράλληλα, ακούγονται σε όλη τη διάρκεια του ποιήματος οι κραυγές μιας γυναίκας, μάλλον της Ηλέκτρας. Αποκομίζεται η εντύπωση ότι έχει σταματήσει ο χρόνος και ότι ο Ορέστης βρίσκεται λίγο έξω από τη δράση και τη σχολιάζει. Στο τέλος του ποιήματος, ο πρωταγωνιστής αποδέχεται τη μοίρα του και εισέρχεται στο παλάτι, ανταποκρινόμενος σε ένα αίτημα πέρα από την προσωπική του ανάγκη, που εκφράζει όμως μια ιστορικοκοινωνική πραγματικότητα. Το τίμημα θα είναι η απώλεια του πραγματικού του προσώπου, και το θέμα που τίθεται είναι η συγκρουσιακή σχέση ανάμεσα στο άτομο και το κοινωνικό αίτημα. Το πρόβλημα που απασχολεί τον ποιητή είναι η εσώτατη και ύστατη ελευθερία του ανθρώπου, και το ερώτημα που τίθεται είναι ώς ποιο σημείο είναι ελεύθερος απέναντι στον εαυτό του και στις κοινωνικές δομές (Λειβαδίτης, 1975: 234-235).
Ο Ορέστης του Ρίτσου είναι διχασμένος. Κι αυτό γιατί την υπαρξιακή του όραση βλέπει το θαύμα της ζωής στον φυσικό κόσμο, όπου βασιλεύει η δικαιοσύνη και η τάξη, ενώ με την ιστορική του όραση βλέπει το πανάρχαιο δράμα της ανθρώπινης εξέλιξης, μέσα στο οποίο κυριαρχούν οι σφετεριστές και οι δολοφόνοι, καθώς και η αναγκαιότητα μιας δικαιοσύνης που βασίζεται στην αντεκδίκηση, γεγονός που παρεμποδίζει την ανθρώπινη πρόοδο. Τελικά, μπροστά στο δίλημμα αυτό, ξεπερνάει τους δισταγμούς του και διαλέγει τον θάνατο των σφετεριστών και των φονιάδων. Στον φίλο του Πυλάδη, όμως, εξομολογείται τη δυστυχία του γι’ αυτή του την πράξη και την αποστροφή του για τη βία, τον θάνατο και την αντεκδίκηση (Αλεξίου, 2009: 67-68).
Στο έργο, ο ποιητής διατηρεί την αρχαία εκδοχή του μύθου, αλλά ταυτόχρονα τον προεκτείνει και τον συμπληρώνει, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στην ψυχοσύνθεση του πρωταγωνιστή Ορέστη, που, παρά τη διαφορετική προσωπική του άποψη, θα ανταποκριθεί στο χρέος με το οποίο οι άλλοι τον έχουν επιφορτίσει. Χαρακτηριστικά του μονολόγου αυτού (όπως και των υπόλοιπων του Ρίτσου) είναι η αναγωγή του πρωταγωνιστή σε σύμβολο, καθώς και η συναίρεση των τριών επιπέδων με τα οποία είναι «χτισμένο»: του μυθολογικού/ιστορικού υπόβαθρου, της προσωπικής μνήμης και των σύγχρονων κοινωνικών προβλημάτων (Προκοπάκη, 1980: 5-8). Ουσιαστικά, για άλλη μια φορά ο Γ. Ρίτσος υιοθετεί τη μυθολογική μέθοδο για να παρουσιάσει με ήπια χαμηλή φωνή τις συμφορές και τους αγώνες της φυλής του. Όταν μιλάει για τον δεκάχρονο πόλεμο της Τροίας στα πολύστιχα ποιήματα της Τέταρτης διάστασης, άλλοτε εννοεί την περίοδο 1912-1922 κι άλλοτε το διάστημα 1940-1950, δηλαδή την Ελληνική Αντίσταση και τον Εμφύλιο. Έτσι, διασκευασμένος με τις δυο αγαπημένες τεχνικές του Γ. Ρίτσου, τη μεταμφίεση και την αντιστροφή, ο αρχαίος μύθος, μεστός από επίκαιρα μηνύματα, παρουσιάζεται σε μια ποίηση που επιχειρεί κάτι τιτάνιο: «ένα γεφύρωμα ανάμεσα στο παρόν και το μέλλον, ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, ανάμεσα στο άτομο και στην ομάδα, ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο, ανάμεσα στη ζωή και στ’ όνειρο, πάνω από κάθε δυσκολία και κάθε προσωπικό δράμα». Άλλωστε κι ο ίδιος ο αρχαίος μύθος είναι ένα θαυμαστό γεφύρωμα ανάμεσα στη σοφία και το παραμύθι κι ένα δίδαγμα, πολύτιμο σήμερα, για την Τέχνη και τη Ζωή μας (Ζερβού, 1983: 135 & 137-138).

Στοιχεία Έκδοσης:

  • Ρίτσος, Γιάννης. 1966. Ορέστης. Αθήνα: Κέδρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος. [1972] 2009. Ποιήματα ΣΤ΄: Τέταρτη διάσταση (1956-1972). 25η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.

Βιβλιογραφία-Δικτυογραφία: