Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (1.108.1-1.110.3)

[1.108.1] Συνοικεούσης δὲ τῷ Καμβύσῃ τῆς Μανδάνης ὁ Ἀστυάγης τῷ πρώτῳ ἔτεϊ εἶδε ἄλλην ὄψιν· ἐδόκεέ οἱ ἐκ τῶν αἰδοίων τῆς θυγατρὸς ταύτης φῦναι ἄμπελον, τὴν δὲ ἄμπελον ἐπισχεῖν τὴν Ἀσίην πᾶσαν. [1.108.2] ἰδὼν δὲ τοῦτο καὶ ὑπερθέμενος τοῖσι ὀνειροπόλοισι μετεπέμψατο ἐκ τῶν Περσέων τὴν θυγατέρα ἐπίτοκα ἐοῦσαν, ἀπικομένην δὲ ἐφύλασσε βουλόμενος τὸ γεννώμενον ἐξ αὐτῆς διαφθεῖραι· ἐκ γάρ οἱ τῆς ὄψιος τῶν μάγων οἱ ὀνειροπόλοι ἐσήμαινον ὅτι μέλλοι ὁ τῆς θυγατρὸς αὐτοῦ γόνος βασιλεύσειν ἀντὶ ἐκείνου. [1.108.3] ταῦτα δὴ ὦν φυλασσόμενος ὁ Ἀστυάγης, ὡς ἐγένετο ὁ Κῦρος, καλέσας Ἅρπαγον, ἄνδρα οἰκήιον καὶ πιστότατόν τε Μήδων καὶ πάντων ἐπίτροπον τῶν ἑωυτοῦ, ἔλεγέ οἱ τοιάδε· [1.108.4] Ἅρπαγε, πρῆγμα τὸ ἄν τοι προσθέω, μηδαμῶς παραχρήσῃ, μηδὲ ἐμέ τε παραβάλῃ καὶ ἄλλους ἑλόμενος ἐξ ὑστέρης σοὶ αὐτῷ περιπέσῃς. λάβε τὸν Μανδάνη ἔτεκε παῖδα, φέρων δὲ ἐς σεωυτοῦ ἀπόκτεινον· μετὰ δὲ θάψον τρόπῳ ὅτεῳ αὐτὸς βούλεαι. [1.108.5] ὁ δὲ ἀμείβεται· Ὦ βασιλεῦ, οὔτε ἄλλοτέ κω παρεῖδες ἀνδρὶ τῷδε ἄχαρι οὐδέν, φυλασσόμεθα δὲ ἐς σὲ καὶ ἐς τὸν μετέπειτα χρόνον μηδὲν ἐξαμαρτεῖν. ἀλλ᾽ εἴ τοι φίλον τοῦτο οὕτω γίνεσθαι, χρὴ δὴ τό γε ἐμὸν ὑπηρετέεσθαι ἐπιτηδέως. [1.109.1] τούτοισι ἀμειψάμενος ὁ Ἅρπαγος, ὥς οἱ παρεδόθη τὸ παιδίον κεκοσμημένον τὴν ἐπὶ θανάτῳ, ἤιε κλαίων ἐς τὰ οἰκία· παρελθὼν δὲ ἔφραζε τῇ ἑωυτοῦ γυναικὶ τὸν πάντα Ἀστυάγεος ῥηθέντα λόγον. [1.109.2] ἡ δὲ πρὸς αὐτὸν λέγει· Νῦν ὦν τί σοι ἐν νόῳ ἐστὶ ποιέειν; ὁ δὲ ἀμείβεται· Οὐ τῇ ἐνετέλλετο Ἀστυάγης, οὐδ᾽ εἰ παραφρονήσει τε καὶ μανέεται κάκιον ἢ νῦν μαίνεται, οὔ οἱ ἔγωγε προσθήσομαι τῇ γνώμῃ οὐδὲ ἐς φόνον τοιοῦτον ὑπηρετήσω. [1.109.3] πολλῶν δὲ εἵνεκα οὐ φονεύσω μιν, καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ παῖς, καὶ ὅτι Ἀστυάγης μέν ἐστι γέρων καὶ ἄπαις ἔρσενος γόνου· [1.109.4] εἰ δ᾽ ἐθελήσει τούτου τελευτήσαντος ἐς τὴν θυγατέρα ταύτην ἀναβῆναι ἡ τυραννίς, τῆς νῦν τὸν υἱὸν κτείνει δι᾽ ἐμεῦ, ἄλλο τι ἢ λείπεται τὸ ἐνθεῦτεν ἐμοὶ κινδύνων ὁ μέγιστος; ἀλλὰ τοῦ μὲν ἀσφαλέος εἵνεκα ἐμοὶ δεῖ τοῦτον τελευτᾶν τὸν παῖδα, δεῖ μέντοι τῶν τινα Ἀστυάγεος αὐτοῦ φονέα γενέσθαι καὶ μὴ τῶν ἐμῶν. [1.110.1] ταῦτα εἶπε καὶ αὐτίκα ἄγγελον ἔπεμπε ἐπὶ τῶν βουκόλων τῶν Ἀστυάγεος τὸν ἠπίστατο νομάς τε ἐπιτηδεοτάτας νέμοντα καὶ ὄρεα θηριωδέστατα, τῷ οὔνομα ἦν Μιτραδάτης. συνοίκεε δὲ ἑωυτοῦ συνδούλῃ, οὔνομα δὲ τῇ γυναικὶ ἦν τῇ συνοίκεε Κυνὼ κατὰ τὴν Ἑλλήνων γλῶσσαν, κατὰ δὲ τὴν Μηδικὴν Σπακώ· τὴν γὰρ κύνα καλέουσι σπάκα Μῆδοι. [1.110.2] αἱ δὲ ὑπώρειαί εἰσι τῶν ὀρέων, ἔνθα τὰς νομὰς τῶν βοῶν εἶχε οὗτος δὴ ὁ βουκόλος, πρὸς βορέω τε ἀνέμου τῶν Ἀγβατάνων καὶ πρὸς τοῦ πόντου τοῦ Εὐξείνου. ταύτῃ μὲν γὰρ ἡ Μηδικὴ χώρη πρὸς Σασπείρων ὀρεινή ἐστι κάρτα καὶ ὑψηλή τε καὶ ἴδῃσι συνηρεφής, ἡ δὲ ἄλλη Μηδικὴ χώρη ἐστὶ πᾶσα ἄπεδος. [1.110.3] ἐπεὶ ὦν ὁ βουκόλος σπουδῇ πολλῇ καλεόμενος ἀπίκετο, ἔλεγε ὁ Ἅρπαγος τάδε· Κελεύει σε Ἀστυάγης τὸ παιδίον τοῦτο λαβόντα θεῖναι ἐς τὸ ἐρημότατον τῶν ὀρέων, ὅκως ἂν τάχιστα διαφθαρείη. καὶ τάδε τοι ἐκέλευσε εἰπεῖν, ἢν μὴ ἀποκτείνῃς αὐτό, ἀλλά τεῳ τρόπῳ περιποιήσῃς, ὀλέθρῳ τῷ κακίστῳ σε διαχρήσεσθαι. ἐπορᾶν δὲ ἐκκείμενον τέταγμαι ἐγώ.

[1.108.1] Ζούσανε παντρεμένοι ο Καμβύσης και η Μανδάνη, όταν ο Αστυάγης, στον πρώτο χρόνο του γάμου τους, είδε ένα άλλο όνειρο: του φάνηκε ότι από το αιδοίο της κόρης του φύτρωσε ένα κλήμα, κι αυτό το κλήμα άπλωσε πάνω σ᾽ όλη την Ασία. [1.108.2] Μετά από αυτό το όνειρο που είδε και που το εμπιστεύθηκε στους ονειροκρίτες, έστειλε κι έφερε από την Περσία την κόρη του που ήταν ετοιμόγεννη· κι όταν έφτασε, την φρουρούσε, έχοντας σκοπό να σκοτώσει το παιδί που θα γεννιόταν από αυτή. Γιατί οι ονειροκρίτες μάγοι τού είχαν εξηγήσει ότι το όνειρό του σημαίνει πως μέλλει στη θέση του να βασιλεύσει ο γιος της κόρης του. [1.108.3] Γι᾽ αυτόν λοιπόν το λόγο ο Αστυάγης είχε πάρει τα μέτρα του, και μόλις γεννήθηκε ο Κύρος φώναξε τον Άρπαγο —άνθρωπο δικό του, πολύ έμπιστό του ανάμεσα στους Μήδους, που του ανέθετε όλες του τις υποθέσεις— και του έλεγε τα εξής: [1.108.4] «Άρπαγε, το πράγμα που θα σου εμπιστευθώ, καθόλου μην το αμελήσεις, μήτε να προσπαθήσεις να με ξεγελάσεις θέλοντας να εξυπηρετήσεις άλλους, κι ύστερα πέσεις ο ίδιος στην παγίδα που έστησες. Πάρε το αγόρι που γέννησε η Μανδάνη, πήγαινέ το σπίτι σου και σκότωσέ το· ύστερα θάψε το με όποιον τρόπο θέλεις». [1.108.5] Κι εκείνος απαντά: «Βασιλιά μου, ποτέ άλλοτε ώς τώρα δεν είδες σ᾽ αυτόν που σου μιλά κάτι που να σε δυσαρέστησε, κι έχουμε βέβαια το νου μας και στο μέλλον να μην κάνουμε κανένα σφάλμα εις βάρος σου. Κι αν έτσι αγαπάς να γίνει το πράγμα, πρέπει από μέρους μου να σε εξυπηρετήσω ανάλογα».
[1.109.1] Ύστερα από την απάντηση αυτή, ο Άρπαγος, ευθύς ως του παρέδωσαν το παιδί στολισμένο με τα στολίδια του θανάτου, τράβηξε κλαίοντας για το σπίτι του. Όταν μπήκε μέσα, εξήγησε της γυναίκας του την παραγγελία του Αστυάγη καταλεπτώς. [1.109.2] Και εκείνη του λέει: «Λοιπόν, και τώρα τί έχεις στο νου σου να κάνεις;». Αυτός απαντά: «Όχι οπωσδήποτε τις εντολές του Αστυάγη· ούτε κι αν πρόκειται να χάσει το μυαλό του για καλά και να τρελαθεί χειρότερα απ᾽ ό,τι τώρα είναι τρελός, δεν θα τον ακολουθήσω εγώ στην απόφασή του, ούτε θα τον υπηρετήσω σ᾽ έναν τέτοιο φόνο. [1.109.3] Έχω πολλούς λόγους να μη σκοτώσω το παιδί: πρώτα εμένα του ίδιου μού είναι συγγενής, κι ύστερα ο Αστυάγης είναι πια γέρος κι αρσενικό παιδί δεν έχει· [1.109.4] αν ᾽ρθουν έτσι τα πράγματα, κι όταν αυτός πεθάνει, περάσει η βασιλεία στα χέρια της κόρης του, αυτής που τώρα της σκοτώνει το γιο με το δικό μου χέρι, τότε τί άλλο με περιμένει, αν όχι ο πιο μεγάλος κίνδυνος; Παρόλα αυτά για την προσωπική μου ασφάλεια πρέπει το παιδί αυτό να πεθάνει· πρέπει όμως να γίνει φονιάς του κάποιος από τους ανθρώπους του Αστυάγη και όχι από τους δικούς μου».
[1.110.1] Αυτά είπε και αμέσως έστειλε έναν αγγελιοφόρο σε κάποιον από τους βοσκούς του Αστυάγη, που τον ήξερε να βόσκει τα κοπάδια του σε βοσκοτόπια πολύ κατάλληλα για την περίσταση, πάνω σε βουνά γεμάτα από θηρία — το όνομά του ήταν Μιτραδάτης. Είχε γυναίκα του μια σύνδουλή του, και το όνομα αυτής της γυναίκας που μαζί της ζούσε λεγόταν Κυνώ στην ελληνική γλώσσα, στα μηδικά Σπακώ· γιατί τη σκύλα οι Μήδοι τη λένε σπάκα. [1.110.2] Οι πρόποδες της οροσειράς, όπου ο βοσκός αυτός έβοσκε τα κοπάδια του, είναι από τη βορεινή πλευρά των Αγβατάνων και προς τον Εύξεινο πόντο. Εκεί προς τα μέρη των Σασπείρων η χώρα της Μηδίας είναι πολύ ορεινή, σε μεγάλο υψόμετρο και σκεπασμένη με δάση, ενώ η υπόλοιπη χώρα της Μηδίας είναι όλο κάμπος. [1.110.3] Όταν λοιπόν παίρνοντας την παραγγελία ο βοσκός έφτασε με πολλή σπουδή, ο Άρπαγος του είπε τα εξής: «Σε διατάζει ο Αστυάγης να πάρεις τούτο το παιδί και να το αφήσεις στο πιο έρημο μέρος πάνω στα βουνά, ώστε να αφανιστεί το γρηγορότερο. Με πρόσταξε επίσης να σου πω και το εξής: αν το παιδί δεν το σκοτώσεις, αλλά το σώσεις, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, σε περιμένει σένα τον ίδιο το πιο φριχτό τέλος. Κι είμαι προσωπικά εντεταλμένος να επιβεβαιώσω πως είδα το παιδί εγκαταλειμμένο στα βουνά».