Γραφικό

Πυξίς

Ψηφιακή Αρχαιοθήκη

Επιμ. Τριανταφυλλιά Γιάννου

«Σε κάτοικο προαστίου»

Μια ευρύτερη αρχαιογνωσία διακρίνει την ποιήτρια Κική Δημουλά, η οποία διοχετεύεται στα αρχαιόθεμα και αρχαιόμυθα ποιήματά της με μυθολογικές και αρχαιοελληνικές αναφορές (Στέφος, 2015: 63). Το συγκεκριμένο ποίημα με τον υπότιτλο «Γλυπτό Κύκνου και Λήδας» ανήκει στη συλλογή Το λίγο το κόσμου [1η έκδοση: 1971 | 2η έκδοση: 1983 (εκδόσεις «Νεφέλη» ) | 3η έκδοση: 1990 (εκδόσεις «Στιγμή»)]. Ο τίτλος της συλλογής παραπέμπει και στο περιεχόμενο των ποιημάτων της· ποιήματα που αναδεικνύουν «το λίγο του κόσμου», τη ματαιότητά του. Ως μοναδική ανακούφιση προβάλλεται η αποκάλυψη της ματαιότητας αυτής, στην οποία προβαίνει η ποιήτρια με όπλο τη σκωπτικότητά της. Η καβαφοκαρυωτακική διάλεκτος που χρησιμοποιεί, με αποκλίσεις προς καθαρευουσιάνικες εκφράσεις και λόγια επιρρήματα, υποβοηθούν την έκφραση της σκωπτικής της διάθεσης. Η θεματική των ποιημάτων είναι ποικίλη: έρωτας, φύση, τοπία, μνήμες, το σήμερα, το αύριο, το σπίτι, οι εποχές προβάλλουν σαν ξεθωριασμένες φωτογραφίες (Καραντώνης, 1987: 484). Η παρουσία των αγαλμάτων είναι συχνή. Γενικά, το άγαλμα παίζει καθοριστικό ρόλο στην ευκρίνεια του μύθου και των μηνυμάτων της ποίησης της Κικής Δημουλά. Το «σύμβολο» άγαλμα αποδεικνύει τις οφειλές της ποιήτριας της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς τόσο στη γενιά του τριάντα όσο και στον Κ.Π. Καβάφη. Τα αγάλματα της Κικής Δημουλά αναμένουν τη δικαίωσή τους, οικειοποιούνται ανθρώπινες ιδιότητες και δίνουν την ψευδαίσθηση της συμμετοχής τους στον ανθρώπινο σπαραγμό. Στην Κική Δημουλά, όμως, το άγαλμα δεν συνδέεται με την εκάστοτε ιστορική συγκυρία. Στο σημείο αυτό, η ποιήτρια ακολουθεί μια πορεία αντίστροφη από αυτήν της γενιάς του Τριάντα. Η ποιητική της σκέψη βαδίζει από το εξωτερικό περίβλημα προς τον εσωτερικό κόσμο του αγάλματος, που πάλλεται από συγκίνηση και οργή. Η πορεία της αυτή συμβολίζει και την πορεία της γενιάς της, η οποία στρέφεται απεγνωσμένα προς την αναζήτηση του χαμένου εσώτερου εαυτού της. Τα αγάλματα της Κικής Δημουλά είναι φορείς ενός προπατορικού αμαρτήματος που τα καταδίκασε στην αιώνια ακινησία και αποτελούν σύμβολα προσωπικού μαρτυρίου, σε μια εποχή όπου τα συλλογικά οράματα έχουν αποτύχει (Δαβέττας, 1989: 343-346). Το συγκεκριμένο ποίημα αναφέρεται στον μύθο της μεταμόρφωσης του Δία σε κύκνο για την ερωτική κατάκτηση της Λήδας. Ο μύθος αυτός αναπαρίσταται στα μάτια της ποιήτριας μέσω ενός γλυπτού που παρατηρεί στα προάστια, ενώ η άνοιξη ξυπνάει όλες τις αισθήσεις με τα αρώματά της και το κόκκινο χρώμα των παπαρούνων. Η άνοιξη, επομένως, σε συνδυασμό με το γλυπτό αναδεικνύουν το ερωτικό στοιχείο του ποιήματος. Το ποιητικό υποκείμενο εκφράζει με εύγλωττο τρόπο τον ερωτισμό και την επιθυμία του για εκπλήρωση του ερωτικού πόθου, ευχόμενο να ήταν και δικός του γείτονας ο Δίας (Παπαστάθη, 2014: 373) . Εκτός από το άγαλμα, η ποιήτρια διαλέγεται και με τον πίνακα του Manet «Οι παπαρούνες» (1873), όπου απεικονίζονται η σύζυγος του ζωγράφου με τον μικρό τους γιο στην ύπαιθρο, σε ένα τοπίο όπου κυριαρχεί το κόκκινο της παπαρούνας. Σε ένα παρόμοιο τοπίο τοποθετεί η ποιήτρια και το δικό της αντικείμενο του πόθου, καθώς το φαντάζεται να πλησιάζει το παράθυρο και να κοιτάζει ένα παρόμοιο ανοιξιάτικο τοπίο, όπου η ζωή μάχεται με τον θάνατο (Παπαστάθη, 2014: 384 & 150-151).

Στοιχεία Έκδοσης:

  • Δημουλά, Κική. [1971] 1990. Το λίγο του κόσμου. 3η έκδ. Αθήνα: Στιγμή. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Κική Δημουλά [1998] 2000. Ποιήματα. 3η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.

Βιβλιογραφία-Δικτυογραφία: