Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Τίμων ἢ Μισάνθρωπος (20-23)

ΕΡΜΗΣ
[20] Προΐωμεν, ὦ Πλοῦτε. τί τοῦτο; ὑποσκάζεις; ἐλελήθεις με, ὦ γεννάδα, οὐ τυφλὸς μόνον ἀλλὰ καὶ χωλὸς ὤν.
ΠΛΟΥΤΟΣ
Οὐκ ἀεὶ τοῦτο, ὦ Ἑρμῆ, ἀλλ᾽ ὁπόταν μὲν ἀπίω παρά τινα πεμφθεὶς ὑπὸ τοῦ Διός, οὐκ οἶδ᾽ ὅπως βραδύς εἰμι καὶ χωλὸς ἀμφοτέροις, ὡς μόγις τελεῖν ἐπὶ τὸ τέρμα, προγηράσαντος ἐνίοτε τοῦ περιμένοντος, ὁπόταν δὲ ἀπαλλάττεσθαι δέῃ, πτηνὸν ὄψει, πολὺ τῶν ὀνείρων ὠκύτερον· ἅμα γοῦν ἔπεσεν ἡ ὕσπληξ, κἀγὼ ἤδη ἀνακηρύττομαι νενικηκώς, ὑπερπηδήσας τὸ στάδιον οὐδὲ ἰδόντων ἐνίοτε τῶν θεατῶν.
ΕΡΜΗΣ
Οὐκ ἀληθῆ ταῦτα φῄς· ἐγώ γέ τοι πολλοὺς ἂν εἰπεῖν ἔχοιμί σοι χθὲς μὲν οὐδὲ ὀβολὸν ὥστε πρίασθαι βρόχον ἐσχηκότας, ἄφνω δὲ τήμερον πλουσίους καὶ πολυτελεῖς ἐπὶ λευκοῦ ζεύγους ἐξελαύνοντας, οἷς οὐδὲ κἂν ὄνος ὑπῆρξε πώποτε. καὶ ὅμως πορφυροῖ καὶ χρυσόχειρες περιέρχονται οὐδ᾽ αὐτοὶ πιστεύοντες οἶμαι ὅτι μὴ ὄναρ πλουτοῦσιν.
ΠΛΟΥΤΟΣ
[21] Ἑτεροῖον τοῦτ᾽ ἐστίν, ὦ Ἑρμῆ, καὶ οὐχὶ τοῖς ἐμαυτοῦ ποσὶ βαδίζω τότε, οὐδὲ ὁ Ζεὺς ἀλλ᾽ ὁ Πλούτων ἀποστέλλει με παρ᾽ αὐτοὺς ἅτε πλουτοδότης καὶ μεγαλόδωρος καὶ αὐτὸς ὤν· δηλοῖ γοῦν καὶ τῷ ὀνόματι. ἐπειδὰν τοίνυν μετοικισθῆναι δέῃ με παρ᾽ ἑτέρου πρὸς ἕτερον, ἐς δέλτον ἐμβαλόντες με καὶ κατασημηνάμενοι ἐπιμελῶς φορηδὸν ἀράμενοι μετακομίζουσιν· καὶ ὁ μὲν νεκρὸς ἐν σκοτεινῷ που τῆς οἰκίας πρόκειται ὑπὲρ τὰ γόνατα παλαιᾷ τῇ ὀθόνῃ σκεπόμενος, περιμάχητος ταῖς γαλαῖς, ἐμὲ δὲ οἱ ἐπελπίσαντες ἐν τῇ ἀγορᾷ περιμένουσι κεχηνότες ὥσπερ τὴν χελιδόνα προσπετομένην τετριγότες οἱ νεοττοί. [22] ἐπειδὰν δὲ τὸ σημεῖον ἀφαιρεθῇ καὶ τὸ λίνον ἐντμηθῇ καὶ ἡ δέλτος ἀνοιχθῇ καὶ ἀνακηρυχθῇ μου ὁ καινὸς δεσπότης ἤτοι συγγενής τις ἢ κόλαξ ἢ καταπύγων οἰκέτης ἐκ παιδικῶν τίμιος, ὑπεξυρημένος ἔτι τὴν γνάθον, ἀντὶ ποικίλων καὶ παντοδαπῶν ἡδονῶν ἃς ἤδη ἔξωρος ὢν ὑπηρέτησεν αὐτῷ μέγα τὸ μίσθωμα ὁ γενναῖος ἀπολαβών, ἐκεῖνος μέν, ὅστις ἂν ᾖ ποτε, ἁρπασάμενός με αὐτῇ δέλτῳ θέει φέρων ἀντὶ τοῦ τέως Πυρρίου ἢ Δρόμωνος ἢ Τιβείου Μεγακλῆς ἢ Μεγάβυζος ἢ Πρώταρχος μετονομασθείς, τοὺς μάτην κεχηνότας ἐκείνους ἐς ἀλλήλους ἀποβλέποντας καταλιπὼν ἀληθὲς ἄγοντας τὸ πένθος, οἷος αὐτοὺς ὁ θύννος ἐκ μυχοῦ τῆς σαγήνης διέφυγεν οὐκ ὀλίγον τὸ δέλεαρ καταπιών. [23] ὁ δὲ ἐμπεσὼν ἀθρόως εἰς ἐμὲ ἀπειρόκαλος καὶ παχύδερμος ἄνθρωπος, ἔτι τὴν πέδην πεφρικὼς καὶ εἰ παριὼν ἄλλως μαστίξειέ τις ὄρθιον ἐφιστὰς τὸ οὖς καὶ τὸν μυλῶνα ὥσπερ τὸ Ἀνάκτορον προσκυνῶν, οὐκέτι φορητός ἐστι τοῖς ἐντυγχάνουσιν, ἀλλὰ τούς τε ἐλευθέρους ὑβρίζει καὶ τοὺς ὁμοδούλους μαστιγοῖ ἀποπειρώμενος εἰ καὶ αὐτῷ τὰ τοιαῦτα ἔξεστιν, ἄχρι ἂν ἢ ἐς πορνίδιόν τι ἐμπεσὼν ἢ ἱπποτροφίας ἐπιθυμήσας ἢ κόλαξι παραδοὺς ἑαυτὸν ὀμνύουσιν, ἦ μὴν εὐμορφότερον μὲν Νιρέως εἶναι αὐτόν, εὐγενέστερον δὲ τοῦ Κέκροπος ἢ Κόδρου, συνετώτερον δὲ τοῦ Ὀδυσσέως, πλουσιώτερον δὲ συνάμα Κροίσων ἑκκαίδεκα, ἐν ἀκαρεῖ τοῦ χρόνου ἄθλιος ἐκχέῃ τὰ κατ᾽ ὀλίγον ἐκ πολλῶν ἐπιορκιῶν καὶ ἁρπαγῶν καὶ πανουργιῶν συνειλεγμένα.

(Ο Ερμής και ο Πλούτος ξεκινούν για τη γη).
ΕΡΜΗΣ
[20] Να πηγαίνουμε, Πλούτε. Τί είναι αυτό; Κουτσαίνεις; Δεν είχα προσέξει, ευγενικέ μου άνθρωπε, πως δεν ήσουν μόνο τυφλός, μα και κουτσός.
ΠΛΟΥΤΟΣ
Δε μου συμβαίνει πάντα αυτό, Ερμή, αλλά όταν σταλμένος από το Δία φεύγω να πάω σε κάποιον, δεν ξέρω πώς, είμαι αργοκίνητος και κουτσός και από τα δύο πόδια. Έτσι, όταν τα καταφέρνω να φτάσω στο τέρμα, βρίσκω συχνά γερασμένο πια εκείνον που με περιμένει. Όποτε όμως πρέπει να φύγω από κάποιον, θα με δεις πουλί, πιο γρήγορο και από τα όνειρα. Δεν προλαβαίνει να πέσει το νήμα κι εγώ αμέσως ανακηρύσσομαι νικητής. Έχω κιόλας διατρέξει το στάδιο, χωρίς να με δουν καμιά φορά και οι θεατές ακόμα.
ΕΡΜΗΣ
Δεν είναι αλήθεια αυτά που λες. Εγώ χωρίς αμφιβολία θα μπορούσα να σου αναφέρω πολλούς που ώς χθες δεν είχαν πεντάρα να αγοράσουν σχοινί να κρεμαστούν και ξαφνικά σήμερα πλούσιοι και με πολυτέλειες κάνουν τις βόλτες τους πάνω σε αμάξι με λευκά άλογα, άνθρωποι που δεν είχαν ούτε γάιδαρο ποτέ τους. Και όμως τριγυρνούν ντυμένοι πορφυρά και με χρυσά δαχτυλίδια στα χέρια. Και ούτε οι ίδιοι, θαρρώ, το πιστεύουν πως δεν είναι ένα όνειρο τα πλούτη τους.
ΠΛΟΥΤΟΣ
[21] Αυτό, Ερμή, είναι άλλο. Σε τούτη την περίπτωση δε βαδίζω με τα δικά μου πόδια, ούτε ο Δίας, μα ο Πλούτων με στέλνει κοντά τους, γιατί και αυτός είναι πλουτοδότης και γενναιόδωρος. Το δείχνει άλλωστε και με το όνομά του. Όταν λοιπόν πρέπει να πάω από τον έναν άνθρωπο στον άλλο, αφού με βάλουν σε διαθήκη και τη σφραγίσουν προσεχτικά, με σηκώνουν ύστερα και με μεταφέρουν. Και ο νεκρός κείτεται κάπου στα σκοτεινά του σπιτιού, σκεπασμένος ώς τα γόνατα με το παλιό το σεντόνι, λαχταριστός στις γάτες, ενώ εμένα με καρτερούν στην αγορά με ανοιχτό το στόμα όσοι στήριξαν επάνω μου ελπίδες, έτσι όπως περιμένουν τη χελιδόνα τσιρίζοντας οι νεοσσοί. [22] Και όταν η σφραγίδα αφαιρεθεί, κοπεί η ταινία και ανοιχτεί η διαθήκη, αναγγέλλεται τότε ο καινούριος μου αφέντης, κάποιος βέβαια συγγενής ή κόλακας ή υπηρέτης. Εκείνος, όποιος και αν είναι τέλος πάντων, με αρπάζει με τη διαθήκη και τρέχει και αλλάζει τ᾽ όνομά του σε Μεγακλή ή Μεγάβυζο ή Πρώταρχο αντί για Πυρρία ή Δρόμωνα ή Τίβειο. Κι εκείνους που άδικα χάσκοντας έβλεπαν ο ένας τον άλλον, τους αφήνει σε αληθινό πένθος, γιατί ένα τέτοιο ψάρι, ενώ κατάπιε όχι λίγο από το δόλωμα, τους ξέφυγε μέσ᾽ από τα δίχτυα.
[23] Και αυτός αμέσως ορμάει επάνω μου, άνθρωπος ακαλαίσθητος και νωθρός, που ακόμη τρέμει τα δεσμά και τεντώνει το αυτί του, όταν κάποιος περαστικός χτυπήσει το μαστίγιό του αδιάφορα, και προσκυνά το μύλο ως Ανάκτορο. Καταντάει πια ανυπόφορος για τους γύρω του: τους ελεύθερους τους προσβάλλει και τους ομόδουλους τους μαστιγώνει, για να διαπιστώνει αν έχει και αυτός ένα τέτοιο δικαίωμα, έως ότου πέσει πάνω σε καμιά παλιογυναίκα ή επιθυμήσει να θρέψει ίππους ή δώσει εμπιστοσύνη σε κόλακες οι όποιοι ορκίζονται ότι είναι στ᾽ αλήθεια πιο όμορφος από το Νιρέα, από καλύτερη γενιά και από τον Κέκροπα ή τον Κόδρο, πιο συνετός από τον Οδυσσέα, πιο πλούσιος και από δεκάξι μαζί Κροίσους, και σκορπίσει μέσα σε μια στιγμή, ο άθλιος, όσα έχουν συγκεντρωθεί σιγά σιγά με πολλές επιορκίες, αρπαγές και πανουργίες.