|
σειρά των όρων/λέξεων της πρότασης |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
σύνταξη |
word order |
|
σειρά των όρων: αλλαγή |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
σύνταξη |
|
|
σειρά των όρων: ευελιξία και ασάφεια |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
σύνταξη |
word order: flexibility and obscurity |
|
σειριακή επεξεργασία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
ψυχογλωσσολογία |
serial processing |
|
σεξισμός, γλωσσικός |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
κοινωνιογλωσσολογία |
linguistic sexism |
|
σημαδεμένος – ασημάδευτος |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
γενική γλωσσολογία |
marked – unmarked |
|
σημάδι / δείκτης |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
|
marker |
|
σημαινόμενο |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
γενική γλωσσολογία |
signified |
|
σημαίνον |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
γενική γλωσσολογία |
signifier |
|
σημασία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σημασιολογία |
meaning |
|
σημασία, αναφορική |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σημασιολογία |
referential meaning |
|
σημασία, γραμματική |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σημασιολογία |
grammatical meaning |
|
σημασία, διαπροσωπική |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σημασιολογία, πραγματολογία |
interpersonal meaning |
|
σημασία, εκφραστική ή συναισθηματική |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σημασιολογία, πραγματολογία |
expressive or affective meaning |
|
σημασία, εκφωνηματική |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σημασιολογία, πραγματολογία |
utterance meaning |
|
σημασία, κειμενική |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
πραγματολογία, κειμενογλωσσολογία, σημασιολογία |
textual meaning |
|
σημασία, κοινωνική |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σημασιολογία, κοινωνιογλωσσολογία |
social meaning |
|
σημασία, λεξική |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σημασιολογία |
lexical meaning |
|
σημασία, μεταφορική |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σημασιολογία |
metaphorical meaning |
|
σημασία, περιγραφική ή γνωστική |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σημασιολογία |
descriptive or cognitive meaning |
|
σημασία, προτασιακή |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σημασιολογία |
sentence meaning |
|
σημασία, συνδηλωτική |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σημασιολογία, πραγματολογία |
connotative meaning |
|
σημασιολογία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας , Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
σημασιολογία |
semantics |
|
σημασιολογικά (σημασιακά) συστατικά/χαρακτηριστικά |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σημασιολογία |
semantic components |
|
σημασιολογικά πεδία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σημασιολογία |
semantic fields |