Γραφικό

Πυξίς

Ψηφιακή Αρχαιοθήκη

Επιμ. Τριανταφυλλιά Γιάννου

«Ελπήνωρ»

Το συγκεκριμένο ποίημα ανήκει στην πρώτη συλλογή του Σινόπουλου Μεταίχμιο και είναι ενδεικτικό της θεματικής και της ατμόσφαιρας θανάτου και φθοράς της ποίησης του Τ. Σινόπουλου. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το ποίημα ξεκινάει με τη φράση «τοπίο θανάτου», που παραπέμπει στην «Έρημη χώρα» του Έλιοτ. Ο κόσμος περιγράφεται σαν ένας ρημαγμένος τόπος, όπου ο χρόνος φαίνεται να έχει σταματήσει μέσα σε μια ατέλειωτη σιωπή και όπου δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα ανθρώπινης επικοινωνίας. Σε αυτό το ποίημα μπορεί κανείς να εντοπίσει επιδράσεις και δάνεια από τον Σεφέρη, τον Έλιοτ, τον Πάουντ, τον Ε. Α. Πόου, τον Σικελιανό, ίσως και και τον Παπατσώνη. Βασική πηγή του ποιήματος αποτελεί μια παραίσθηση που είχε ο ποιητής, όταν μια μέρα του 1944, εξαντλημένος από την πείνα, νόμιζε πως περνούσε από μπροστά του ένας φίλος της νεότητάς του, ο Φώτος Πασχαλινός, που είχε εκτελεστεί από τους Γερμανούς το 1942 (Φράιερ, 1978: 12-15).
Ο ποιητής εμπνέεται από τον ευαίσθητο νεαρό σύντροφο του Οδυσσέα που σκοτώθηκε πέφτοντας από τη σκάλα της Κίρκης, παραλλάσσει όμως τον μύθο, καθώς, σύμφωνα με τον αφηγητή, ο Ελπήνορας πέθανε πιθανότατα πολεμώντας. Πρόκειται για μονόλογο που εκφωνείται από τον σύντροφο του Ελπήνορα, όταν τον αναγνωρίζει ενώ είχε πεθάνει έναν χρόνο πριν, μέσα σε ένα σκηνικό όπου κυριαρχεί μια μοναξιά υπαρξιακή. Ο ανώνυμος αφηγητής δεν ταυτίζεται με τον Οδυσσέα. Ο Ελπήνορας, στοχαστικός και τυφλός, δεν φαίνεται ν' ακούει τη φωνή του συντρόφου-αφηγητή και μένει σιωπηλός ώς το τέλος. Σύμφωνα με τον αφηγητή, ο Ελπήνορας πέθανε πολεμώντας «με το σίδερο μπηγμένο στα πλευρά» και, αν και νεκρός, είναι περισσότερος ζωντανός από τους ζωντανούς συντρόφους του. Σε αντίθεση, επομένως, με την αλαζονική μεταχείριση αυτού του άτυχου και απλοϊκού νεαρού από τον Σεφέρη, ο Σινόπουλος βλέπει στο πρόσωπο του Ελπήνορα τη δικαίωση όλων των αφανών και συνηθισμένων θυμάτων μιας πολεμικής κατάστασης που δεν προσφέρει περιθώριο για ηρωισμούς (Σαββίδης, 1981: 35-36: & Beaton, 1996: 250).
Η πιο χαρακτηριστική μυθική μορφή που επανέρχεται στην ποίηση του Σινόπουλου, είτε αυτούσια είτε μεταμφιεσμένη, είναι ο Ελπήνωρ. «Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της προσέγγισης στον μύθο του Ελπήνορα […]», παρατηρεί ο Γ. Π. Σαββίδης, «είναι η βαθμιαία διεύρυνση της σκοπιάς του από ατομική σε συλλογική εμπειρία, έτσι ώστε ο δικός του Ελπήνωρ να μην αλλάζει μόνο όνομα, μορφή, φύλο και σκηνικό, αλλά να διαμελίζεται βακχικά και να μετουσιώνεται σε μια πολυάριθμη Νέκυια "αφανών"» (Σαββίδης, 1981: 31-32). Έτσι, σύμφωνα με τον Πλατανίτη (1989: 58), ο μυθικός Ελπήνορας, αλλάζοντας «όνομα, μορφή [και] φύλο, εμφανίζεται ως Ιάκωβος, Φίλιππος, Μπίλιας, Ελένη, Λεωνόρα, Σκίλα, Άλμα, Λάουρα, αλλά και Πάρνελ-Νάρκισσος κ.ά.»

Στοιχεία Έκδοσης:

  • Σινόπουλος, Τάκης. 1951. Μεταίχμιο. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Τάκης Σινόπουλος. 1976. Συλλογή I, 1951-1964. Αθήνα: Ερμής.

Βιβλιογραφία-Δικτυογραφία:

  • ΨΗΦΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ, ΑΝΕΜΟΣΚΑΛΑ, Τάκης Σινόπουλος.
  • Πλατανίτης, Δημήτρης. 1989. Τρία δοκίμια για τον Τάκη Σινόπουλο. Αθήνα: Σμίλη. Και απόσπασμα (σελ. 55-75) ηλεκτρονικά.
  • Σαββίδης, Γ. Π. 1981. Οι μεταμορφώσεις του Ελπήνορα. Αθήνα: Ερμής.
  • Φράιερ, Κίμων. 1978. Τοπίο θανάτου: Εισαγωγή στην ποίηση του Τάκη Σινόπουλου . Μετάφραση: Ν. Βαγενάς & Θ. Στραβέλης. Αθήνα: Κέδρος.
  • Beaton, Roderick. 1996. Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Αθήνα: Νεφέλη.