Aptitude test

*Τεστ αξιολόγησης δυνατοτήτων. Αναστασίου & Παπακωνσταντίνου 2009:495.

Τεστ έφεσης. Βαρλοκώστα & Τριανταφυλλίδου 2003. Σαμαρά 2007:26.

Τεστ ικανότητας. Αναστασίου & Παπακωνσταντίνου 2009:495. Σαλπέα 2010:37.

Τεστ κλίσης. Αναστασίου & Παπακωνσταντίνου 2009:495. Βαρλοκώστα & Τριανταφυλλίδου 2003. Σαμαρά 2007:26.

Αποτελεί ένα όργανο μέτρησης της έφεσης/κλίσης που επιδεικνύει κάποιος σε ένα συγκεκριμένο τομέα και συνήθως χρησιμοποιείται για λόγους επιλογής, διάγνωσης και πρόβλεψης (Davies et al. 1999:10). Είναι, δηλαδή, ένα είδος μέτρησης μελλοντικής επίδοσης (Harris 1969:3), κάτι που προβλέπει την πρόοδο της μάθησης την οποία κάποιος είναι πιθανό να έχει.

Παρά το γεγονός ότι το συγκεκριμένο τεστ χρησιμοποιείται τα τελευταία τριάντα χρόνια, δε φαίνεται να ανανεώνεται ο τρόπος ανάπτυξής του. Από τα παλαιότερα και πιο διαδεδομένα τεστ ικανότητας στο πεδίο της γλωσσομάθειας είναι τα: Modern Language Aptitude Test (MLAT, Caroll 1980) και Pimsleur Language Aptitude Battery (PLAB). Από τα νεότερα και πλήρως ψηφιοποιημένα τεστ έφεσης ξεχωρίζουν τα: Llamma Aptitude Tests και YLAT.

Στα γλωσσικά μαθήματα, μέρη της γλωσσικής ικανότητας θεωρούνται η γραμματική γνώση, η ακουστική ικανότητα, το εύρος του λεξιλογίου και το κίνητρο (Davies et al. 1999:11). Έρευνες έδειξαν ότι κατά το τέλος της εφηβείας και τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης οι άντρες επιτυγχάνουν υψηλότερα ποσοστά στα τεστ ικανότητας που αφορούν γενικές γνωστικές ικανότητες και ασκήσεις που απαιτούν κρίση, ενώ οι γυναίκες επιτυγχάνουν υψηλά ποσοστά κατά τη διάρκεια των σπουδών τους, δίχως όμως να έχουν αιτιολογηθεί οι διαφορές αυτές (Mau & Lynn 2001:135).

Ο σχεδιασμός αυτού του είδους των τεστ είναι αρκετά προβληματικός, καθώς δεν υπάρχουν συγκεκριμένες δεξιότητες ή γνώσεις, ώστε να χρησιμοποιηθούν ως δείγμα για τη δημιουργία τους. Συνήθως γι' αυτό το σκοπό προτείνεται ένα μοντέλο το οποίο μπορεί να ελεγχθεί στατιστικά μέσω της μεθόδου ανάλυσης παραγόντων.

Βιβλιογραφία

  • Αναστασίου Σ., Παπακωνσταντίνου Γ. (2009). Σύγχρονες τάσεις στη διαδικασία επιλογής ανθρώπινου δυναμικού. Εθνικό Συνέδριο Διοίκησης και Οικονομίας, 493-503. Πρόσβαση [on line]: http://esdo.teilar.gr/files/proceedings/2009/POSTER/ANASTASIOU-PAPAKWNSTANTINOU.pdf [20/03/13].
  • Βαρλοκώστα Σ., Τριανταφυλλίδου Λ. (2003). Επίπεδα Γλωσσομάθειας στην Ελληνική ως Δεύτερη Γλώσσα. Αθήνα: Κέδα.
  • Σαλπέα Μ. (2010). Διοικητικός προγραμματισμός στην εκπαίδευση: η περίπτωση στελέχωσης των σχολικών μονάδων στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Διπλωματική εργασία. Τμήμα Οικιακής Οικονομίας και Οικολογίας. Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.
  • Σαμαρά Χ. (2007). Μοντελοποίηση και ανάπτυξη πολυμεσικού συστήματος ηλεκτρονικής μάθησης με χρήση αντικειμένων μάθησης και δυνατότητες προσαρμογών στο χώρο του Διαδικτύου. Διδακτορική διατριβή. Τμήμα Εφαρμοσμένης Πληροφορικής. Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.


  • Carroll J. B. (1980). Testing Communicative Performance. Pergamon Press.
  • Davies A., Brown A., Elder C., Hill K., Lumley T., McNamara T. (1999). Dictionary of Language Testing. Cambridge: University of Cambridge Local Examinations Syndicate.
  • Harris D. P. (1969). Testing English as a Second Language. New York: McGraw-Hill.
  • Mau W., Lynn R. (2001). Gender Differences on the Scholastic Aptitude Test, the American College Test and College Grades. Educational Psychology, 21/2: 133-136.