Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (1.200.1-1.203.2)

[1.200.1] Νόμοι μὲν δὴ τοῖσι Βαβυλωνίοισι οὗτοι κατεστᾶσι, εἰσὶ δὲ αὐτῶν πατριαὶ τρεῖς αἳ οὐδὲν ἄλλο σιτέονται εἰ μὴ ἰχθῦς μοῦνον, τοὺς ἐπείτε ἂν θηρεύσαντες αὐήνωσι πρὸς ἥλιον, ποιεῦσι τάδε· ἐσβάλλουσι ἐς ὅλμον καὶ λεήναντες ὑπέροισι σῶσι διὰ σινδόνος· καὶ ὃς μὲν ἂν βούληται αὐτῶν ἅτε μᾶζαν μαξάμενος ἔδει, ὁ δὲ ἄρτου τρόπον ὀπτήσας.
[1.201.1] Ὡς δὲ τῷ Κύρῳ καὶ τοῦτο τὸ ἔθνος κατέργαστο, ἐπεθύμησε Μασσαγέτας ὑπ᾽ ἑωυτῷ ποιήσασθαι. τὸ δὲ ἔθνος τοῦτο καὶ μέγα λέγεται εἶναι καὶ ἄλκιμον, οἰκημένον δὲ πρὸς ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολάς, πέρην τοῦ Ἀράξεω ποταμοῦ, ἀντίον δὲ Ἰσσηδόνων ἀνδρῶν. εἰσὶ δὲ οἵτινες καὶ Σκυθικὸν λέγουσι τοῦτο τὸ ἔθνος εἶναι. [1.202.1] ὁ δὲ Ἀράξης λέγεται καὶ μέζων καὶ ἐλάσσων εἶναι τοῦ Ἴστρου. νήσους δὲ ἐν αὐτῷ Λέσβῳ μεγάθεα παραπλησίας συχνάς φασι εἶναι, ἐν δὲ αὐτῇσι ἀνθρώπους οἳ σιτέονται μὲν ῥίζας τὸ θέρος ὀρύσσοντες παντοίας, καρποὺς δὲ ἀπὸ δενδρέων ἐξευρημένους σφι ἐς φορβὴν κατατίθεσθαι ὡραίους καὶ τούτους σιτέεσθαι τὴν χειμερινήν· [1.202.2] ἄλλα δέ σφι ἐξευρῆσθαι δένδρεα καρποὺς τοιούσδε τινὰς φέροντα, τοὺς ἐπείτε ἂν ἐς τὠυτὸ συνέλθωσι κατὰ ἴλας καὶ πῦρ ἀνακαύσωνται κύκλῳ περιιζομένους ἐπιβάλλειν ἐπὶ τὸ πῦρ, ὀσφραινομένους δὲ καταγιζομένου τοῦ καρποῦ τοῦ ἐπιβαλλομένου μεθύσκεσθαι τῇ ὀδμῇ κατά περ Ἕλληνας τῷ οἴνῳ, πλεῦνος δὲ ἐπιβαλλομένου τοῦ καρποῦ μᾶλλον μεθύσκεσθαι, ἐς ὃ ἐς ὄρχησίν τε ἀνίστασθαι καὶ ἐς ἀοιδὴν ἀπικνέεσθαι. τούτων μὲν αὕτη λέγεται δίαιτα εἶναι. [1.202.3] ὁ δὲ Ἀράξης ποταμὸς ῥέει μὲν ἐκ Ματιηνῶν, ὅθεν περ ὁ Γύνδης, τὸν ἐς τὰς διώρυχας τὰς ἑξήκοντά τε καὶ τριηκοσίας διέλαβε ὁ Κῦρος, στόμασι δὲ ἐξερεύγεται τεσσεράκοντα, τῶν τὰ πάντα πλὴν ἑνὸς ἐς ἕλεά τε καὶ τενάγεα ἐκδιδοῖ, ἐν τοῖσι ἀνθρώπους κατοικῆσθαι λέγουσι ἰχθῦς ὠμοὺς σιτεομένους, ἐσθῆτι δὲ νομίζοντας χρᾶσθαι φωκέων δέρμασι. [1.202.4] τὸ δὲ ἓν τῶν στομάτων τοῦ Ἀράξεω ῥέει διὰ καθαροῦ ἐς τὴν Κασπίην θάλασσαν. ἡ δὲ Κασπίη θάλασσά ἐστι ἐπ᾽ ἑωυτῆς, οὐ συμμίσγουσα τῇ ἑτέρῃ θαλάσσῃ. τὴν μὲν γὰρ Ἕλληνες ναυτίλλονται πᾶσα καὶ ἡ ἔξω ‹Ἡρακλέων› στηλέων θάλασσα ἡ Ἀτλαντὶς καλεομένη καὶ ἡ Ἐρυθρὴ μία ἐοῦσα τυγχάνει. [1.203.1] ἡ δὲ Κασπίη ἐστὶ ἑτέρη ἐπ᾽ ἑωυτῆς, ἐοῦσα μῆκος μὲν πλόου εἰρεσίῃ χρεωμένῳ πεντεκαίδεκα ἡμερέων, εὖρος δέ, τῇ εὐρυτάτη ἐστὶ αὐτὴ ἑωυτῆς, ὀκτὼ ἡμερέων. καὶ τὰ μὲν πρὸς τὴν ἑσπέρην φέροντα τῆς θαλάσσης ταύτης ὁ Καύκασος παρατείνει, ἐὸν ὀρέων καὶ πλήθεϊ μέγιστον καὶ μεγάθεϊ ὑψηλότατον. ἔθνεα δὲ ἀνθρώπων πολλὰ καὶ παντοῖα ἐν ἑωυτῷ ἔχει ὁ Καύκασος, τὰ πολλὰ πάντα ἀπ᾽ ὕλης ἀγρίης ζώοντα. [1.203.2] ἐν τοῖσι καὶ δένδρεα φύλλα τοιῆσδε ἰδέης παρεχόμενα εἶναι λέγεται, τὰ τρίβοντάς τε καὶ παραμίσγοντας ὕδωρ ζῷα ἑωυτοῖσι ἐς τὴν ἐσθῆτα ἐγγράφειν· τὰ δὲ ζῷα οὐκ ἐκπλύνεσθαι, ἀλλὰ συγκαταγηράσκειν τῷ ἄλλῳ εἰρίῳ κατά περ ἐνυφανθέντα ἀρχήν. μεῖξιν δὲ τούτων τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἐμφανέα κατά περ τοῖσι προβάτοισι.

[1.200.1] Τα έθιμα των Βαβυλωνίων είναι αυτά που είπαμε. Υπάρχουν ωστόσο και τρία σόγια, που τίποτε άλλο δεν τρώνε παρά μονάχα ψάρια, που αφού τα πιάσουν και τα ξεράνουνε στον ήλιο, ύστερα κάνουν το εξής: τα βάζουνε σ᾽ ένα γουδί, τα κοπανίζουν με το γουδοχέρι, κι ύστερα τα περνούν από ένα τουλπάνι. Όποιου του αρέσει, αποκεί και πέρα τα ζυμώνει και τα τρώει έτσι σαν πίτες, ή πρώτα τα ψήνει όπως το ψωμί.
[1.201.1] Όταν ο Κύρος έκανε υποχείριό του και το λαό αυτόν, τον κυρίεψε η επιθυμία να υποτάξει τους Μασσαγέτες. Ο λαός αυτός, καταπώς λένε, είναι μεγάλος και γενναίος, και κατοικεί κατά τα μέρη που φέγγει κι από όπου ανατέλλει ο ήλιος, πέρα από τον ποταμό Αράξη, απέναντι στους Ισσηδόνες.
[1.202.1] Αυτός ο Αράξης άλλοι λένε πως είναι μεγαλύτερος κι άλλοι μικρότερος από τον Ίστρο. Και διηγούνται ακόμη πως μέσα σ᾽ αυτόν υπάρχουν πολλά νησιά, μεγάλα όσο περίπου η Λέσβος, και πως εκεί μένουν άνθρωποι που τρέφονται το καλοκαίρι με ρίζες κάθε λογής, που τις βγάζουν από τη γη, ενώ τους καρπούς των δένδρων που βρίσκουν την εποχή που είναι ώριμοι, τους αποθηκεύουν για τη διατροφή τους, και μ᾽ αυτούς τρέφονται το χειμώνα. [1.202.2] Λένε ακόμη πως οι άνθρωποι αυτοί έχουνε βρει κι άλλου είδους δένδρα, που βγάζουνε καρπούς με τέτοιες κάπως ιδιότητες: Αφού συγκεντρωθούν ομάδες ομάδες στο ίδιο μέρος και ανάψουνε φωτιές, κάθονται ένα γύρω και ρίχνουν στη φωτιά από τους καρπούς αυτούς· μυρίζοντας ύστερα τους καρπούς που έριξαν και που καίγονται, μεθούνε με τη μυρωδιά τους, όπως οι Έλληνες με το κρασί· και όσο περισσότερους καρπούς βάζουνε επάνω στη φωτιά, τόσο και πιο πολύ μεθούνε, ώσπου σηκώνονται και το ρίχνουν στο χορό και στο τραγούδι. Τέτοια λένε πως είναι η ζωή των ανθρώπων αυτών. [1.202.3] Όσο για τον ποταμό Αράξη έρχεται από τη χώρα των Ματιανών, όπως και ο Γύνδης (αυτόν που τον χώρισε ο Κύρος στα τριακόσια εξήντα κανάλια που είπαμε), και χύνεται σε σαράντα στόματα που όλα, έξω από ένα, καταλήγουν σε βάλτους και σε έλη· και εκεί, όπως λένε, κατοικούνε άνθρωποι που τρέφονται με ψάρια ωμά και έχουν συνήθειο να ντύνονται με δέρματα από φώκιες. [1.202.4] Το ένα όμως από τα παρακλάδια αυτά του Αράξη τρέχει ανεμπόδιστα και καθαρά ώς την Κασπία θάλασσα. Η Κασπία θάλασσα είναι απομονωμένη, δίχως να επικοινωνεί με την άλλη θάλασσα. Γιατί όλη αυτή η θάλασσα που με τα πλοία τους διασχίζουν οι Έλληνες, ακόμη και εκείνη που βρίσκεται έξω από τις Στήλες του Ηρακλή και λέγεται Ατλαντίς, και η Ερυθρά επίσης συναποτελούν μιαν ενιαία θάλασσα.
[1.203.1] Η Κασπία όμως είναι μια θάλασσα χωριστή κι απομονωμένη· το μήκος της, για να το διασχίσει κάποιος πλέοντας με καράβι που έχει και κουπιά, χρειάζεται δεκαπέντε μέρες, ενώ το πλάτος της, εκεί που είναι πιο πλατιά, οχτώ μέρες. Στη δυτική πλευρά αυτής της θάλασσας εκτείνεται ο Καύκασος, ένα βουνό που και σε μήκος είναι το πιο μεγάλο, και σε όγκο το πιο υψηλό. Κατοικούν πάνω στον Καύκασο πολλοί και κάθε λογής λαοί, που όλοι σχεδόν τρέφονται μ᾽ άγριους καρπούς. [1.203.2] Στα μέρη τους, λένε, υπάρχουν δένδρα που έχουν φύλλα τέτοιας λογής, ώστε τριμμένα και ανακατωμένα με νερό τα χρησιμοποιούν για να ζωγραφίζουν πάνω στα ρούχα τους διάφορες παραστάσεις· κι αυτές οι ζωγραφιές δε βγαίνουν με το πλύσιμο, παρά παλιώνουν μαζί με το ρούχο, σαν να ήταν υφασμένες μαζί του από την αρχή. Αυτοί οι άνθρωποι, καταπώς λένε, σμίγουνε μεταξύ τους στα φανερά, όπως τα ζώα.