Εξώφυλλο

Αριάδνη

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας

της Δήμητρας Μήττα

ΑΙΜΩΝ

    Γιος του Κρέοντα και της Ευρυδίκης.

    1. Σύμφωνα με μια παραλλαγή ήταν ένα από τα θύματα της Σφίγγας, και ο Κρέοντας, προκειμένου να εκδικηθεί τον θάνατό του, διακήρυξε ότι όποιος σκότωνε το τέρας θα του παρέδιδε την εξουσία στη Θήβα.

    2. Σύμφωνα με τη σοφόκλεια εκδοχή στην τραγωδία Αντιγόνη, ήταν αρραβωνιαστικός της Αντιγόνης και αυτοκτόνησε πάνω στο νεκρό της σώμα, όταν εκείνη κρεμάστηκε μόνη της στον τάφο όπου την είχε κλείσει ο Κρέοντας εξαιτίας της παραβατικής συμπεριφοράς της να θάψει τον αδελφό της Πολυνείκη παρά την απαγόρευσή του. Πριν, όμως, αυτοκτονήσει, είχε κινηθεί απειλητικά εναντίον του πατέρα του:

     

    ΑΓΓΕΛΟΣ

    κι έπειτα […]

    κινήσαμε για την πετροχτισμένη

    βραχοσπηλιά, που ήταν κλεισμένη η κόρη,

    η νύφη του Άδη, όταν από μακρυά

    μια φωνή κάποιος άκουσε να σκούζη

    σπαραχτικά απ' το μέρος του άκλαφτου

    του τάφου κι ευτύς τρέχει και το λέει

    στoν Κρέοντα, και καθώς εκείνος φτάνει

    όλο και πιο κοντά, χτυπάει τ' αυτί του

    αξεδιάλυτος βόγγος πικρού θρήνου·

    κι ευτύς ξεσπάει στενάζοντας σε λόγια

    κακοθρήνητα: «Ωιμένα συφορά μου,

    μην είμαι αράγε μάντης; μήπως είναι

    αυτός ο πιο δυστυχισμένος δρόμος

    πόκαμα ως τώρα; του παιδιού μου ακούω

    τη φωνούλα μα τρέξετ' εσείς, δούλοι,

    γρήγορα πιο κοντά, γύρω στον τάφο,

    τραβήχτε από το πρόχωμα την πέτρα

    που του φράζει την είσοδο και μπήτε

    ως μέσα μέσα στο άνοιγμα, να δήτε

    αν ειν' του Αίμονα η φωνή που ακούω,

    ή με γελούνε οι θεοί.» Και μεις έτσι όπως

    μας πρόσταξε βαρύθυμος ο αφέντης,

    μπαίνομε και τι βλέπομε; στο βάθος

    του τάφου μέσα κρεμασμένη εκείνη

    με γύρω στο λαιμό θηλειά στριμμένη

    απ' τη δίμιτη ζώστρα της και κείνον

    να την κρατάη απ' τη μέση της πεσμένος

    πάνω της σα χαμένος και να σκούζη

    και να θρηνή το νεκρό του το ταίρι,

    του πατέρα του τα έργα και το γάμο

    τον άτυχό του· μα καθώς τον βλέπει

    ο Κρέοντας, μ' ένα βαθύ βόγγο τρέχει

    θρηνώντας μέσα, προχωρεί κοντά του

    και του κράζει: «Ταλαίπωρε, τι πράμα

    είν' αυτό πόχεις κάμη; τι έχεις βάλη

    στο νου σου; από τι πας και χάνεσαι έτσι;

    έβγα έξω, γυιε μου, έβγα σε ξορκίζω.»

    Μα ρίχνοντάς του άγριες ματιές εκείνος

    τον έφτυσε στο πρόσωπο και δίχως

    ούτε λέξη να πη, τραβάει απ' τη θήκη

    το δίκοπο σπαθί του, μα ο πατέρας

    φεύγοντας ρίχτηκ' έξω να γλυτώση

    και καθώς δεν τον πέτυχε, ώργισμένος

    με τον εαυτό του, ο άμοιρος, έτσι ως ήταν

    τέντωσε πίσω το κορμί και μπήγει

    το σπαθί του ως τη μέση στα πλευρά του·

    και ενώ ανάσαινε ακόμα, παίρνει μέσα

    στ' αδρανισμένα χέρια του την κόρη

    κι αγκομαχώντας ξετινάζει βρύση

    το αίμα του στάλες κόκκινες απάνω

    στ' άσπρο το μάγουλό της, ως που μένει

    νεκρός απάνω στη νεκρή· και του έλαχ' έτσι

    στον Άδη καν, ο δόλιος, να γιορτάση

    τους γάμους του, παράδειγμα στον κόσμο,

    πως άλλο πιο μεγάλο δεν υπάρχει

    στον άνθρωπο κακό απ' την ακρισία.

     

    (Σοφ., Αντ 1204-1243, μετ. Ι. Ν. Γρυπάρης· βλ. και Έξοδος, σκηνή πρώτη και δεύτερη)

     

    3. Σύμφωνα με τη χαμένη τραγωδία του Ευριπίδη Αντιγόνη, ο Αίμονας αγάπησε την κόρη, την παντρεύτηκε και απέκτησαν ένα γιο, τον Μαίονα.