Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (1.125.1-1.130.3)

[1.125.1] Ἀκούσας ταῦτα ὁ Κῦρος ἐφρόντιζε ὅτεῳ τρόπῳ σοφωτάτῳ Πέρσας ἀναπείσει ἀπίστασθαι, φροντίζων δὲ εὕρισκέ τε ταῦτα καιριώτατα εἶναι ‹καὶ› ἐποίεε δὴ ταῦτα. [1.125.2] γράψας ἐς βυβλίον τὰ ἐβούλετο, ἁλίην τῶν Περσέων ἐποιήσατο, μετὰ δὲ ἀναπτύξας τὸ βυβλίον καὶ ἐπιλεγόμενος ἔφη Ἀστυάγεά μιν στρατηγὸν Περσέων ἀποδεικνύναι. Νῦν τε, ἔφη λέγων, ὦ Πέρσαι, προαγορεύω ὑμῖν παρεῖναι ἕκαστον ἔχοντα δρέπανον. Κῦρος μὲν ταῦτα προηγόρευσε. [1.125.3] ἔστι δὲ Περσέων συχνὰ γένεα, καὶ τὰ μὲν αὐτῶν ὁ Κῦρος συνάλισε καὶ ἀνέπεισε ἀπίστασθαι ἀπὸ Μήδων· ἔστι δὲ τάδε, ἐξ ὧν ὧλλοι πάντες ἀρτέαται Πέρσαι· Πασαργάδαι, Μαράφιοι, Μάσπιοι· τούτων Πασαργάδαι εἰσὶ ἄριστοι, ἐν τοῖσι καὶ Ἀχαιμενίδαι εἰσὶ φρήτρη, ἔνθεν οἱ βασιλέες οἱ Περσεῖδαι γεγόνασι· [1.125.4] ἄλλοι δὲ Πέρσαι εἰσὶ οἵδε· Πανθιαλαῖοι, Δηρουσιαῖοι, Γερμάνιοι· οὗτοι μὲν πάντες ἀροτῆρές εἰσι, οἱ δὲ ἄλλοι νομάδες, Δάοι, Μάρδοι, Δροπικοί, Σαγάρτιοι. [1.126.1] ὡς δὲ παρῆσαν ἅπαντες ἔχοντες τὸ προειρημένον, ἐνθαῦτα ὁ Κῦρος, (ἦν γάρ τις χῶρος τῆς Περσικῆς ἀκανθώδης ὅσον τε ἐπὶ ὀκτωκαίδεκα σταδίους ἢ εἴκοσι πάντῃ) τοῦτόν σφι τὸν χῶρον προεῖπε ἐξημερῶσαι ἐν ἡμέρῃ. [1.126.2] ἐπιτελεσάντων δὲ τῶν Περσέων τὸν προκείμενον ἄεθλον, δεύτερά σφι προεῖπε ἐς τὴν ὑστεραίην παρεῖναι λελουμένους. ἐν δὲ τούτῳ τά τε αἰπόλια καὶ τὰς ποίμνας καὶ τὰ βουκόλια ὁ Κῦρος πάντα τοῦ πατρὸς συναλίσας ἐς τὠυτὸ ἔθυε καὶ παρεσκεύαζε ὡς δεξόμενος τὸν Περσέων στρατόν, πρὸς δὲ οἴνῳ τε καὶ σιτίοισι ὡς ἐπιτηδεοτάτοισι. [1.126.3] ἀπικομένους δὲ τῇ ὑστεραίῃ τοὺς Πέρσας κατακλίνας ἐς λειμῶνα εὐώχεε. ἐπείτε δὲ ἀπὸ δείπνου ἦσαν, εἴρετό σφεας ὁ Κῦρος κότερα τὰ τῇ προτεραίῃ εἶχον ἢ τὰ παρεόντα σφι εἴη αἱρετώτερα. [1.126.4] οἱ δὲ ἔφασαν πολλὸν εἶναι αὐτῶν τὸ μέσον· τὴν μὲν γὰρ προτέρην ἡμέρην πάντα σφι κακὰ ἔχειν, τὴν δὲ τότε παρεοῦσαν πάντα ἀγαθά. παραλαβὼν δὲ τοῦτο τὸ ἔπος ὁ Κῦρος παρεγύμνου τὸν πάντα λόγον, λέγων· [1.126.5] Ἄνδρες Πέρσαι, οὕτως ὑμῖν ἔχει· βουλομένοισι μὲν ἐμέο πείθεσθαι ἔστι τάδε τε καὶ ἄλλα μυρία ἀγαθά, οὐδένα πόνον δουλοπρεπέα ἔχουσι· μὴ βουλομένοισι δὲ ἐμέο πείθεσθαι εἰσὶ ὑμῖν πόνοι τῷ χθιζῷ παραπλήσιοι ἀναρίθμητοι. [1.126.6] νῦν ὦν ἐμέο πειθόμενοι γίνεσθε ἐλεύθεροι. αὐτός τε γὰρ δοκέω θείῃ τύχῃ γεγονὼς τάδε ἐς χεῖρας ἄγεσθαι καὶ ὑμέας ἥγημαι ἄνδρας Μήδων εἶναι οὐ φλαυροτέρους οὔτε τἆλλα οὔτε τὰ πολέμια. ὡς ὦν ἐχόντων ὧδε ἀπίστασθε ἀπ᾽ Ἀστυάγεος τὴν ταχίστην.
[1.127.1] Πέρσαι μέν νυν προστάτεω ἐπιλαβόμενοι ἅσμενοι ἐλευθεροῦντο, καὶ πάλαι δεινὸν ποιεύμενοι ὑπὸ Μήδων ἄρχεσθαι. Ἀστυάγης δὲ ὡς ἐπύθετο Κῦρον ταῦτα πρήσσοντα, πέμψας ἄγγελον ἐκάλεε αὐτόν. [1.127.2] ὁ δὲ Κῦρος ἐκέλευε τὸν ἄγγελον ἀπαγγέλλειν ὅτι πρότερον ἥξει παρ᾽ ἐκεῖνον ἢ Ἀστυάγης αὐτὸς βουλήσεται. ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἀστυάγης Μήδους τε ὥπλισε πάντας καὶ στρατηγὸν αὐτῶν ὥστε θεοβλαβὴς ἐὼν Ἅρπαγον ἀπέδεξε, λήθην ποιεύμενος τά μιν ἐόργεε. [1.127.3] ὡς δὲ οἱ Μῆδοι στρατευσάμενοι τοῖσι Πέρσῃσι συνέμισγον, οἱ μέν τινες αὐτῶν ἐμάχοντο, ὅσοι μὴ τοῦ λόγου μετέσχον, οἱ δὲ αὐτομόλεον πρὸς τοὺς Πέρσας, οἱ δὲ πλεῖστοι ἐθελοκάκεόν τε καὶ ἔφευγον. [1.128.1] διαλυθέντος δὲ τοῦ Μηδικοῦ στρατεύματος αἰσχρῶς, ὡς ἐπύθετο τάχιστα ὁ Ἀστυάγης, ἔφη ἀπειλέων τῷ Κύρῳ· Ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς Κῦρός γε χαιρήσει. [1.128.2] τοσαῦτα εἴπας πρῶτον μὲν τῶν μάγων τοὺς ὀνειροπόλους, οἵ μιν ἀνέγνωσαν μετεῖναι τὸν Κῦρον, τούτους ἀνεσκολόπισε, μετὰ δὲ ὥπλισε τοὺς ὑπολειφθέντας ἐν τῷ ἄστεϊ τῶν Μήδων, νέους τε καὶ πρεσβύτας ἄνδρας. [1.128.3] ἐξαγαγὼν δὲ τούτους καὶ συμβαλὼν τοῖσι Πέρσῃσι ἑσσώθη, καὶ αὐτός τε Ἀστυάγης ἐζωγρήθη καὶ τοὺς ἐξήγαγε τῶν Μήδων ἀπέβαλε. [1.129.1] ἐόντι δὲ αἰχμαλώτῳ τῷ Ἀστυάγεϊ προσστὰς ὁ Ἅρπαγος κατέχαιρέ τε καὶ κατεκερτόμεε, καὶ ἄλλα λέγων ἐς αὐτὸν θυμαλγέα ἔπεα καὶ δὴ καὶ εἴρετό μιν πρὸς τὸ ἑωυτοῦ δεῖπνον, τό μιν ἐκεῖνος σαρξὶ τοῦ παιδὸς ἐθοίνησε, ὅ τι εἴη ἡ ἐκείνου δουλοσύνη ἀντὶ τῆς βασιληίης. [1.129.2] ὁ δέ μιν προσιδὼν ἀντείρετο εἰ ἑωυτοῦ ποιέεται τὸ Κύρου ἔργον. Ἅρπαγος δὲ ἔφη, αὐτὸς γὰρ γράψαι, τὸ πρῆγμα ἑωυτοῦ δὴ δικαίως εἶναι. [1.129.3] Ἀστυάγης δέ μιν ἀπέφαινε τῷ λόγῳ σκαιότατόν τε καὶ ἀδικώτατον ἐόντα πάντων ἀνθρώπων, σκαιότατον μέν γε, εἰ παρεὸν αὐτῷ βασιλέα γενέσθαι, εἰ δὴ δι᾽ ἑωυτοῦ γε ἐπρήχθη τὰ παρεόντα, ἄλλῳ περιέθηκε τὸ κράτος, ἀδικώτατον δέ, ὅτι τοῦ δείπνου εἵνεκεν Μήδους κατεδούλωσε· [1.129.4] εἰ γὰρ δὴ δεῖν πάντως περιθεῖναι ἄλλῳ τέῳ τὴν βασιληίην καὶ μὴ αὐτὸν ἔχειν, δικαιότερον εἶναι Μήδων τέῳ περιβαλεῖν τοῦτο τὸ ἀγαθὸν ἢ Περσέων· νῦν δὲ Μήδους μὲν ἀναιτίους τούτου ἐόντας δούλους ἀντὶ δεσποτέων γεγονέναι, Πέρσας δὲ δούλους ἐόντας τὸ πρὶν Μήδων νῦν γεγονέναι δεσπότας. [1.130.1] Ἀστυάγης μέν νυν βασιλεύσας ἐπ᾽ ἔτεα πέντε καὶ τριήκοντα οὕτω τῆς βασιληίης κατεπαύσθη, Μῆδοι δὲ ὑπέκυψαν Πέρσῃσι διὰ τὴν τούτου πικρότητα, ἄρξαντες τῆς ἄνω Ἅλυος ποταμοῦ Ἀσίης ἐπ᾽ ἔτεα τριήκοντα καὶ ἑκατὸν δυῶν δέοντα, πάρεξ ἢ ὅσον οἱ Σκύθαι ἦρχον. [1.130.2] ὑστέρῳ μέντοι χρόνῳ μετεμέλησέ τέ σφι ταῦτα ποιήσασι καὶ ἀπέστησαν ἀπὸ Δαρείου· ἀποστάντες δὲ ὀπίσω κατεστράφησαν μάχῃ νικηθέντες. τότε δὲ ἐπὶ Ἀστυάγεος οἱ Πέρσαι τε καὶ ὁ Κῦρος ἐπαναστάντες τοῖσι Μήδοισι ἦρχον τὸ ἀπὸ τούτου τῆς Ἀσίης. [1.130.3] Ἀστυάγεα δὲ Κῦρος κακὸν οὐδὲν ἄλλο ποιήσας εἶχε παρ᾽ ἑωυτῷ, ἐς ὃ ἐτελεύτησε. οὕτω δὴ Κῦρος γενόμενός τε καὶ τραφεὶς [καὶ] ἐβασίλευσε καὶ Κροῖσον ὕστερον τούτων ἄρξαντα ἀδικίης κατεστρέψατο, ὡς εἴρηταί μοι πρότερον. τοῦτον δὲ καταστρεψάμενος οὕτω πάσης τῆς Ἀσίης ἦρξε.

[1.125.1] Σαν τ᾽ άκουσε αυτά ο Κύρος, σκεφτόταν ποιός θα ήταν ο καταλληλότερος τρόπος για να πείσει τους Πέρσες να ξεσηκωθούν· ύστερα από σκέψη κατέληξε πως τα παρακάτω μέτρα εξυπηρετούν καλύτερα το σκοπό του και τα έβαλε αμέσως σε πράξη: [1.125.2] Έγραψε σ᾽ ένα γράμμα αυτά που ήθελε, κι ύστερα κάλεσε τους Πέρσες σε συνέλευση· εκεί ανοίγοντας το γράμμα τούς το διάβαζε και τους είπε πως ο Αστυάγης τον ορίζει στρατηγό των Περσών. «Τώρα», μίλησε κι είπε, «σας παραγγέλλω, Πέρσες, να παρουσιαστεί καθένας σας κρατώντας από ᾽να δρεπάνι». Αυτή ήταν η παραγγελία του Κύρου. [1.125.3] Οι Πέρσες είναι χωρισμένοι σε πολλές φυλές. Από αυτές ο Κύρος μάζεψε μερικές και τις έπεισε να αποστατήσουν από τους Μήδους. Είναι αυτές —από όπου εξαρτώνται κι όλοι οι άλλοι Πέρσες— οι εξής: Οι Πασαργάδες, οι Μαράφιοι, οι Μάσπιοι. Ανάμεσά τους οι καλύτεροι είναι οι Πασαργάδες· σ᾽ αυτούς ανήκει και το γένος των Αχαιμενιδών, από όπου βγαίνουν και οι βασιλιάδες των Περσών. [1.125.4] Άλλες φυλές των Περσών είναι οι ακόλουθες: οι Πανθιαλαίοι, οι Δηρουσιαίοι, οι Γερμάνιοι· όλοι αυτοί είναι γεωργοί, ενώ οι άλλοι βοσκοί: οι Δάοι δηλαδή, οι Μάρδοι, οι Δροπικοί, οι Σαγάρτιοι.
[1.126.1] Όταν παρουσιάστηκαν όλοι κρατώντας το δρεπάνι που είπαμε, τότε ο Κύρος (γιατί υπήρχε στην Περσία ένας τόπος γεμάτος αγκάθια, που το μήκος του και το πλάτος του έφταναν τα δεκαοχτώ στάδια ή το πολύ τα είκοσι) — αυτόν λοιπόν το χώρο τούς πρόσταξε ο Κύρος να τον ξεκαθαρίσουν μέσα σε μια μέρα. [1.126.2] Όταν οι Πέρσες έφεραν σε πέρας το έργο που τους έβαλε, έδωσε δεύτερη παραγγελία ο Κύρος: την άλλη μέρα να ξαναρθούν, αφού πρώτα λουστούν. Στο μεταξύ ο Κύρος μάζεψε στο ίδιο μέρος όλα τα κατσίκια, τα πρόβατα και τα βόδια του πατέρα του, τα έσφαξε και ετοιμαζόταν να υποδεχτεί τον περσικό στρατό με κρασί και άλλα φαγώσιμα, από τα καλύτερα. [1.126.3] Όταν την άλλη μέρα ήρθαν οι Πέρσες, τους είπε να στρωθούν στο λιβάδι, και το φαγοπότι άρχισε. Όταν σηκώθηκαν από το φαγητό, ο Κύρος τους ρώτησε τί προτιμούσαν περισσότερο: αυτό που είχαν χθες ή αυτό που είχαν σήμερα. [1.126.4] Κι αυτοί ομολόγησαν πως ανάμεσα στα δύο είναι η διαφορά μεγάλη, γιατί η χθεσινή μέρα ήταν γι᾽ αυτούς γεμάτη μόχθο, ενώ η σημερινή γεμάτη αγαθά. Πιάστηκε ο Κύρος από τα λόγια τους αυτά και τους ξεσκέπασε όλο του το σχέδιο, λέγοντας: [1.126.5] «Άνδρες Πέρσες, αυτή είναι πράγματι η κατάστασή σας· αν όμως θελήσετε να με ακούσετε, θα χαίρεστε κι αυτά κι άλλα πολλά αγαθά, δίχως να χρειάζεται να μοχθείτε όπως οι δούλοι· αν όμως δε θελήσετε να μ᾽ ακούσετε, σας περιμένουν μόχθοι σαν τον χθεσινό αναρίθμητοι. [1.126.6] Λοιπόν ακούστε με τώρα τί σας λέω, αποκτήσετε την ελευθερία σας. Γιατί και εγώ θαρρώ πως από θεία τύχη γεννήθηκα, για να πάρω την υπόθεση αυτή στα χέρια μου, και για σας πάλι έχω τη γνώμη πως δεν αξίζετε λιγότερο από τους Μήδους, ούτε στα άλλα ούτε και στον πόλεμο. Αφού λοιπόν τα πράγματα είναι έτσι, ξεσηκωθείτε εναντίον του Αστυάγη το γρηγορότερο».
[1.127.1] Οι Πέρσες, τώρα που βρήκαν προστάτη, μετά χαράς ζητούσαν την ελευθερία τους, γιατί κι από παλιά το έφερναν βαριά που ήσαν υποταγμένοι στους Μήδους. Ο Αστυάγης όμως, μόλις πληροφορήθηκε τις ενέργειες του Κύρου, έστειλε αγγελιοφόρο του και τον καλούσε να ᾽ρθει. [1.127.2] Αλλά εκείνος παράγγειλε στον αγγελιοφόρο να πάει και να του πει ότι θα φτάσει ο Κύρος γρηγορότερα απ᾽ ό,τι το επιθυμούσε ο Αστυάγης. Σαν τα άκουσε αυτά τα λόγια ο Αστυάγης, εξόπλισε όλους τους Μήδους και όρισε στρατηγό τους —σαν να του χτύπησε ο θεός τα φρένα— τον Άρπαγο, ξεχνώντας τί του είχε κάνει παλιότερα. [1.127.3] Κι όταν κινώντας οι Μήδοι έσμιξαν με τους Πέρσες, μερικοί από αυτούς πολεμούσαν, όσοι δεν ήταν μπασμένοι στο σχέδιο, άλλοι πήγαιναν με το μέρος των Περσών, κι οι πιο πολλοί παρατούσανε τον πόλεμο και το έβαζαν στα πόδια.
[1.128.1] Έτσι ο στρατός των Μήδων διαλύθηκε ατιμωτικά, και ευθύς ως το έμαθε ο Αστυάγης, είπε απειλώντας τον Κύρο: «Και μολαταύτα ο Κύρος δεν θα το χαρεί». [1.128.2] Τόσα είπε μόνον, και πρώτα πρώτα σούβλισε τους ονειροκρίτες μάγους, που τον έπεισαν να αφήσει ελεύθερο τον Κύρο· ύστερα εξόπλισε όσους Μήδους τού απόμειναν στην πόλη, νέους και γέρους. [1.128.3] Βγήκε μ᾽ αυτούς στον πόλεμο, και πάνω στη μάχη με τους Πέρσες νικήθηκε, πιάστηκε ο ίδιος ο Αστυάγης αιχμάλωτος κι έχασε και το στρατό που είχε μαζί του.
[1.129.1] Ήταν πια αιχμάλωτος ο Αστυάγης, όταν παρουσιάστηκε μπροστά του ο Άρπαγος, που του έδειχνε την χαιρεκακία του και τον χλεύαζε λέγοντάς του κι άλλα πολλά για να του πληγώσει την ψυχή, κι ακόμη τον ρωτούσε (αναφέροντας το δείπνο που του πρόσφερε εκείνος φιλεύοντάς τον με τις σάρκες του παιδιού του) πώς του φαινόταν που ήταν τώρα δούλος αντί για βασιλιάς. [1.129.2] Και εκείνος τον κοίταξε στα μάτια και τον ρώτησε αν είναι το κατόρθωμα του Κύρου έργο δικό του. Ο Άρπαγος ομολόγησε πως ναι, αυτός προσωπικά έγραψε το γράμμα· λοιπόν μπορεί να θεωρείται το έργο δικό του. [1.129.3] Τότε ο Αστυάγης τού έδειξε με επιχειρήματα ότι είναι ο πιο αδέξιος και ο πιο άδικος από όλους τους ανθρώπους: ο πιο αδέξιος, γιατί μολονότι είχε την ευκαιρία να γίνει ο ίδιος βασιλιάς, αν πράγματι με δική του πρωτοβουλία έγινε αυτό που έγινε, άφησε να πέσει η εξουσία σ᾽ άλλα χέρια· ο πιο άδικος, γιατί εξαιτίας του δείπνου, οδήγησε τους Μήδους στη σκλαβιά. [1.129.4] Γιατί, αν έπρεπε οπωσδήποτε να πάρει τη βασιλεία κάποιος άλλος και να μην την κρατήσει ο ίδιος ο Άρπαγος, θα ήταν δικαιότερο να προσφέρει αυτό το αγαθό σ᾽ έναν από τους Μήδους και όχι σ᾽ έναν Πέρση. Πως τώρα οι Μήδοι, δίχως να φταίνε γι᾽ αυτό, έγιναν δούλοι από κύριοι που ήσαν, ενώ οι Πέρσες, που ήσαν πριν δούλοι των Μήδων, έγιναν τώρα οι κύριοί τους.
[1.130.1] Έτσι ο Αστυάγης, που βασίλευσε τριάντα πέντε χρόνια, έχασε τη βασιλεία, και οι Μήδοι υπέκυψαν στους Πέρσες, εξαιτίας της σκληρότητάς του· κυβέρνησαν την Ασία πάνω από τον Άλη ποταμό εκατόν είκοσι οχτώ χρόνια, εκτός από εκείνα που ήσαν κύριοι οι Σκύθες. [1.130.2] Αργότερα μετάνιωσαν γι᾽ αυτό που έκαναν και ξεσηκώθηκαν εναντίον του Δαρείου· μ᾽ όλο όμως το ξεσήκωμά τους, και πάλι υποτάχτηκαν, αφού πρώτα νικήθηκαν σε μια μάχη. Στην εποχή ωστόσο αυτή, στα χρόνια δηλαδή του Αστυάγη, οι Πέρσες και ο Κύρος επαναστάτησαν εναντίον των Μήδων, και από τότε έγιναν κύριοι της Ασίας. [1.130.3] Όσο για τον Αστυάγη, ο Κύρος δεν τον πείραξε άλλο, μόνο τον είχε κοντά του, ωσότου πέθανε. Έτσι γεννήθηκε ο Κύρος κι ανατράφηκε κι έγινε βασιλιάς· και μετά, όπως το ανέφερα και πιο πάνω, υπέταξε τον Κροίσο, που άρχισε πρώτος το άδικο. Ύστερα από την καταστροφή του Κροίσου, ο Κύρος έγινε κύριος όλης της Ασίας.