Γραφικό

Πυξίς

Ψηφιακή Αρχαιοθήκη

Επιμ. Τριανταφυλλιά Γιάννου

«Τρώες»

Ποίημα πρωτοπρόσωπο και παραβολικό που ανήκει στα Αναγνωρισμένα Ποιήματα του ποιητή και είναι ένα από τα τέσσερα ιλιαδικά ποιήματά του (τα υπόλοιπα τρία είναι η «Πριάµου Νυκτοπορία», «Η κηδεία του Σαρπηδόνος», «Τα Άλογα του Αχιλλέως»). Γράφτηκε στα 1900 και πρωτοδημοσιεύτηκε στις 30 Νοεμβρίου 1905 στο περιοδικό Παναθήναια. Εμπνευσμένος από την πολιορκία της Τροίας από τους Αχαιούς και την άλωση της πόλης, ο Κ. Π. Καβάφης περνά στον ποιητικό του λόγο τα συναισθήματα του αποκλεισμού και του αδιεξόδου, τα οποία, σε πρώτο επίπεδο, διακατέχουν τους Τρώες και, σε δεύτερο επίπεδο, γενικά τους ανθρώπους που εμφανίζονται αδύναμοι να αντιμετωπίσουν τις μεγάλες δυσκολίες της ζωής. Στο ποίημα αυτό, βασικό θέμα είναι τα τείχη που περιβάλλουν την Τροία. Πολλοί είναι οι καβαφικοί ήρωες που ζουν και τριγυρίζουν μέσα σε κάποια τείχη: ενός σπιτιού («Τα Παράθυρα»), μιας πόλης («Τρώες», «Η Πόλις») ή και ενός τάφου. Ο κόσμος πολλών ηρώων χωρίζεται και αυτός στα δύο: σε Μέσα και σε Έξω, σε εσωτερικό και εξωτερικό, σε μικρόκοσμο και μακρόκοσμο. Ο εσωτερικός και ο ο εξωτερικός κόσμος βρίσκονται σε ασυναρτησία, γεγονός που προκαλεί δραματικές αντιθέσεις. Αυτοί που ζουν μέσα στα τείχη εύκολα τα χάνουν στον έξω κόσμο, που είναι γεμάτος κινδύνους (Αχιλλέας, τάφρος), καθώς ξέχασαν από καιρό, λόγω των φόβων τους, να κινούνται στον εξωτερικό κόσμο (Σαρεγιάννης, 1994: 52-53 & 65-66). Την εσωτερική αγωνία αυτών των ανθρώπων, καθώς και τη δική του, εκφράζει με το ποίημά του ο Κ. Π. Καβάφης, που για τον σκοπό αυτό δραματοποιεί ολόκληρη τη μυθολογία της πολιορκημένης πόλης της Τροίας. Αναφέρεται σε συγκεκριμένα σημεία της λογοτεχνικής του πηγής, της Ιλιάδας. Πιο συγκεκριμένα, ο Αχιλλέας στην τάφρο παραπέμπει σε συγκεκριμένους στίχους της δέκατης όγδοης ραψωδίας, η καβαφική δήλωση «έξω στεκόμεθα ν’ αγωνισθούμε» συμπυκνώνει τους πρώτους στίχους της εικοστής δεύτερης ραψωδίας, ενώ το καβαφικό δίστιχο «κι ολόγυρα απ’ τα τείχη τρέχουμε ζητώντας να γλιτώσουμε με την φυγή» μεταφέρει τον κύκλιο δρόμο του Έκτορα στην ίδια ραψωδία, την εικοστή δεύτερη. Ο καβαφικός, τέλος, θρήνος του Πριάμου και της Εκάβης επάνω στα τείχη είναι ο απόηχος του θρήνου στον οποίο επιδίδονται αυτά τα ίδια πρόσωπα στην Ιλιάδα, προκειμένου να πείσουν τον Έκτορα να μπει στο κάστρο για να αποφύγει τον Αχιλλέα (Μαρωνίτης, 2007: 50).
Σύμφωνα με μια άλλη ανάγνωση, ο Κ. Π. Καβάφης χειρίζεται με λεπτότητα τον παραλληλισμό ανάμεσα στο σύγχρονο και στο αρχαίο, κάνοντας το «εμείς» του ποιήματος και το ιστορικό του αντίστοιχο να συγχωνευτούν τόσο, ώστε στο τέλος οι δύο όροι της παρομοίωσης να μην ξεχωρίζουν. Τελικά, το «εμείς» αφομοιώνεται από το περιβάλλον της αρχαίας πόλης, που συμβολίζει τη μοίρα του. Σύμφωνα με τον Στρατή Τσίρκα, η ερμηνεία του ποιήματος μπορεί να γίνει με βάση "Τα τρία κλειδιά". Το πρώτο κλειδί είναι η λόγια πηγή, το δεύτερο κλειδί είναι το σύγχρονο, πραγματικό γεγονός και το τρίτο κλειδί είναι τα βιώματα του ποιητή, το ψυχικό γεγονός. Στο συγκεκριμένο ποίημα, το πρώτο κλειδί είναι η Ιλιάδα, το δεύτερο κλειδί είναι ο ξεπεσμός του παροικιακού ελληνισμού και το τρίτο κλειδί είναι ο μεγάλος ψυχικός πόνος του ποιητή (Τσίρκας, 1958: 315-320).

Στοιχεία Έκδοσης:

  • Καβάφης, Κ. Π. [1991] 1995. Τα Ποιήματα. Τόμ. Α΄ (1897–1918). Επιμ. Γ. Π. Σαββίδης. 4η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.

Βιβλιογραφία-Δικτυογραφία:

  • ΨΗΦΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. ΑΝΕΜΟΣΚΑΛΑ, Κ. Π. Καβάφης.
  • Μαρωνίτης, Δ. Ν. 2007. Κ.Π. Καβάφης. Μελετήματα. Αθήνα: Πατάκης.
  • Σαρεγιάννης, Ι. Α. 1994. Σχόλια στον Καβάφη. Αθήνα: Ίκαρος.
  • Τσίρκας, Στρατής. 1958. Ο Καβάφης και η εποχή του. Αθήνα: Κέδρος.