Γλωσσολογικοί όροι

Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Υ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Όρος/θέμα Παραπομπές Πεδίο Αγγλικά
σειρά των όρων/λέξεων της πρότασης σύνταξη word order
σειρά των όρων: αλλαγή σύνταξη
σειρά των όρων: ευελιξία και ασάφεια σύνταξη word order: flexibility and obscurity
σειριακή επεξεργασία ψυχογλωσσολογία serial processing
σεξισμός, γλωσσικός κοινωνιογλωσσολογία linguistic sexism
σημαδεμένος – ασημάδευτος γενική γλωσσολογία marked – unmarked
σημάδι / δείκτης marker
σημαινόμενο γενική γλωσσολογία signified
σημαίνον γενική γλωσσολογία signifier
σημασία σημασιολογία meaning
σημασία, αναφορική σημασιολογία referential meaning
σημασία, γραμματική σημασιολογία grammatical meaning
σημασία, διαπροσωπική σημασιολογία, πραγματολογία interpersonal meaning
σημασία, εκφραστική ή συναισθηματική σημασιολογία, πραγματολογία expressive or affective meaning
σημασία, εκφωνηματική σημασιολογία, πραγματολογία utterance meaning
σημασία, κειμενική πραγματολογία, κειμενογλωσσολογία, σημασιολογία textual meaning
σημασία, κοινωνική σημασιολογία, κοινωνιογλωσσολογία social meaning
σημασία, λεξική σημασιολογία lexical meaning
σημασία, μεταφορική σημασιολογία metaphorical meaning
σημασία, περιγραφική ή γνωστική σημασιολογία descriptive or cognitive meaning
σημασία, προτασιακή σημασιολογία sentence meaning
σημασία, συνδηλωτική σημασιολογία, πραγματολογία connotative meaning
σημασιολογία σημασιολογία semantics
σημασιολογικά (σημασιακά) συστατικά/χαρακτηριστικά σημασιολογία semantic components
σημασιολογικά πεδία σημασιολογία semantic fields