(Ψηλά στον ουρανό ο Δίας και ο Ερμής κουβεντιάζουν κοιτάζοντας τον Τίμωνα). ΖΕΥΣ [7] Ποιός είναι αυτός, Ερμή, που κραυγάζει από την Αττική εκεί στου Υμηττού τις υπώρειες, καταλερωμένος, άλουστος και ντυμένος προβιά; Είναι, σκυμμένος θαρρώ και σκάβει. Φλύαρος άνθρωπος και θρασύς. Σίγουρα φιλόσοφος είναι, αλλιώς δε θα μας περιέλουζε με τέτοια λόγια ασέβειας. ΕΡΜΗΣ Τί λες, πατέρα; Αγνοείς τον Τίμωνα, το γιο του Εχεκρατίδη από τον Κολλυτό; Είναι αυτός που πολλές φορές μας τραπέζωσε με τέλειες θυσίες, εκατόμβες ολόκληρες, ο νεόπλουτος, που στο σπίτι του πάντα γιορτάζαμε λαμπρά τα Διάσια. ΖΕΥΣ Αλίμονο, τί αλλαγή! Εκείνος ο ωραίος, ο πλούσιος, που είχε τόσους φίλους γύρω του; Και πώς κατάντησε έτσι βρώμικος, άθλιος, σκαφτιάς και μεροκαματιάρης, όπως φαίνεται, που χτυπάει τόσο βαριά το δικέλλι; ΕΡΜΗΣ [8] Θα έλεγε κανείς ότι η καλοσύνη του τον κατέστρεψε και η φιλανθρωπία και η συμπόνια για όλους που έχουν ανάγκη. Στην πραγματικότητα όμως η αμυαλιά, η κουταμάρα και η έλλειψη κρίσης να διαλέγει τους φίλους. Δεν καταλάβαινε ότι έκανε χάρες σε κοράκια και λύκους. Αντίθετα, ενώ τόσοι γύπες τού κατέτρωγαν το συκώτι, ο δυστυχισμένος αυτός τους νόμιζε φίλους και συντρόφους που ό,τι καταβρόχθιζαν το χαίρονταν μόνο από αγάπη γι᾽ αυτόν. Κι εκείνοι, αφού τον ξεκοκάλισαν και τον τραγάνισαν και αφού ρούφηξαν προσεκτικά και το μεδούλι του ακόμη, αν τυχόν καθόλου απέμεινε, έφυγαν και τον άφησαν ξερό, με κομμένες τις ρίζες. Ούτε τον γνώριζαν πια, ούτε γυρνούσαν να τον δουν, πού σε είδα πού σε ξέρω; Ούτε τον βοηθούσαν, ούτε του πρόσφεραν κάτι και αυτοί με τη σειρά τους. Γι᾽ αυτό σκαφτιάς και τομαροντυμένος, όπως βλέπεις, εγκατέλειψε από ντροπή την πόλη και σκάβει τη γη με μεροκάματο, πικραμένος από τις δυστυχίες, γιατί αυτοί που εξαιτίας του πλούτισαν, τον προσπερνούν με υπεροψία και ούτε τ᾽ όνομά του ξέρουν, αν τον λένε Τίμωνα.
|