Γραφικό

Πυξίς

Ψηφιακή Αρχαιοθήκη

Επιμ. Τριανταφυλλιά Γιάννου

«Τ’ άλογα του Αχιλλέα»

Γενικά, στην ποίηση του Άγγελου Σικελιανού ο μύθος δεν χρησιμοποιείται με διακοσμητικό τρόπο και δεν επαναλαμβάνεται όπως παραλαμβάνεται από την αρχαιότητα ή από άλλους μεταγενέστερους φορείς. Αντίθετα, ο ποιητής τροποποιεί τη μυθική μορφή ή το μυθικό θέμα με εφευρετικότητα και νεωτερισμούς, σε σημείο που να μην αναγνωρίζεται το πρωτογενές τους σχήμα (Φυλακτού, 2011: 322). To συγκεκριμένο ποίημα ανήκει στην ενότητα με τον τίτλο «Μπαίνω στον ασφοδελώνα» του εκτενούς ποιήματος Αλαφροΐσκιωτος, που γράφτηκε στα 1907 και πρωτοεκδόθηκε στα 1909. Χωρίς αφηγηματική πλοκή, αποτελείται από 60 μικρές ενεπίγραφες ενότητες, είναι γραμμένο στο α΄ πρόσωπο και περιλαμβάνεται στον πρώτο τόμο του Λυρικού Βίου του Άγγελου Σικελιανού. Αριθμεί 2.293 στίχους και είναι χωρισμένο σε δυο μεγάλα μέρη (1.186 και 1.049 στίχοι αντίστοιχα), με ένα σύντομο (58 στίχοι) «διάμεσο ύμνο». Ο νεαρός αλαφροΐσκιωτος (αυτός που βλέπει τα αόρατα, δηλαδή τα μαγικά πνεύματα) ποιητής γυρίζει στο νησί του από την ξενιτιά ή από τον Κάτω Κόσμο, ως μετεμψύχωση αρχαίου έφηβου, και υμνεί σε πρώτο ενικό πρόσωπο τη γενέθλια γη του και τις λαϊκές παραδόσεις της.
Στον Αλαφροΐσκιωτο τα αρχαία μυθολογικά θέματα εμφανίζονται περιορισμένα σε αριθμό αλλά διεξοδικότερα σε έκταση, καθώς έχουμε την εμφάνιση ολόκληρων ενοτήτων στηριγμένων σε μυθολογικά θέματα, που αντλούνται, κατά κύριο λόγο, από τα ομηρικά ποιήματα (Φυλακτού, 2011: 317). Στο συγκεκριμένο ποίημα ο ποιητής μεταφέρεται συμβολικά στον γνωστό από την Οδύσσεια λειμώνα του Άδη , όπου περιφέρονται ή ησυχάζουν οι σκιές των νεκρών. Ο Αλαφροΐσκιωτος βλέπει τώρα να τρέχουν τα άλογα του Αχιλλέα, που το ένα τους είχε «μάντισσα φωνή», ενώ «τα ηνία εκράτει ο ήρωας», δηλαδή ο Αχιλλέας. Σύμφωνα με τον Keeley (2011: 284) «υπάρχει μια έξοχη αθωότητα στον τρόπο με τον οποίο ο ποιητής χειρίζεται τη μυθολογία σ' αυτό το ποίημα». Αρχικά, τα άλογα περιγράφονται σαν δυο συνηθισμένα περήφανα άλογα, ενώ στη συνέχεια προσδίδονται στην περιγραφή τους ηρωικά χαρακτηριστικά (τα άλογα είναι «βαρβάτα» και «τετράψηλα») και υπερφυσικά γνωρίσματα, λόγω της υπερφυσικής τους ένωσης με τον φυσικό κόσμο («και βύθισαν /πάλι στο κύμα, κύματα, /αφρός στου πέλαου τον αφρό, /και χάθηκαν». Ένα μυστήριο περιβάλλει τα άλογα, που στα μάτια τους «κρυφόκαιγε μιαν αστραψιά». Τελικά, ο ποιητής αναγνωρίζει στα άλογα τα άλογα του Αχιλλέα, τα οποία παρακινεί ο ήρωας με τον θείο τρόπο του να ορμήσουν προς τα εμπρός. Το ποίημα κλείνει με τον ποιητή να απευθύνεται στα άλογα για να υπογραμμίσει την αθανασία τους και την πνευματική τους αφθαρσία. Πρόκειται για μιαν απλή ανάπλαση του μύθου, πολύ περιορισμένη σε αποχρώσεις αν τη συγκρίνει κανείς με το νεανικό ομότιτλο ποίημα του Κ.Π. Καβάφη (Keeley, 2011: 285).

Στοιχεία Έκδοσης:

  • Σικελιανός, Άγγελος. 1965. Λυρικός Βίος. Επιμ. Γ. Π. Σαββίδης. Τόμ. Α΄. Αθήνα: Ίκαρος. 1η έκδ. Άγγελος Σικελιανός. 1909. Αλαφροΐσκιωτος. Αθήνα: τυπ. Π. Δ. Σακελλαρίου.

Βιβλιογραφία-Δικτυογραφία:

  • Φυλακτού, Αντρέας. 1986. Ο αρχαιοελληνικός μύθος στο "Λυρικό Βίο". Συμβολή στη μελέτη των πηγών και της ποιητικής του Άγγελου Σικελιανού. Διδακτορική διατριβή. Λευκωσία. Και στον συγκεντρωτικό τόμο Εισαγωγή στην ποίηση του Σικελιανού. 2011. Επιμ.: Ε. Καψωμένος. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης. 315-322.
  • Keeley, Edmund. 1987. «Ο Σικελιανός και η ελληνική μυθολογία». Στο Μύθος και φωνή στη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Μετάφραση: Σπύρος Τσακνιάς. Αθήνα: Στιγμή. 79-91. Και στον συγκεντρωτικό τόμο Εισαγωγή στην ποίηση του Σικελιανού. 2011. Επιμ.: Ε. Καψωμένος. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης. 283-292.