Γραφικό

Πυξίς

Ψηφιακή Αρχαιοθήκη

Επιμ. Τριανταφυλλιά Γιάννου

Ο δείπνος

Σύμφωνα με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, η σχέση του θεατρικού συγγραφέα με τα μυθικά πρόσωπα είναι πολύ σημαντική, καθώς «η χρήση καταστάσεων και χαρακτήρων παρμένων από τους τραγικούς μύθους μπορεί να κάμει αμέσως οικεία και σαφή στον θεατή τα τωρινά που επιχειρείς να πεις» (Καμπανέλλης, 1993: 7). Σύμφωνα με τον Θ. Γραμματά ( 1994: 23), «ο συγγραφέας προτείνει όχι μόνο μια διακειμενική ανάγνωση του αρχαίου μύθου, που ως τέτοια εμπλουτίζει τις πολλαπλές δυνατότητες σημασιοδότησής του, αλλά ακόμα αναδείχνει τη διαχρονικότητα της τραγωδίας, η οποία, τηρουμένων βέβαια κάποιων αναλογιών, γίνεται ζωντανό στοιχείο έμπνευσης για τον δραματουργό κάθε κοινωνίας και εποχής». Η σχέση του Ιάκωβου Καμπανέλλη με τον μύθο της οικογένειας των Ατρειδών εντοπίζεται στο μονόπρακτο Ο δείπνος και στον μονόλογο Γράμμα στον Ορέστη. Το έργο Ο δείπνος παραστάθηκε την περίοδο 1992–1993 μαζί με άλλα δύο μονόπρακτα (Γράμμα στον Ορέστη και Πάροδος Θηβών) από τη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου και δημοσιεύτηκε το 1994. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια σύγχρονη δραματική επανεπεξεργασία του μύθου των Ατρειδών και των Λαβδακιδών, καθώς πρόθεση του συγγραφέα είναι να παρέμβει στις γνωστές από τους τραγικούς μύθους υποθέσεις και να προτείνει τις δικές του εκδοχές. Ειδικότερα, στο έργο πρωταγωνιστούν οι πρόωρα γερασμένοι επιζώντες, ο Ορέστης, η Ηλέκτρα, η Ιφιγένεια, που μόλις γύρισε από τη χώρα των Ταύρων, καθώς και ο αγρότης Φόλος, ο σύζυγος της Ηλέκτρας· αυτοί κάνουν ένα τελετουργικό δείπνο εις μνήμην όλων των νεκρών τους: της Κλυταιμνήστρας, του Αγαμέμνονα, του Αίγισθου, αλλά και της Κασσάνδρας. Το δείπνο διεξάγεται στο αγροτικό σπίτι του Φόλου και της Ηλέκτρας. Οι νεκροί της οικογένειας, οι οποίοι αποτελούν και τα τιμώμενα πρόσωπα, είναι κι αυτοί παρόντες, παρακολουθούν και σχολιάζουν, αλλά οι ζωντανοί δεν τους βλέπουν, δεν τους ακούνε. Το αποτέλεσμα της παράδοξης αυτής συνεύρεσης είναι η συμφιλίωση και ο κατευνασμός των παθών της οικογένειας των Ατρειδών (Παπανδρέου, 1997: 23). Αυτή η ταυτόχρονη παρουσία ζωντανών και πεθαμένων και η έλλειψη της μεταξύ τους επικοινωνίας δίνει την ευκαιρία στον Ιάκωβο Καμπανέλλη να φέρει στην επιφάνεια ενδιαφέρουσες πτυχές των ηρώων του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, μετά τα φονικά, όταν τα θύματα έχουν πια την εμπειρία της αιωνιότητας και οι ζωντανοί θύτες την αφόρητη ενοχή για την απουσία των θυμάτων (Γεωργουσόπουλος, 1993). Ουσιαστικά, το μονόπρακτο αρχίζει από εκεί όπου τελειώνουν οι Χοηφόροι του Αισχύλου, ενώ από το έργο δεν λείπουν και οι μνείες στον Σοφοκλή και στην Ηλέκτρα του Ευριπίδη. Βέβαια, ο συγγραφέας προτείνει τη δική του εκδοχή για το τέλος της οικογένειας, με κυρίαρχο μήνυμα τη συμφιλίωση και την αγάπη, μέσα σε ένα κλίμα περισσότερο χριστιανικής κοσμοαντίληψης (Χασάπη-Χριστοδούλου, 2002: 854-855, 858, 1127).

Στοιχεία Έκδοσης:

  • Καμπανέλλης, Ιάκωβος. 1994. Θέατρο. Τόμ. ΣΤ΄: «Γράμμα στον Ορέστη», «Ο Δείπνος», «Πάροδος Θηβών», «Στη Χώρα Ίψεν», «Ο διάλογος», «Ποιος ήταν ο κύριος …;», «Ο Κανείς και οι Κύκλωπες». Αθήνα: Κέδρος.

Βιβλιογραφία-Δικτυογραφία: