Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Τίμων ἢ Μισάνθρωπος (26-28)

ΕΡΜΗΣ
[26] Ἔτι δή μοι καὶ τοῦτο ἀπόκριναι, πῶς τυφλὸς ὤν —εἰρήσεται γάρ— καὶ προσέτι ὠχρὸς καὶ βαρὺς ἐκ τοῖν σκελοῖν τοσούτους ἐραστὰς ἔχεις, ὥστε πάντας ἀποβλέπειν εἰς σέ, καὶ τυχόντας μὲν εὐδαιμονεῖν οἴεσθαι, εἰ δὲ ἀποτύχοιεν οὐκ ἀνέχεσθαι ζῶντας; οἶδα γοῦν τινας οὐκ ὀλίγους αὐτῶν οὕτως σου δυσέρωτας ὄντας ὥστε καὶ ἐς βαθυκήτεα πόντον φέροντες ἔρριψαν αὑτοὺς καὶ πετρῶν κατ᾽ ἠλιβάτων, ὑπερορᾶσθαι νομίζοντες ὑπὸ σοῦ ὅτιπερ οὐδὲ τὴν ἀρχὴν ἑώρας αὐτούς. πλὴν ἀλλὰ καὶ σὺ ἂν εὖ οἶδα ὅτι ὁμολογήσειας, εἴ τι συνίης σαυτοῦ, κορυβαντιᾶν αὐτοὺς ἐρωμένῳ τοιούτῳ ἐπιμεμηνότας.
ΠΛΟΥΤΟΣ
[27] Οἴει γὰρ τοιοῦτον οἷός εἰμι ὁρᾶσθαι αὐτοῖς, χωλὸν ἢ τυφλὸν ἢ ὅσα ἄλλα μοι πρόσεστιν;
ΕΡΜΗΣ
Ἀλλὰ πῶς, ὦ Πλοῦτε, εἰ μὴ τυφλοὶ καὶ αὐτοὶ πάντες εἰσίν;
ΠΛΟΥΤΟΣ
Οὐ τυφλοί, ὦ ἄριστε, ἀλλ᾽ ἡ ἄγνοια καὶ ἡ ἀπάτη, αἵπερ νῦν κατέχουσι τὰ πάντα, ἐπισκιάζουσιν αὐτούς· ἔτι δὲ καὶ αὐτός, ὡς μὴ παντάπασιν ἄμορφος εἴην, προσωπεῖόν τι ἐρασμιώτατον περιθέμενος, διάχρυσον καὶ λιθοκόλλητον, καὶ ποικίλα ἐνδὺς ἐντυγχάνω αὐτοῖς· οἱ δὲ αὐτοπρόσωπον οἰόμενοι ὁρᾶν τὸ κάλλος ἐρῶσι καὶ ἀπόλλυνται μὴ τυγχάνοντες. ὡς εἴ γέ τις αὐτοῖς ὅλον ἀπογυμνώσας ἐπέδειξέ με, δῆλον ὡς κατεγίνωσκον ἂν αὑτῶν ἀμβλυώττοντες τὰ τηλικαῦτα καὶ ἐρῶντες ἀνεράστων καὶ ἀμόρφων πραγμάτων.
ΕΡΜΗΣ
[28] Τί οὖν ὅτι καὶ ἐν αὐτῷ ἤδη τῷ πλουτεῖν γενόμενοι καὶ τὸ προσωπεῖον αὐτοὶ περιθέμενοι ἔτι ἐξαπατῶνται, καὶ ἤν τις ἀφαιρῆται αὐτούς, θᾶττον ἂν τὴν κεφαλὴν ἢ τὸ προσωπεῖον πρόοιντο; οὐ γὰρ δὴ καὶ τότε ἀγνοεῖν εἰκὸς αὐτοὺς ὡς ἐπίχριστος ἡ εὐμορφία ἐστίν, ἔνδοθεν τὰ πάντα ὁρῶντας.
ΠΛΟΥΤΟΣ
Οὐκ ὀλίγα, ὦ Ἑρμῆ, καὶ πρὸς τοῦτό μοι συναγωνίζεται.
ΕΡΜΗΣ
Τὰ ποῖα;
ΠΛΟΥΤΟΣ
Ἐπειδάν τις ἐντυχὼν τὸ πρῶτον ἀναπετάσας τὴν θύραν εἰσδέχηταί με, συμπαρεισέρχεται μετ᾽ ἐμοῦ λαθὼν ὁ τῦφος καὶ ἡ ἄνοια καὶ ἡ μεγαλαυχία καὶ μαλακία καὶ ὕβρις καὶ ἀπάτη καὶ ἄλλ᾽ ἄττα μυρία· ὑπὸ δὴ τούτων ἁπάντων καταληφθεὶς τὴν ψυχὴν θαυμάζει τε τὰ οὐ θαυμαστὰ καὶ ὀρέγεται τῶν φευκτῶν κἀμὲ τὸν πάντων ἐκείνων πατέρα τῶν εἰσεληλυθότων κακῶν τέθηπε δορυφορούμενον ὑπ᾽ αὐτῶν καὶ πάντα πρότερον πάθοι ἂν ἢ ἐμὲ προέσθαι ὑπομείνειεν ἄν.

ΕΡΜΗΣ
[26] Τώρα απάντησέ μου και σε τούτο. Πώς γίνεται να σε αγαπούν τόσοι, ενώ είσαι τυφλός —θα το πω— και ωχρός και βαρύς στα πόδια; Ώστε όλοι εσένα να ποθούν και, όταν σε αποκτήσουν, να λογαριάζουν τον εαυτό τους ευτυχισμένο, αν όμως αποτύχουν, να μη θέλουν τη ζωή τους; Ξέρω για παράδειγμα πολλούς από αυτούς τόσο ξετρελαμένους μαζί σου, που ρίχτηκαν στη βαθύκολπη θάλασσα και στους απόκρημνους βράχους, γιατί νόμιζαν πως τους περιφρονείς, αφού δεν τους πρόσεχες διόλου. Όμως γνωρίζω καλά ότι κι εσύ θα ομολογήσεις, αν έχεις κάποια συνείδηση της καταστάσεώς σου, πως είναι ανισόρροποι να τρελαίνονται για έναν τέτοιο αγαπημένο.
ΠΛΟΥΤΟΣ
[27] Νομίζεις ότι με βλέπουν όπως είμαι, χωλό ή τυφλό ή με όσα άλλα ελαττώματα έχω;
ΕΡΜΗΣ
Μα πώς, Πλούτε; Εκτός αν όλοι αυτοί είναι τυφλοί.
ΠΛΟΥΤΟΣ
Δεν είναι τυφλοί, καλέ μου, μα η άγνοια και η απάτη, που βασιλεύουν τώρα παντού, δεν τους αφήνουν να δουν. Ύστερα κι εγώ ο ίδιος, για να μην είμαι ολότελα άσχημος, τους πλησιάζω με μια μάσκα πολύ αξιαγάπητη, χρυσοΰφαντη και αδαμαντοστόλιστη, και ντυμένος φανταχτερά ρούχα. Εκείνοι θαρρούν πως βλέπουν την ίδια την ομορφιά, ερωτεύονται και, εάν δε με κερδίσουν, καταστρέφονται. Ώστε, εάν κάποιος με ξεγύμνωνε και με παρουσίαζε μπροστά τους, σίγουρα θα κατηγορούσαν τους εαυτούς τους πως είναι κοντόφθαλμοι και πως ερωτεύονται πράγματα ανέραστα και άσχημα.
ΕΡΜΗΣ
[28] Όμως γιατί, και όταν πια πλουτίσουν και φορέσουν και οι ίδιοι τη μάσκα, εξακολουθούν να ξεγελιούνται και, αν κανένας τούς αφαιρέσει τη μάσκα, θα προτιμούσαν να χάσουν το κεφάλι τους παρά αυτήν; Δεν είναι βέβαια λογικό να αγνοούν και τότε ότι η ομορφιά είναι ψεύτικη, αφού τώρα τα πάντα τα βλέπουν από μέσα.
ΠΛΟΥΤΟΣ
Και σ᾽ αυτό, Ερμή, πολλά με βοηθούν.
ΕΡΜΗΣ
Ποιά;
ΠΛΟΥΤΟΣ
Όταν κάποιος με πρωτοσυναντήσει και μου ανοίξει τις πόρτες του διάπλατες και με δεχτεί στο σπίτι του, γλιστρά μαζί μου η ξιπασιά, η ανοησία, η καυχησιά, η βλακεία, η αυθάδεια, η απάτη και χίλια δυο. Λοιπόν με την ψυχή κυριευμένη απ᾽ αυτά, θαυμάζει όσα δεν είναι για θαυμασμό και επιθυμεί όσα πρέπει να αποφεύγει, κι εμένα, τον πατέρα όλων αυτών των συμφορών που έχουν τρυπώσει μέσα, με έχει σε μεγάλη υπόληψη, γιατί με περικυκλώνουν αυτά όλα. Και θα προτιμούσε να πάθει το καθετί, παρά να με χάσει.