Πόροι για τα Ομηρικά έπη: Ο τρωικός μύθος στην τέχνη και τη λογοτεχνία

Χρυσηίς

Περιγραφή

Εξ ολίγων τεμαχίων σκελετού και πολλών συμπερασμάτων κατώρθωσεν ο Κουβέρος ν' ανάπλαση ολόκληρον προκατακλυσμαίον ζώον από της προβοσκίδος μέχρι της ουράς• και ου μόνον την μορφήν, αλλά και τα ήθη ν' αναστήση του θηρίου, άτινα ούτε οστά έχουσιν ούτε άλλο κανέν μαρτύριον του ποιου αυτών κληροδοτούσιν εις τα μουσεία. Μόνον δια τοιαύτης επαγωγικής μεθόδου φαίνεται ημίν δυνατή ουχί βεβαίως η ανάπλασις της εικόνος ομηρικής ηρωίδος, περί ης ο ποιητής ουδέν άλλο έκρινεν εύλογον να μνημόνευση, ειμή μόνον ότι εγένετο αφορμή του θανάτου πλείστων ηρώων και δεν ενθυμούμεθα πόσων ημιόνων, λησμονήσας να πληροφόρηση καν ημάς, ως περί των λοιπών, αν ξανθοπλόκαμος ήτο ή μελαγχροινή, αλλ' η λύσις σπουδαίας τίνος απορίας, περί ης μάτην παίδες όντες ηρωτώμεν τους διδασκάλους, και μάτην έπειτα ανεδιφήσαμεν το αμέτρητον πλήθος των ομηρολόγων. Είναι δε αύτη η εξής: Ακούσης άρα της θυγατρός του ήλθεν ο Χρύσης εις το στρατόπεδον των Αχαιών, κομίζων λύτρα και ικετεύων τον λαόν και τους βασιλείς ν' απολύσωσιν αυτήν, ή τουναντίον έπραξε ταύτα παρακινηθείς υπ' αυτής της Χρυσηίδος; Δύσκολον των όντι φαίνεται ημίν να πιστεύσωμεν ότι, αν έστεργεν αύτη την τύχην της παρά τω Αγαμέμνονι, ήθελεν αποφασίσει ο Χρύσης, ο κάλλιστα γνωρίζων τας μεταξύ τούτου και της θυγατρός του σχέσεις, και ταύτην να λυπήση και του βασιλέως να διεγείρη την οργήν• τούτο δε ενώ άπασα ήδη η παραλία και αυτός ο ναός του Απόλλωνος ήτο υπό το κράτος των Αχαιών και του παντοδυνάμου εραστού της Χρυσηίδος, ης η επιρροή ηδύνατο τα μέγιστα να ωφελήση και τον Χρύσην και τον ναόν, ου ήτο ιερεύς, και ολόκληρον την δουλωθείσαν χώραν. Αφ' ετέρου όμως δυσεξήγητον φαίνε ται, αν τη υποκινήσει της θυγατρός υποθέσωμεν ενεργήσαντα τον Χρύσην, πως ούτε ήλθεν εις το στρατόπεδον ούτε εφρόντισε περί λύτρων ευθύς μετά την αιχμαλωσίαν της θυγατρός, ότε η πικρία του χωρισμού ήτο φυσικώ τω λόγω πολύ δριμύτερα, αλλά μόνον αφού την λύπην ταύτην εμετρίασεν ο χρόνος και η μακρά μετά του Αγαμέμνονος συμβίωσις; Καθότι μόνον κατά το δέκατον έτος της πολιορκίας εσκέφθη ο ιερεύς να μεταβή προς προς του Αχαιούς μετά των λύτρων, αι δε πέριξ πόλεις, εν αις η Χρύσα, είχον υποδουλωθή από του πρώτου έτους του πολέμου. Πολύ λοιπόν ανακόλουθον και αναξίαν του απονεμηθέντος αυτή υπό του Αγαμέμνονος επί φρονήσει επαίνου πρέπει να υποθέσωμεν την κόρην ταύτην, την πρότερον μεν στέργουσαν την αιχμαλωσίαν και την πρόσφατον στέρησιν του πατρός και της πατρίδος, έπειτα δε ενθυμηθείσαν ταύτην και χαλεπαίνουσαν μετά δέκα όλα έτη. Ενώ δε ουδεμία γυνή χωρίζεται μετά μακράν συνοίκησιν άνευ λύπης από του τυχόντος εραστού, έτι μάλλον ανεξήγητος φαίνεται η προθυμία προς εγκατάλειψιν ανδρός ενδοξότατου, βασιλεύοντος εφ' απάντων των Ελλήνων και κυρίου, ου μόνον της Χρυσηίδος, αλλά και του πατρός και της πατρίδος αυτής. Ου μόνον δε ένδοξος και ανδρείος βασιλεύς ήτο ο Αγαμέμνων, αλλ', όπερ δι' ερωμένην σπουδαίον, και νέος και ευειδής, ως πληροφορεί ημάς ο Όμηρος προσεικάζων αυτόν προς τον Δία, και τοιούτος ων τοσούτον μετά δεκαετή σχέσιν ηγάπα ακόμη την Χρυσηίδα, ώστε ουδόλως εδίστασε να ομολογήση εν πληθούση εκκλησία του λαού ότι την προτιμά της ιδίας αυτού γυναικός. Τοιαύτης επιζήλου θέσεως και τοιούτων αγαθών επρόκειτο να παραιτηθή η Χρυσηίς όπως επιστρέψη εις την δούλην αυτής πατρίδα και νυμφευθή πιθανώς δούλον τίνα του Αγαμέμνονος. Ουδέ δύναται να εξήγηση τοιαύτην διαγωγήν μόνη η δυσφορία επί τη αιχμαλωσία, αφού βλέπομεν την Βρισηίδα αγαπώσαν τον Αχιλλέα, καίτοι ούτος εφόνευσε τον πατέρα και τους αδελφούς αυτής ενώ ουδέν τοιούτο φαίνεται πράξας ο Αγαμέμνων. Εκ πάντων τούτων άγεται τις να πιστεύση ότι, αν δύσκολον ήτο να ζητήση ο Χρύσης παρά των Αχαιών άκουσαν την θυγατέρα, έτι δυσκολώτερον φαίνεται ότι επεθύμει τω όντι την οίκαδε επιστροφήν η Χρυσηίς, η ουδένα έχουσα προς τούτο εν τω ποιήματι αναφερόμενον λόγον. Πάντη λοιπόν ανεπίδεκτος λύσεως ήθελεν είναι η απορία, αν δεν επετρέπετο ημίν να υποθέσωμεν, ότι, ως πλείστοι άλλοι ποιηταί, ούτω και ο Όμηρος πολλά μεν εξηγεί ο ίδιος τω αναγνώστη, περί πολλών όμως άλλων σιωπά αφίνων εις αυτόν την λύσιν του ποιητικού γρίφου. Η λύσις αύτη συνίσταται ενταύθα εις την εξεύρεσιν των λόγων, οίτινες ηδύνατο να πείσωσι φρόνιμον και προνοητικόν γυναίκαν, οία παρίσταται ημίν η Χρυσηίς, να προτίμηση ταπεινόν και άδοξον βίον της λαμπρώς θέσεως, ην παρείχον αυτή η εύνοια του πρώτου μεταξύ των Αχαιών. Πάντα τα ενόντα έχοντες υπ' όψιν κλίνομεν να πιστεύσωμεν, ότι ουχί την θέσιν αυτής ευρίσκουσα δυσάρεστον και αλλαγήν επιθυμούσα παρεκίνησε τον πατέρα αυτής να την λύτρωση η Χρυσηίς, αλλά πολύ μάλλον φοβούμενη μη ταχέως, ήτοι μετά την άλωσιν της Τροίας, η θέσις αύτη μεταβληθή. Κατ' αρχάς μεν ηρέσκετο, ως φαίνεται, μένουσα παρά τω Αγαμέμνονι, δι' ους ανωτέρω εξεθέσαμεν λόγους, ευχαριστούσα τους θεούς ότι έπεσεν εις χείρας βασιλέως και ουχί αδοξοτέρου τινός δεσπότου, ώστε ουδόλως εφρόντιζε περί λύτρων• εγγιζούσης όμως της καταστροφής του ηρωικού δράματος, εφοβείτο πιθανώς την εις το Αργός επιστροφήν, πληροφορηθείσα οποίος τις ήτο ο οίκος του Αγαμέμνονος και πόση η ωμότης και το θράσος της Κλυταιμήστρας. Ότε λοιπόν εφαίνετο πλησιάζων ο πόλεμος εις το τέρμα και λόγος εγίνετο ότι επ' ολίγον χρόνον ηδύναντο οι πολιορκούμενοι ν' αντιστώσιν εις τα εφόδους των Αχαιών, δεν έκρινε φρόνιμον να περιμένη την άλωσιν του Ιλίου, καλώς γνωρίζουσα ότι την μεν επιούσαν της νίκης καθίστανται υπερφίαλοι και άκαμπτοι οι νικηταί, ενώ την προτεραίαν κρισίμου μάχης εισίν ως επί το πολύ δεισιδαίμονες και προθυμότεροι εις το να εξευμενίσωσι δια πάσης θυσίας τον θεόν. Ταύτα αναλογιζόμενη παρεκίνησε κατά την τελευταία ώραν τον πατέρα να ζητήση εν ονόματι του Απόλλωνος την απόδοσιν αυτής παρά των Αχαιών. Προς ενίσχυσιν τούτων πρέπει να προσθέσωμεν, ότι ουδόλως κατά πάσαν πιθανότητα ηγνόει η Χρυσηίς ότι εγυναικοκρατούντο οι Ατρείδαι, αι δε σύζυγοι αυτών εμεγαλοφρόνουν ου μόνον δια το κάλλος, αλλά και την καταγωγήν• καθότι οι μεν άνδρες ήσαν απλοί Πελοπίδαι, και επήλυδες εις Ελλάδα, αύται δε Αχαιίδες, θυγατέρες του Τυνδάρεω και της Λήδας, αδελφαί των τέκνων του Διός Κάστορος και Πολυδεύκου και θείαι του αρίστου των Ελλήνων Μελεάγρου. Και αν ταύτα ηγνόει η Χρυσηίς, αδύνατον ήτο να μη γνωρίζη τουλάχιστον οποίον ήτο το φρόνημα της Ελένης και κατά πόσον υπερείχεν αύτη του Μενελάου, ον περιεφρόνησε προς ικανοποίησιν ερωτικής φαντασιοπληξίας και μετ' αυτού τον Αγαμέμνονα και πάντας της Ελλάδος τους βασιλείς, τους αθρόους εν τούτοις χάριν αυτής μεταβάντας εις Ασίαν. Ο δε Μενέλαος ου μόνον προ της ύβρεως εθεράπευεν ως ανωτέραν αυτού την Ελένην, αλλά και ανακτήσας αυτήν έπειτα αιχμάλωτον και πάλιν εγυναικοκρατείτο. Τοιαύτην ούσαν ήκουε και την Κλυταιμήστραν και έτρεμεν αναλογιζόμενη την εκδίκησιν αυτής η θυγατήρ του Χρύσου. Ο δε φόβος ούτος ήτο κατά τοσούτον μάλλον εύλογος, καθ όσον ο Αγαμέμνων, είτε επαιρόμενος δια την αρχήν είτε εξ απερισκεψίας, ητίμασε δημοσία την Κλυταιμήστραν, κηρύξας ότι προτιμά αυτής και κατ' ουδέν της συζύγου του κατωτέραν θεωρεί δοριάλωτον δούλην. Οι τοιούτοι απρεπείς λόγοι ήσαν ικανοί να εμπνεύσωσιν ου μόνον δικαιότατον φόβον εκδικήσεως της ζηλότυπου βασιλίσσης, αλλά και ικανή ν ανησυχίαν περί της μελλούσης διαγωγής αυτού του Αγαμέμνονος• πως δηλαδή ήθελε μεταχειρισθή, αν έπαυεν ο έρως, απλήν δούλην, ο ούτως ασεβώς εξυβρίσας των τέκνων του την μητέρα; Μόναι αι ανόητοι χαίρουσι βλέπουσαι τους εραστάς ατιμάζοντας χάριν αυτών της καρδίας των τους προκατόχους, ενώ αι έχουσαι νουν τρέμουσιν αναλογιζόμεναι, ότι ενδέχεται κακείναι χάριν άλλης γυναικός ν' ατιμασθώσι μετ' ολίγον. Αλλά και δι' αυτήν την Χρυσηίδα υβριστικός ήτο ο τρόπος του Αγαμέμνονος, όστις, εν τη ακμή ευρισκόμενος του έρωτος δεν εφείσθη χάριν αυτής του γέροντος ιερέως, αλλ' απεδίωξε βαναύσως της ερωμένης του τον πατέρα, ουδόλως παραμυθήσας ή καθησυχάσας αυτόν περί της τύχης τη θυγατρός, αλλ επειπών τους και δια ταύτη ν' υβριστικούς τούτους λόγους: την δ' εγώ ου λύσω• πριν μην και γήρας έπεισιν ημετέρω ενί οίκω εν Αργεϊ, τηλόθι πάτρης, ιστόν εποιχομένην και εμόν λέχος αντιόωσαν. Πώς άρα ήθελε μεταχειρισθή αυτήν γηράσασαν ο εν τη ακμή του κάλλους της και του πάθους του ούτω περί αυτής ομιλών; Ταύτα έχοντες υπ' όψιν, δυνάμεθα να εννοήσωμεν την επιθυμίαν της Χρυσηίδος όπως αποφυγή την επιφυλαττομένην αυτή τύχην. Πόσον δε δίκαιον είχε τοιαύτα προβλέπουσα, απέδειξαν μετ' ολίγον τα εις την Κασσάνδραν και αυτόν τον Αγαμέμνονα εν Αργεί συμβάντα. Αξία δε τω όντι θαυμασμού είναι η φρόνησις νεαράς γυναικός, μη θαμβουμένης εκ της λάμψεως ούτε της βασιλείας, ούτε της δόξης, ούτε του κάλλους, ούτε των άλλων προτερημάτων του εραστού και της θέσεως, ην ούτος παρείχεν αυτή, αλλά προϊδούσης και αποφυγούσης τα μετέπειτα, ως ήρμοζεν εις θυγατέρα ιερέως του Απόλλωνος υπό την σκιάν του βωμού ανατραφείσαν. Αληθές είναι ότι ο Όμηρος δεν παριστά την Χρυσηίδα χαίρουσαν, ότι απεδόθη εις τον πατέρα, ως παρέστησε την Βρισηίδα λυπουμένην και τούτο όμως σωφρονούσα έπραττεν, όπως μη παροξύνη τον Αγαμέμνονα εις παράπονα και φιλονεικίαν, καθότι πασίγνωστον είναι πόσον δυσαρεστότεροςείναι εις του ανδρός τον εγωισμόν ο χωρισμός από ερωμένης, ήτις φαίνεται υποτασσομένη εις τούτο μετ' ελαφράς καρδίας. Καίτοι όμως ουδέν λέγων ο ποιητής περί της τοιαύτης προθυμίας της Χρυσηίδος, υποδηλοί όμως τούτο δια του στίχου ο δ' εδέξατο χαίρων παίδα φίλην, καθότι δεν ήθελε χαίρει ο πατήρ αν έβλεπεν αυτήν λυπουμένην, ουδ' ήθελε την ονομάσει φίλην, αν άκουσα επέστρεφε παρ' αυτώ. Εις τα μαρτύρια ταύτα της φρονήσεως της Χρυσηίδος μια μόνη ίσως ένστασις δύναται ν' αντιταχθή, ότι πάντα τα ανωτέρω εσκέφθη αυτός ο Χρύσης, η δε θυγάτηρ του ουδέν άλλο έπραξεν ή να πεισθή τοις λόγοις και να υπακούση εις την πρόσκλησιν του πατρός. Και τούτο όμως αν υποθέσωμεν, έτι μείζονος ίσως θαυμασμού απομένει νέα κόρη πειστικότερα ευρισκουσα τα επιχειρήματα γέροντος και αφανούς πατρός από του οποίου έζη από δεκαετίας κεχωρισμένη, ή εραστού κεκτημένου οια ο Αγαμέμνων προσόντα, τα ικανά όντα να θαμβώσωσι τους οφθαλμούς και να φράξωσιν εις τας συμβουλάς της φρονήσεως πάσης άλλης κόρης τα ώτα. Και της τοιαύτης όμως μοναδικής παρά νεάνιδι φρονήσεως θαυμαστοτέρα φαίνεται ημίν η τέχνη του Ομήρου, όστις, ουδαμού του έπους αυτού ούτε έργου τινός ούτε απλού λόγου μνημονεύσας της Χρυσηίδος, κατώρθωσεν εν τούτοις να καταστήση ούτως εύκολον δια μικρός σκέψεως την πλήρη ανάπλασιν της ηθικής αυτής εικόνος.

Λεξικογραφικές πληροφορίες

Νεότερη Γραμματεία

Έκδοση: Ροΐδης, Εμμανουήλ. «Χρυσηίς». Άπαντα, φιλολογική επιμέλεια Άλκης Αγγέλου, τ. 3, Αθήνα, 1978, σ.223-228

Χρονολογία: 19ος αι. (1890)

Καλλιτέχνης: Ροΐδης, Εμμανουήλ

Είδος: Διήγημα

Γένος: ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ