Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (1.16.1-1.22.4)

[1.16.1] Ἄρδυος δὲ βασιλεύσαντος ἑνὸς δέοντα πεντήκοντα ἔτεα ἐξεδέξατο Σαδυάττης ὁ Ἄρδυος, καὶ ἐβασίλευσε ἔτεα δυώδεκα, Σαδυάττεω δὲ Ἀλυάττης. [1.16.2] οὗτος δὲ Κυαξάρῃ τε τῷ Δηιόκεω ἀπογόνῳ ἐπολέμησε καὶ Μήδοισι, Κιμμερίους τε ἐκ τῆς Ἀσίης ἐξήλασε, Σμύρνην τε τὴν ἀπὸ Κολοφῶνος κτισθεῖσαν εἷλε, ἐς Κλαζομενάς τε ἐσέβαλε. ἀπὸ μέν νυν τούτων οὐκ ὡς ἤθελε ἀπήλλαξε, ἀλλὰ προσπταίσας μεγάλως. ἄλλα δὲ ἔργα ἀπεδέξατο ἐὼν ἐν τῇ ἀρχῇ ἀξιαπηγητότατα τάδε. [1.17.1] ἐπολέμησε Μιλησίοισι, παραδεξάμενος τὸν πόλεμον παρὰ τοῦ πατρός. ἐπελαύνων γὰρ ἐπολιόρκεε τὴν Μίλητον τρόπῳ τοιῷδε. ὅκως μὲν εἴη ἐν τῇ γῇ καρπὸς ἁδρός, τηνικαῦτα ἐσέβαλλε τὴν στρατιήν· ἐστρατεύετο δὲ ὑπὸ συρίγγων τε καὶ πηκτίδων καὶ αὐλοῦ γυναικηίου τε καὶ ἀνδρηίου. [1.17.2] ὡς δὲ ἐς τὴν Μιλησίην ἀπίκοιτο, οἰκήματα μὲν τὰ ἐπὶ τῶν ἀγρῶν οὔτε κατέβαλλε οὔτε ἐνεπίμπρη οὔτε θύρας ἀπέσπα, ἔα δὲ κατὰ χώρην ἑστάναι· ὁ δὲ τά τε δένδρεα καὶ τὸν καρπὸν τὸν ἐν τῇ γῇ ὅκως διαφθείρειε, ἀπαλλάσσετο ὀπίσω. [1.17.3] τῆς γὰρ θαλάσσης οἱ Μιλήσιοι ἐπεκράτεον, ὥστε ἐπέδρης μὴ εἶναι ἔργον τῇ στρατιῇ. τὰς δὲ οἰκίας οὐ κατέβαλλε ὁ Λυδὸς τῶνδε εἵνεκα, ὅκως ἔχοιεν ἐνθεῦτεν ὁρμώμενοι τὴν γῆν σπείρειν τε καὶ ἐργάζεσθαι οἱ Μιλήσιοι, αὐτὸς δὲ ἐκείνων ἐργαζομένων ἔχοι τι καὶ σίνεσθαι ἐσβάλλων. [1.18.1] ταῦτα ποιέων ἐπολέμεε ἔτεα ἕνδεκα, ἐν τοῖσι τρώματα μεγάλα διφάσια Μιλησίων ἐγένετο ἔν τε Λιμενηίῳ χώρης τῆς σφετέρης μαχεσαμένων καὶ ἐν Μαιάνδρου πεδίῳ. [1.18.2] τὰ μέν νυν ἓξ ἔτεα τῶν ἕνδεκα Σαδυάττης ὁ Ἄρδυος ἔτι Λυδῶν ἦρχε ὁ καὶ ἐσβάλλων τηνικαῦτα ἐς τὴν Μιλησίην τὴν στρατιήν· [Σαδυάττης] οὗτος γὰρ καὶ ὁ τὸν πόλεμον ἦν συνάψας· τὰ δὲ πέντε τῶν ἐτέων τὰ ἑπόμενα τοῖσι ἓξ Ἀλυάττης ὁ Σαδυάττεω ἐπολέμεε, ὃς παραδεξάμενος, ὡς καὶ πρότερόν μοι δεδήλωται, παρὰ τοῦ πατρὸς τὸν πόλεμον προσεῖχε ἐντεταμένως. [1.18.3] τοῖσι δὲ Μιλησίοισι οὐδαμοὶ Ἰώνων τὸν πόλεμον τοῦτον συνεπελάφρυνον ὅτι μὴ Χῖοι μοῦνοι. οὗτοι δὲ τὸ ὅμοιον ἀνταποδιδόντες ἐτιμώρεον· καὶ γὰρ δὴ πρότερον οἱ Μιλήσιοι τοῖσι Χίοισι τὸν πρὸς Ἐρυθραίους πόλεμον συνδιήνεικαν. [1.19.1] τῷ δὲ δυωδεκάτῳ ἔτεϊ ληίου ἐμπιπραμένου ὑπὸ τῆς στρατιῆς συνηνείχθη τι τοιόνδε γενέσθαι πρῆγμα· ὡς ἅφθη τάχιστα τὸ λήιον, ἀνέμῳ βιώμενον ἅψατο νηοῦ Ἀθηναίης ἐπίκλησιν Ἀσσησίης, ἁφθεὶς δὲ ὁ νηὸς κατεκαύθη. [1.19.2] καὶ τὸ παραυτίκα μὲν λόγος οὐδεὶς ἐγένετο, μετὰ δὲ τῆς στρατιῆς ἀπικομένης ἐς Σάρδις ἐνόσησε ὁ Ἀλυάττης. μακροτέρης δέ οἱ γινομένης τῆς νούσου πέμπει ἐς Δελφοὺς θεοπρόπους, εἴτε δὴ συμβουλεύσαντός τευ, εἴτε καὶ αὐτῷ ἔδοξε πέμψαντα τὸν θεὸν ἐπειρέσθαι περὶ τῆς νούσου. [1.19.3] τοῖσι δὲ ἡ Πυθίη ἀπικομένοισι ἐς Δελφοὺς οὐκ ἔφη χρήσειν, πρὶν ἢ τὸν νηὸν τῆς Ἀθηναίης ἀνορθώσωσι, τὸν ἐνέπρησαν χώρης τῆς Μιλησίης ἐν Ἀσσησῷ. [1.20.1] Δελφῶν οἶδα ἐγὼ οὕτω ἀκούσας γενέσθαι· Μιλήσιοι δὲ τάδε προστιθεῖσι τούτοισι, Περίανδρον τὸν Κυψέλου ἐόντα Θρασυβούλῳ τῷ τότε Μιλήτου τυραννεύοντι ξεῖνον ἐς τὰ μάλιστα, πυθόμενον τὸ χρηστήριον τὸ τῷ Ἀλυάττῃ γενόμενον, πέμψαντα ἄγγελον κατειπεῖν, ὅκως ἄν τι προειδὼς πρὸς τὸ παρεὸν βουλεύηται. Μιλήσιοι μέν νυν οὕτω λέγουσι γενέσθαι. [1.21.1] Ἀλυάττης δέ, ὥς οἱ ταῦτα ἐξαγγέλθη, αὐτίκα ἔπεμπε κήρυκα ἐς Μίλητον βουλόμενος σπονδὰς ποιήσασθαι Θρασυβούλῳ τε καὶ Μιλησίοισι χρόνον ὅσον ἂν τὸν νηὸν οἰκοδομῆ. ὁ μὲν δὴ ἀπόστολος ἐς τὴν Μίλητον ἤϊε, Θρασύβουλος δὲ σαφέως προπεπυσμένος πάντα λόγον καὶ εἰδὼς τὰ Ἀλυάττης μέλλοι ποιήσειν, μηχανᾶται τοιάδε· [1.21.2] ὅσος ἦν ἐν τῷ ἄστεϊ σῖτος καὶ ἑωυτοῦ καὶ ἰδιωτικός, τοῦτον πάντα συγκομίσας ἐς τὴν ἀγορὴν προεῖπε Μιλησίοισι, ἐπεὰν αὐτὸς σημήνῃ, τότε πίνειν τε πάντας καὶ κώμῳ χρᾶσθαι ἐς ἀλλήλους. [1.22.1] ταῦτα δὲ ἐποίεέ τε καὶ προηγόρευε Θρασύβουλος τῶνδε εἵνεκεν, ὅκως ἂν δὴ ὁ κῆρυξ ὁ Σαρδιηνὸς ἰδών τε σωρὸν μέγαν σίτου κεχυμένον καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἐν εὐπαθείῃσι ἐόντας ἀγγείλῃ Ἀλυάττῃ. [1.22.2] τὰ δὴ καὶ ἐγένετο· ὡς γὰρ δὴ ἰδών τε ἐκεῖνα ὁ κῆρυξ καὶ εἴπας πρὸς Θρασύβουλον τοῦ Λυδοῦ τὰς ἐντολὰς ἀπῆλθε ἐς τὰς Σάρδις, ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι, δι᾽ οὐδὲν ἄλλο ἐγένετο ἡ διαλλαγή. [1.22.3] ἐλπίζων γὰρ ὁ Ἀλυάττης σιτοδείην τε εἶναι ἰσχυρὴν ἐν τῇ Μιλήτῳ καὶ τὸν λεὼν τετρῦσθαι ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ, ἤκουε τοῦ κήρυκος νοστήσαντος ἐκ τῆς Μιλήτου τοὺς ἐναντίους λόγους, ἢ ὡς αὐτὸς κατεδόκεε. [1.22.4] μετὰ δὲ ἥ τε διαλλαγή σφι ἐγένετο ἐπ᾽ ᾧ τε ξείνους ἀλλήλοισι εἶναι καὶ συμμάχους, καὶ δύο τε ἀντὶ ἑνὸς νηοὺς τῇ Ἀθηναίῃ οἰκοδόμησε ὁ Ἀλυάττης ἐν τῇ Ἀσσησῷ, αὐτός τε ἐκ τῆς νούσου ἀνέστη. κατὰ μὲν τὸν πρὸς Μιλησίους τε καὶ Θρασύβουλον πόλεμον Ἀλυάττῃ ὧδε ἔσχε.

[1.16.1] Τον Άρδη που βασίλευσε σαράντα εννέα χρόνια τον διαδέχθηκε ο Σαδυάττης, ο γιος του Άρδη, που βασίλευσε δώδεκα χρόνια, τον Σαδυάττη πάλι ο Αλυάττης. [1.16.2] Αυτός πολέμησε με τον Κυαξάρη, τον απόγονο του Δηιόκη, και με τους Μήδους του, έδιωξε τους Κιμμέριους από την Ασία, κυρίεψε τη Σμύρνη, εποικισμένη από τους Κολοφώνιους, και έκανε εισβολή στις Κλαζομενές. Ωστόσο αποκεί δεν ξεμπέρδεψε όπως το ήθελε, παρά αφού έπαθε μεγάλες καταστροφές.
[1.17.1] Έκανε και άλλα έργα, όσο βρισκόταν στην αρχή ο Αλυάττης, αξιομνημόνευτα, τα εξής: πολέμησε με τους Μιλησίους συνεχίζοντας τον πόλεμο του πατέρα του. Έκανε επιδρομές και πολιορκούσε τη Μίλητο με τον ακόλουθο τρόπο: Όταν τα γεννήματα στα χωράφια ήταν μεστωμένα, τότε έκανε εισβολή με το στρατό του. Κινούσε το στρατό του με συνοδεία από φλογέρες, κιθάρες και αυλούς ψιλόφωνους και βαθύφωνους. [1.17.2] Και όταν έφτανε στη χώρα των Μιλησίων, τις αγροκατοικίες τους ούτε τις γκρέμιζε ούτε τους έβαζε φωτιά ούτε έσπαζε τις πόρτες, παρά τα άφηνε όλα στη θέση τους· όμως αφού χαλούσε τα δένδρα και τα γεννήματα της γης, έφευγε πίσω. [1.17.3] Γιατί οι Μιλήσιοι κρατούσαν τη θάλασσα, και έτσι ο στρατός δεν είχε νόημα να προχωρήσει σε πολιορκία. Τις αγροκατοικίες τους δεν τις κατάστρεφε ο λυδός βασιλιάς γι᾽ αυτόν το λόγο· για να έχουν οι Μιλήσιοι καταφύγιο, και κινώντας αποκεί να μπορούν να σπέρνουν και να δουλεύουν τη γη τους, ενώ αυτός από τη δουλειά τους να έχει κάτι να αφανίζει, κάθε που θα έκαμε εισβολή.
[1.18.1] Με αυτή την τακτική κράτησε ο πόλεμος ένδεκα χρόνια, και μέσα σε αυτά δέχτηκαν οι Μιλήσιοι δύο μεγάλα χτυπήματα, ένα στο Λιμενείο στη μάχη που έγινε στην ίδια τους τη χώρα, και ένα στην πεδιάδα του Μαιάνδρου. [1.18.2] Τα έξι από τα ένδεκα χρόνια αρχηγός των Λυδών ήταν ο Σαδυάττης, ο γιος του Άρδη, αυτός που και τότε κινούσε το στρατό του εναντίον της χώρας των Μιλησίων· γιατί αυτός ήταν που άνοιξε κιόλας τον πόλεμο. Τα υπόλοιπα πέντε χρόνια, που ακολούθησαν τα έξι του Σαδυάττη, πολεμούσε ο Αλυάττης, που πήρε, όπως προηγουμένως το είπα, τον πόλεμο από τον πατέρα του και τον συνέχισε με επιμονή. [1.18.3] Κανείς ανάμεσα στους Ίωνες δεν παραστάθηκε των Μιλησίων, για να τους ξαλαφρώσει από το βάρος του πολέμου· μόνον οι Χίοι. Αυτοί ανταποδίδοντας τα ίσα τούς βοήθησαν. Γιατί και οι Μιλήσιοι άλλοτε βοήθησαν τους Χίους να βαστάξουν τον πόλεμο που έκαναν με τους Ερυθραίους.
[1.19.1] Στον δωδέκατο χρόνο και ενώ ο στρατός έκαιε τα σπαρτά, συνέπεσε να γίνει το εξής· ευθύς ως άναψαν τα σπαρτά, ο αέρας που φυσούσε δυνατά μετάδωσε τη φωτιά στο ναό της Αθηνάς που τη λεν Ασσησίη, πήρε φωτιά ο ναός και αποκάηκε. [1.19.2] Στην αρχή κανείς δεν έδωσε σημασία στο γεγονός, αργότερα όμως, όταν ο στρατός γύρισε πίσω στις Σάρδεις, έπεσε άρρωστος ο Αλυάττης. Και επειδή η αρρώστια του τραβούσε σε μάκρος, στέλνει στους Δελφούς ανθρώπους του, είτε με τη συμβουλή κάποιου, ή και μόνος του το αποφάσισε να στείλει και να ρωτήσει το θεό για την αρρώστια του. [1.19.3] Σ᾽ αυτούς που έφτασαν στους Δελφούς αρνήθηκε η Πυθία να χρησμοδοτήσει, προτού ξαναχτίσουν το ναό της Αθηνάς που έκαψαν στην Ασσησό της χώρας των Μιλησίων.
[1.20.1] Το άκουσα στους Δελφούς ο ίδιος και ξέρω πως έτσι έγινε το πράγμα. Σ᾽ αυτά οι Μιλήσιοι προσθέτουν πως ο Περίανδρος, ο γιος του Κυψέλου, φίλος στενός του Θρασύβουλου, του τότε τυράννου της Μιλήτου, σαν έμαθε το χρησμό που προοριζόταν για τον Αλυάττη, έστειλε αγγελιοφόρο να του τον μαρτυρήσει, για να είναι σε θέση ο Θρασύβουλος, ξέροντάς τον από πριν, να πάρει αποφάσεις σύμφωνες με την περίσταση.
[1.21.1] Ο Αλυάττης από μέρους του, μόλις του ήρθε το μήνυμα από τους Δελφούς, αμέσως έστειλε κήρυκα στη Μίλητο, γιατί ήθελε να κάνει ανακωχή με το Θρασύβουλο και τους Μιλήσιους, όσο καιρό θα του χρειαζόταν να ξαναχτίσει το ναό. Ο απεσταλμένος τραβούσε για τη Μίλητο, ενώ ο Θρασύβουλος, καλά πληροφορημένος για όλα και ξέροντας τί είχε στο νου του να κάνει ο Αλυάττης, νά τί μηχανεύεται· [1.21.2] όσο σιτάρι υπήρχε στην πόλη, δικό του και των άλλων πολιτών, όλο αυτό το μάζεψε στην αγορά και παράγγειλε στους Μιλησίους, όταν αυτός θα δώσει το σύνθημα, τότε όλοι να το ρίξουν στο πιοτό και στο γλέντι παρέες παρέες.
[1.22.1] Αυτό το έκανε και έδωσε τέτοια παραγγελία ο Θρασύβουλος από σκοπού· έτσι όπως θα έβλεπε ο κήρυκας από τις Σάρδεις σωρό μεγάλο το σιτάρι στην αγορά και τους ανθρώπους να γλεντούν, να πάει να τα πει στον Αλυάττη. [1.22.2] Έτσι και έγινε· γιατί σαν τα είδε εκείνα ο κήρυκας και είπε του Θρασύβουλου τις παραγγελίες του Λυδού, γύρισε πίσω στις Σάρδεις και, όπως πληροφορούμαι, η συμφιλίωση έγινε όχι για άλλον λόγο παρά γι᾽ αυτόν: [1.22.3] περιμένοντας δηλαδή ο Αλυάττης να βρει στη Μίλητο μεγάλη πείνα, και το λαό ριγμένο στην πιο μεγάλη εξαθλίωση, άκουσε τον κήρυκα που γύρισε από τη Μίλητο να του λέει τα αντίθετα απ᾽ ό,τι ο ίδιος περίμενε με βεβαιότητα. [1.22.4] Ύστερα και η συμφιλίωσή τους έγινε με τον όρο να είναι φίλοι μεταξύ τους και σύμμαχοι, και δύο ναούς αντί για έναν έχτισε της Αθηνάς ο Αλυάττης στην Ασσησό, και ο ίδιος σηκώθηκε από την αρρώστια του. Ο πόλεμος λοιπόν του Αλυάττη με τους Μιλήσιους και το Θρασύβουλο αυτό το τέλος πήρε.