Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Τίμων ἢ Μισάνθρωπος (37-40)

ΕΡΜΗΣ
Μηδαμῶς, ὦγαθέ· οὐ γὰρ πάντες εἰσὶν ἐπιτήδειοι πρὸς οἰμωγήν. ἀλλ᾽ ἔα τὰ ὀργίλα ταῦτα καὶ μειρακιώδη καὶ τὸν Πλοῦτον παράλαβε. οὔτοι ἀπόβλητά ἐστι τὰ δῶρα τὰ παρὰ τοῦ Διός.
ΠΛΟΥΤΟΣ
Βούλει, ὦ Τίμων, δικαιολογήσομαι πρὸς σέ; ἢ χαλεπανεῖς μοι λέγοντι;
ΤΙΜΩΝ
Λέγε, μὴ μακρὰ μέντοι, μηδὲ μετὰ προοιμίων, ὥσπερ οἱ ἐπίτριπτοι ῥήτορες· ἀνέξομαι γάρ σε ὀλίγα λέγοντα διὰ τὸν Ἑρμῆν τουτονί.
ΠΛΟΥΤΟΣ
[38] Ἐχρῆν μέντοι ἴσως καὶ μακρὰ εἰπεῖν, οὕτω πολλὰ ὑπὸ σοῦ κατηγορηθέντα· ὅμως δὲ ὅρα εἴ τί σε, ὡς φῄς, ἠδίκηκα, ὃς τῶν μὲν ἡδίστων ἁπάντων αἴτιός σοι κατέστην, τιμῆς καὶ προεδρίας καὶ στεφάνων καὶ τῆς ἄλλης τρυφῆς, περίβλεπτός τε καὶ ἀοίδιμος δι᾽ ἐμὲ ἦσθα καὶ περισπούδαστος· εἰ δέ τι χαλεπὸν ἐκ τῶν κολάκων πέπονθας, ἀναίτιος ἐγώ σοι· μᾶλλον δὲ αὐτὸς ἠδίκημαι τοῦτο ὑπὸ σοῦ, διότι με οὕτως ἀτίμως ὑπέβαλες ἀνδράσι καταράτοις ἐπαινοῦσι καὶ καταγοητεύουσι καὶ πάντα τρόπον ἐπιβουλεύουσί μοι· καὶ τό γε τελευταῖον ἔφησθα, ὡς προδέδωκά σε, τοὐναντίον δὲ αὐτὸς ἐγκαλέσαιμί σοι πάντα τρόπον ἀπελαθεὶς ὑπὸ σοῦ καὶ ἐπὶ κεφαλὴν ἐξωσθεὶς τῆς οἰκίας. τοιγαροῦν ἀντὶ μαλακῆς χλανίδος ταύτην τὴν διφθέραν ἡ τιμιωτάτη σοι Πενία περιτέθεικεν. ὥστε μάρτυς ὁ Ἑρμῆς οὑτοσί, πῶς ἱκέτευον τὸν Δία μηκέθ᾽ ἥκειν παρὰ σὲ οὕτως δυσμενῶς μοι προσενηνεγμένον.
ΕΡΜΗΣ
[39] Ἀλλὰ νῦν ὁρᾷς, ὦ Πλοῦτε, οἷος ἤδη γεγένηται; ὥστε θαρρῶν συνδιάτριβε αὐτῷ· καὶ σὺ μὲν σκάπτε ὡς ἔχεις· σὺ δὲ τὸν Θησαυρὸν ὑπάγαγε τῇ δικέλλῃ· ὑπακούσεται γὰρ ἐμβοήσαντί σοι.
ΤΙΜΩΝ
Πειστέον, ὦ Ἑρμῆ, καὶ αὖθις πλουτητέον. τί γὰρ ἂν καὶ πάθοι τις, ὁπότε οἱ θεοὶ βιάζοιντο; πλὴν ὅρα γε εἰς οἷά με πράγματα ἐμβάλλεις τὸν κακοδαίμονα, ὃς ἄχρι νῦν εὐδαιμονέστατα διάγων χρυσὸν ἄφνω τοσοῦτον λήψομαι οὐδὲν ἀδικήσας καὶ τοσαύτας φροντίδας ἀναδέξομαι.
ΕΡΜΗΣ
[40] Ὑπόστηθι, ὦ Τίμων, δι᾽ ἐμέ, καὶ εἰ χαλεπὸν τοῦτο καὶ οὐκ οἰστόν ἐστιν, ὅπως οἱ κόλακες ἐκεῖνοι διαρραγῶσιν ὑπὸ τοῦ φθόνου· ἐγὼ δὲ ὑπὲρ τὴν Αἴτνην ἐς τὸν οὐρανὸν ἀναπτήσομαι.
ΠΛΟΥΤΟΣ
Ὁ μὲν ἀπελήλυθεν, ὡς δοκεῖ· τεκμαίρομαι γὰρ τῇ εἰρεσίᾳ τῶν πτερῶν· σὺ δὲ αὐτοῦ περίμενε· ἀναπέμψω γάρ σοι τὸν Θησαυρὸν ἀπελθών· μᾶλλον δὲ παῖε. σέ φημι, Θησαυρὲ χρυσοῦ, ὑπάκουσον Τίμωνι τουτῳῒ καὶ παράσχες ἑαυτὸν ἀνελέσθαι. σκάπτε, ὦ Τίμων, βαθείας καταφέρων. ἐγὼ δὲ ὑμῖν ὑπεκστήσομαι.

ΕΡΜΗΣ
Όχι, καλέ μου, δεν είναι όλοι για ξύλο. Παράτα όμως τα ξεσπάσματα αυτά και τα παιδιαρίσματα και αποδέξου τον Πλούτο. Δεν είναι επιτέλους του πεταμού τα δώρα που στέλνει ο Δίας.
ΠΛΟΥΤΟΣ
Θέλεις, Τίμων, να απολογηθώ ενώπιόν σου; Ή θα αγριέψεις, εάν αρχίσω να μιλάω;
ΤΙΜΩΝ
Λέγε, μα όχι πολλά, μήτε προοίμια, όπως οι αχρείοι ρήτορες. Αν πεις λίγα, θα σε ανεχτώ εξαιτίας τούτου εδώ του Ερμή.
ΠΛΟΥΤΟΣ
[38] Ίσως όμως θα έπρεπε να πω πολλά, αφού για ένα σωρό κι εσύ με κατηγόρησες. Όμως πρόσεξε, αν σε έχω σε κάτι, όπως λες, αδικήσει, εγώ που για σένα στάθηκα η πηγή για όλες τις απολαύσεις, για την τιμή, την πρωτοκαθεδρία, τα στεφάνια και την άλλη καλοπέραση. Εξαιτίας μου ήσουν περίβλεπτος, φημισμένος, περιζήτητος. Αν πάλι έπαθες κακό από τους κόλακες, δεν είμαι εγώ η αιτία, εσύ μάλλον μου έκανες την αδικία αυτή, γιατί με πέταξες με περιφρόνηση τόση σε ανθρώπους καταραμένους, που επαινούσαν και γοήτευαν και με κάθε τρόπο ήθελαν το κακό μου. Και στο τέλος είπες ότι τάχα σε έχω προδώσει. Απεναντίας εγώ θα μπορούσα να σε κατηγορήσω, που με κάθε τρόπο διώχτηκα και πετάχτηκα κατακέφαλα έξω από το σπίτι σου. Γι᾽ αυτό λοιπόν αντί για τη μαλακή χλανίδα η αξιότιμη Πενία σου σού φόρεσε την προβιά τούτη. Μάρτυρας αυτός εδώ ο Ερμής, πώς ικέτευα το Δία, να μην έρθω πια σ᾽ εσένα, που τόσο άσχημα μου φέρθηκες τότε.
ΕΡΜΗΣ
[39] Αλλά τώρα βλέπεις, Πλούτε, τί λογής έχει γίνει πια; Γι᾽ αυτό άφοβα μείνε μαζί του. Εσύ σκάβε, χωρίς διακοπή. Κι εσύ, Πλούτε, φέρε το θησαυρό κάτω από το δικέλλι του. Θα υπακούσει, άμα του κράξεις.
ΤΙΜΩΝ
Πρέπει να πεισθώ, Ερμή, και να γίνω πάλι πλούσιος. Γιατί τί μπορεί να κάνει κανείς, όταν οι θεοί τον πιέζουν; Ωστόσο κοίτα σε τί μπελάδες με βάζεις τον κακότυχο. Ενώ έως τώρα ζούσα πάρα πολύ ευτυχισμένα, ξαφνικά θα πάρω στα χέρια μου τόσο χρυσάφι, χωρίς να έχω κάμει καμιά αδικία και θα φορτωθώ τόσες σκοτούρες.
ΕΡΜΗΣ
[40] Υπόμεινε, Τίμων, για χάρη μου, έστω και αν τούτο είναι δύσκολο και ανυπόφορο, για να σκάσουν από ζήλεια εκείνοι οι κόλακες. Κι εγώ περνώντας πάνω από την Αίτνα θα πετάξω στον ουρανό.
(Ο Ερμής φεύγει).
ΠΛΟΥΤΟΣ
Έφυγε, όπως φαίνεται. Το συμπεραίνω από το χτύπημα των φτερών. Εσύ περίμενε αυτού, θα φύγω και θα σου στείλω το θησαυρό. Καλύτερα σκάβε. Θησαυρέ, εσένα κράζω, υπάκουσε στον Τίμωνα τούτον εδώ και άφησε τον εαυτό σου να σε φέρει στο φως. Σκάβε, Τίμων, χτύπα βαθειά. Εγώ θα σας αφήσω και θα αποσυρθώ.