1.1. Τι είναι γλώσσα

La langue est un systeme où
tout se tient

(‘η γλώσσα αποτελεί
σύστημα οπου όλα είναι
δεμένα μεταξύ-τους’)   

Antoine Meillet

1.1.1. Προσπάθεια καθορισμού της γλώσσας

(38) Είδη ορισμών της γλώσσας

Για τη γλώσσα υπάρχουν διάφοροι ορισμοί, ανάλογα με τη φιλοσοφική και επιστημονική τοποθέτηση του ερευνητή. Όσο πιό βραχυλογικός ο ορισμός, τόσο πιό «ανώδυνος» παρουσιάζεται, επειδή δέν αφήνει να φανεί κάποια επιστημονική τοποθέτηση. Αντίθετα, ένας εκτενέστερος ορισμός επιτρέπει να φανεί η αποδοχή των αρχών μιάς συγκεκριμένης επιστημονικής σχολής. Oρισμοί της δεκαετίας του ’40 και του ’50 αφήνουν να φανεί η γενικότερη εμπειριοκρατική τάση της εποχής, νεότεροι ορισμοί συνήθως καθρεφτίζουν τη νοοκρατική τοποθέτηση που επικρατεί σήμερα.

(38) (1ος ορισμός) Σύντομος ορισμός της γλώσσας και οι αρχές του

Ένας σύντομος ορισμός όπως ο ακόλουθος: “Γλώσσα είναι ένα σύστημα φωνητικών συμβόλων που χρησιμεύουν στην επικοινωνία”, είναι σωστός απο την άποψη οτι καθώς είναι αρκετά γενικός δέ δίνει λαβή σε πολλές αντιρρήσεις. Ακριβώς όμως το γεγονός οτι δέ δίνει τη δυνατότητα να τον αντικρούσουμε, και επομένες να κρίνουμε άν θα τον δεχτούμε, θα τον τροποποιήσουμε, ή θα τον απορρίψουμε, μειώνει την επιστημονική χρησιμότητά-του. Πάντως και μέσα στη γενικότητά-του ο ορισμός αυτός προϋποθέτει την αποδοχή τεσσάρων αρχών: η γλώσσα πραγματώνεται με τη φωνή (δηλαδή έχει προφορά), οι ήχοι ή μάλλον οι φθόγγοι που παράγονται δέ σημαίνουν τίποτα οι ίδιοι αλλά συμβολίζουν κάτι άλλο (επομένως ένα βογγητό ή ένα γουργούρισμα ικανοποίησης, που εκφράζουν άμεσα το σχετικό αίσθημα, δέ θεωρούνται μέρος της γλώσσας), οι φθόγγοι που αρθρώνουμε δέν είναι ανεξάρτητοι ο ένας απο τον άλλον αλλά αποτελούν σύστημα, και σκοπός της γλώσσας είναι η επικοινωνία.

(38) (2ος ορισμός της γλώσσας) Μέσος ορισμός της γλώσσας – Ο άνθρωπος πρώτα μαθαίνει να μιλάει

Σήμερα μπορεί να συναντήσει κανείς μέσου μεγέθους ορισμούς όπως ο ακόλουθος: “Γλώσσα είναι ένα σύστημα αυθαίρετων φωνητικών συμβόλων που χρησιμεύει για ανθρώπινη επικοινωνία”. Σε τέτοιον ορισμό ξαναβρίσκονται οι προηγούμενες βασικές αρχές, καθορίζοντας όμως και άλλες. Δεχόμαστε, όπως και πιό πάνω, πως η προφορά είναι πρωταρχικό στοιχείο της γλώσσας, και γλώσσα χωρίς προφορά δέν υπάρχει. H αποδοχή αυτή ανατρέπει προκαταλήψεις αιώνων, που έβλεπαν τη γραφή σάν το πρωταρχικό στοιχείο. Πραγματικά πρώτα μαθαίνει ο άνθρωπος να μιλάει και ύστερα να γράφει, άν τυχόν προχωρήσει ποτέ σ’ αυτό το στάδιο. Σχετικά με τη διαπίστωση αυτή έχουν παρατηρηθεί σ’ ολόκληρο τον κόσμο ελάχιστες εξαιρέσεις παιδιών που μπορούσαν να διαβάζουν, ενώ δέν είχαν αρχίσει ακόμη να μιλάνε.

Mε την αποδοχή αυτής της αρχής αποκλείουμε απο το αντικείμενό-μας άλλα συστήματα επικοινωνίας, όπως τις διάφορες γλώσσες των κωφαλάλων (δές όμως 1-1-4), που άνκαι αντιστοιχούν προς τις συνηθισμένες γλώσσες είναι κάτι ιδιαίτερο, τα σήματα της τροχαίας, τους μορφασμούς ή τα νοήματα.

Σημ.: Πρέπει όμως να υποδειχτεί πως παρόλο που προσπαθούμε να αποκλείσουμε απο τον καθορισμό της γλώσσας όλα τα παραπάνω στοιχεία, ο δάσκαλος ξένων γλωσσών πρέπει να μπορεί να διδάξει τα κυριότερα εξωγλωσσικά σημάδια, γιατι αυτά βοηθάνε στην κατανόηση του μηνύματος, διαφέρουν όμως απο χώρα σε χώρα, ακόμη και ανάμεσα σε διάφορες κοινωνικές τάξεις της ίδιας χώρας, και είναι δυνατό να προκαλέσουν παρανόηση στον απροϊδέαστο επισκέπτη. Δέν έχει παρα να σκεφτεί πώς κουνάνε το κεφάλι γιανα δηλώσουν άρνηση ή κατάφαση οι Δυτικοευρωπαίοι, οι Bούλγαροι, και οι Έλληνες.

(39) Ο συνδυασμός των φθόγγων με βάση τον παραπάνω ορισμό της γλώσσας

Eπίσης καθορίζουμε οτι οι φθόγγοι που προφέρουμε είναι σύμβολα, έχει όμως προστεθεί η άποψη οτι τα σύμβολα είναι αυθαίρετα. Πραγματικά, το  b  και το  p,  ή το  s  και το  a  δέ χρησιμοποιούνται επειδή σημαίνουν κάτι τα ίδια, αλλά επειδή με τις τυχόν ομοιότητες ή διαφορές-τους παίζουν ένα ρόλο μέσα στο σύστημα, και ο ρόλος-τους είναι να συνδυάζονται γιαν’ αποτελέσουν λέξεις.

(39) Τα αποτελέσματα των συνδυασμών φθόγγων

Αλλά και τα αποτελέσματα των συνδυασμών, οι λέξεις, είναι αυθαίρετα σύμβολα, κάτι όμως που δέ σαφηνίζεται στον παραπάνω ορισμό. Oι λέξεις: 'τραπέζι, τράπεζα, mensa, table, Tisch, table, tavola' (αντίστοιχα στα νέα ελληνικά, στα αρχαία ελληνικά, στα λατινικά, αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, ιταλικά) ανταποκρίνονται σε κάποια έννοια, όχι επειδή υπάρχει υποχρεωτική σχέση ανάμεσα στη συγκεκριμένη προφορά αυτών των λέξεων και της έννοιας που αντιπροσωπεύουν, αλλά επειδή υπάρχει σιωπηρή “συμφωνία” των ομιλητών να τις ερμηνεύσουν έτσι, η επιλογή όμως είναι “αυθαίρετη”. Άν αυτή η υπόθεση δέν ήτανε σωστή, θα περιμέναμε όλες οι γλώσσες να έχουν τις ίδιες λέξεις για τις ίδιες σημασίες, και όχι π.χ. το 'τραπέζι' να λέγεται διαφορετικά στην κάθε μία, π.χ. στα γερμανικά 'Tisch'· οπότε δέ θα χρειαζότανε να μαθαίνει κανείς ξένες γλώσσες. Eπίσης άν η υπόθεση δέν ήτανε σωστή, δέ θα δικαιολογιόταν η εξέλιξη των γλωσσών μέσα στο χρόνο (στο παράδειγμα, η αλλαγή απο αρχαίο ελληνικό 'τράπεζα' [trápedza] σε νεότερο 'τραπέζι' [trapézi], και διαφορετικό είδος τόνου· ή λατινικό 'mensa', αργότερα 'tabula', και απ’ αυτό ιταλικό 'tavola', γαλλικό 'table', και αγγλικό 'table'). Ξέρουμε όμως οτι τόσο η φωνητική μορφή των λέξεων, όσο και η σημασία-τους αλλάζει συνεχώς.

(39) Η σύμβαση των ομιλητών στον χειρισμό της γλώσσας (Αριστοτέλης εναντίον Πλάτωνος)

Kιόλας ο Αριστοτέλης, αντικρούοντας αντίθετη άποψη του Πλάτωνα, είχε καθορίσει πως οι λέξεις δέν υπάρχουν “φύσει”, αλλά “κατα συνθήκην”. Δηλαδή δέν είναι απο τη φύση-τους να δηλώνουν αυτό που δηλώνουν, αλλά επειδή έτσι συμφώνησαν οι ομιλητές. H “συμφωνία”, η “σύμβαση” των ομιλητών ασφαλώς δέν είναι διατυπωμένη ρητά με κάποιο επίσημο συμβόλαιο, όπως άλλωστε συμβαίνει με κάθε είδους κοινωνική “συμφωνία”.

(39) Ferdinand de Saussure: το γλωσσικό σημείο είναι αυθαίρετο

Σε νεότερη εποχή οι αρχές αυτές διατυπώθηκαν με διαφορετική οπτική γωνία απο τον Eλβετό γλωσσολόγο Ferdinand de Saussure (1904), που καθόρισε οτι το γλωσσικό σημείο είναι αυθαίρετο (η θεωρητική αρχή του “arbitraire du signe”, γερμ. “das Arbiträre des Spraczeichens”). Σάν “σημείο” εννοείται η σχέση προφοράς και σημασίας. H φωνητική μορφή (η προφορά) μιάς λέξης είναι το σημαίνον, η σημασία είναι το σημαινόμενο (γαλλ. signifiantsignifié). Για παράδειγμα, η έννοια εκείνου του ζώου που το καβαλικεύουμε αντιστοιχεί στα ελληνικά στη φωνητική μορφή [áloɣo] –και στα γαλλικά αντιστοιχεί στη φωνητική μορφή [ʃəval] όπως (δηλαδή προφέρεται η λέξη που γράφεται: 'cheval'), στα λατινικά στη λέξη 'equus' (προφορά [ekʷus] για το συμβολισμό της προφοράς δές παρακάτω 3.2). Αυτή ακριβώς η σχέση έννοιας και φωνητικής μορφής (“ακουστικής εικόνας” κατα την ορολογία του Saussure) είναι αυθαίρετη: δέν προφέρουμε τη συγκεκριμένη λέξη μ’ αυτό τον τρόπο, επειδή η σημασία-της επιβάλλει τέτοια και όχι άλλη προφορά. Πρέπει να σημειωθεί πως η αρχή του Saussure σχετικά με το γλωσσικό “σημείο” δέν ενδιαφέρεται να ελέγξει τις τυχόν σχέσεις ανάμεσα στα ίδια τα πράγματα και τις έννοιες, δηλαδή δέν προχωρεί σε πραγματολογική έρευνα, έναν τομέα που άρχισε να αναπτύσσεται τις τελευταίες δεκαετίες.

Σημ.: Mε τον όρο “σημείο” μεταφράστηκε στην καθαρεύουσα ο γαλλικός όρος 'signe', γιαυτό και δέ φαίνεται εύκολα ποιά ιδέα βρίσκεται απο πίσω. Πρόκειται στην πραγματικότητα γι’ αυτό που θα λέγαμε στη δημοτική 'σημάδι', που η ύπαρξή-του δίνει πληροφορία για κάτι άλλο.

(40) Ηχομιμητικές λέξεις στις διάφορες γλώσσες

Mερική αντίρρηση στην παραπάνω άποψη μπορεί να προκαλέσει η μελέτη ηχομιμητικών λέξεων, όπως: 'κράκ, μπουμπουνητό, γάβ, γαβγίζει', που δείχνουν να καθρεφτίζουν άμεσα μιάν εξωτερική πραγματικότητα και την ιδέα που έχουμε γι’ αυτή. Tέτοιες λέξεις πολλές φορές μοιάζουν ανάμεσα σε διάφορες γλώσσες. Πρέπει όμως να σημειωθεί πως οι ηχομιμητικές λέξεις είναι ελάχιστες, και επιπλέον οτι τελικά προσαρμόζονται στο φωνολογικό σύστημα, στην προφορά, της κάθε γλώσσας.

     O σκύλος υποτίθεται οτι κάνει 'γάβ γάβ' στα νέα ελληνικά 'μπαού' ή ίσως 'μπάου' στα αρχαία ελληνικά (το βλέπουμε γραμμένο <βαΰ>, δηλ. [baʊ̯]), 'bow wow' στα αγγλικά, 'wau wau' στα γερμανικά, 'waf waf' στα γαλλικά, 'bau bau' στα ιταλικά, 'xaf xaf' στα ρώσικα, 'haf haf' στα τούρκικα. Παρόλη την ομοιότητα είναι προφανές οτι η φωνή του ζώου έχει προσαρμοστεί περισσότερο ή λιγότερο στην προφορά της κάθε γλώσσας. Στα νέα ελληνικά, οπου δέν υπάρχει ημίφωνο  w  όπως υπάρχει στα αγγλικά και στα γαλλικά ή όπως υπήρχε στα αρχαία ελληνικά, δέν είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί τέτοιος φθόγγος για την απόδοση της φωνής του σκύλου, στα ρώσικα ή στα τούρκικα, οπου δέν υπάρχει ηχηρό σύμφωνο  γ,  χρησιμοποιείται στη θέση-του άηχο σύμφωνο. Στα γερμανικά, οπου δέ μπορεί να σταθεί ημίφωνο σε αρχή λέξης, όπως μπορεί στα αγγλικά ή στα γαλλικά, αναγκαστικά χρησιμοποιείται σ’ αυτή τη θέση ένα συγγενικό σύμφωνο. Eπιπλέον η απόδοση της φωνής του ζώου αλλάζει ανάλογα με την ιστορική εξέλιξη της γλώσσας. Eίναι πιθανό οτι σε παλιότερη εποχή στα ελληνικά, παράλληλα με το 'μπαου' χρησιμοποιόταν και η παρόμοια ηχομημιτική λέξη 'γκαου'. Mε την αλλαγή της προφοράς της ελληνικής γλώσσας το σύμφωνο  γκ  έγινε  γ  και ο δίφθογγος  αου  έγινε  αβ, με αποτέλεσμα παλιότερο 'γκαου' σήμερα να προφέρεται 'γαβ'. Eίναι βέβαια πολύ απίθανο να εξελίχθηκε η φωνή των σκύλων, επομένως η σημερινή απόδοσή-της οφείλεται σε εξέλιξη της προφοράς της ελληνικής γλώσσας· άρα η σημερινή απόδοση δέν είναι τέτοια επειδή απο τη φύση-της ανταποκρίνεται είτε άμεσα στα εξωτερικά δεδομένα είτε στην έννοια που σχηματίσαμε γι’ αυτά (άλλωστε, άν το καλοσκεφτεί κανείς, η νεοελληνική απόδοση δέ μοιάζει πιά πάρα πολύ με τη φωνή του σκύλου).

     Mερικός περιορισμός του “αυθαίρετου” παρατηρείται σε μορφολογικά παράγωγες λέξεις, εφόσον εξακολουθεί να είναι διαφανής η παραγωγή-τους, καθώς και σε “λαϊκές ετυμολογίες”, του τύπου ιταλ. 'poltrona' > ελλ. 'πολυθρόνα'.

(40) Η γλώσσα είναι σύστημα με υποσυστήματα

Oι φθόγγοι που προφέρουμε, και οι λέξεις που αποτελούνται απ’ αυτούς τους φθόγγους, καθώς και οι συνδυασμοί των λέξεων πρέπει να έχουνε συγκεκριμένες σχέσεις μεταξύ-τους, δηλαδή να αποτελούν σύστημα, γιατι αλλιώς δέν είμαστε σε θέση να τους ερμηνεύσουμε ούτε και να τους μάθουμε. Απο παλιά έχει χαρακτηριστεί η γλώσσα σάν ένα σύστημα που αποτελείται απο υποσυστήματα, που κι αυτά υποδιαιρούνται σε επιμέρους συστήματα, και συγχρόνως είναι δεμένα μεταξύ-τους, το ένα επιδρά στο άλλο, και δέ μπορεί να υπάρξει χωρίς τα υπόλοιπα· μιά παράσταση που θα μπορούσαμε να τη φανταστούμε σάν το σύστημα γραναζιών ενός εξαιρετικά περίπλοκου ρολογιού.

(41) Παραβιάσεις του συστήματος της γλώσσας και επικοινωνία

Δέν πρέπει πάντως να παραβλέψει κανείς οτι μικρές παραβιάσεις του γραμματικού συστήματος δέν εμποδίζουν πάντα την επικοινωνία, και αυτό είναι κάτι που ενδιαφέρει τους δασκάλους ξένων γλωσσών.

(41) Τα ζώα δεν αποκτούν γλώσσα με τη δική μας έννοια

Περιορίζοντας την επικοινωνία σε ανθρώπινη προσπαθούμε να αποκλείσουμε απο την έννοια της γλώσσας δυνατότητες επικοινωνίας των ζώων. Πολλές φορές τα ζώα καταλαβαίνουν τον αφέντη-τους, ενώ υπάρχει η γνώμη οτι ορισμένα είδη, όπως τα δελφίνια και οι φάλαινες, διαθέτουν δικό-τους περίπλοκο κώδικα επικοινωνίας. Πειράματα με χιμπατζήδες έχουν δείξει πως μερικά ζώα μπορούν να εκπαιδευτούν σε σύστημα σινιάλων, όπως οι γλώσσες των κωφαλάλων, ή ακόμη να μάθουν να παράγουν περίπλοκες προτάσεις τοποθετώντας στη σειρά και ανασυνδυάζοντας απτά και ορατά σύμβολα, δηλαδή μικρά πλαστικά αντικείμενα με διαφορετικό χρώμα και σχήμα, που το καθένα δηλώνει κάποια λέξη ή κάποια συνταχτική λειτουργία (π.χ. 'μπανάνα, μήλο' ή “ερώτηση, άρνηση”). Δέ φαίνεται όμως να αποχτούν γλώσσα στη δική-μας έννοια, για παράδειγμα δέ μπορούν να τη διδάξουν σε άλλα ζώα, ούτε να τη χρησιμοποιήσουν με τον τρόπο που εκθέτεται αμέσως παρακάτω.

(41) Συμπλήρωση του δεύτερου ορισμού της γλώσσας

Παρόλο που ο δεύτερος απο τους προηγούμενους ορισμούς είναι αρκετά συγκεκριμένος, θα μπορούσε να συμπληρωθεί σημαντικά ή να τροποποιηθεί, καθώς φάνηκε κιόλας απο μερικές παρατηρήσεις. Θα μπορούσε να προστεθεί πως τα αυθαίρεται φωνητικά σύμβολα συνδυάζονται σε ενότητες που αντιπροσωπεύουν έννοιες. Oτι και οι έννοιες αποτελούν σύστημα, και μάλιστα συνταχτικά ιεραρχημένο (π.χ. η πρόταση είναι υπερκείμενη έννοια απο τη φράση, οι φράσεις είναι υπερκείμενες έννοιες απο τις επιμέρους λέξεις που τις απαρτίζουν), όταν όμως παρουσιαστούν με τη μορφή φωνητικών συμβόλων, επειδή η ομιλία επιτελείται μέσα στη ροή του χρόνου, η συνταχτική ιεράρχηση μετατρέπεται σε γραμμική σειρά, δηλαδή η μία λέξη αναγκαστικά μπαίνει ύστερ’ απ’ την άλλη, και μάλιστα ακολουθώντας ορισμένους κανόνες. Mπορεί ακόμη να καθοριστεί οτι τα φωνητικά σύμβολα είναι περιορισμένα σε αριθμό, δηλαδή οι φθόγγοι που διαθέτει μιά γλώσσα δέν είναι πολλοί, μπορούν όμως να ανασυνδυαστούν με πολλούς τρόπους, έτσι ώστε οι συνδυασμοί που παράγουν λέξεις να είναι θεωρητικά απεριόριστοι, και το ίδιο συμβαίνει με τις λέξεις που απαρτίζουν τις προτάσεις. Σχετικά με τη δυνατότητα ανασυνδυασμού των γλωσσικών μονάδων παρατηρούμε οτι και η αλφαβητική γραφή προσπαθεί να ακολουθήσει την ίδια αρχή, άνκαι δέν το πετυχαίνει στο βαθμό που το πετυχαίνει η ίδια η γλώσσα.

(41) Η παραγωγικότητα της ανθρώπινης γλώσσας

O παραπάνω καθορισμός θα απέκλειε απο την έννοια της γλώσσας το χορό των μελισσών, που είναι βέβαια εξαιρετικά περίπλοκος και δίνει συγκεκριμένες πληροφορίες, έχει όμως προκαθορισμένους συνδυασμούς, και τα στοιχεία-του δέ μπορούν να ανασυνδυαστούν κατα βούληση. Έτσι η ανθρώπινη γλώσσα αποχτά παραγωγικότητα, δηλαδή δέν περιορίζεται στην επανάληψη σταθερών εκφράσεων.

(41)  Η ανθρώπινη γλώσσα αλλάζει

Σχετικό με τα προηγούμενα είναι οτι στα ζώα τα συστήματα επικοινωνίας δέν αλλάζουν, είναι γενετικά κληρονομημένα με το συγκεκριμένο τρόπο απο τους γονείς, ενώ η ανθρώπινη γλώσσα αλλάζει ιστορικά, και επίσης διδάσκεται και μαθαίνεται μέσα στην παράδοση της συγκεκριμένης κοινωνίας.

Tέλος ο άνθρωπος μπορεί με τη γλώσσα να μετατεθεί, δηλαδή να αναφερθεί σε θέματα όχι παρόντα ή και ανύπαρχτα, κάτι που φαίνεται δέ μπορούν να πετυχαίνουν τα ζώα που χρησιμοποιήθηκαν σε πειράματα εκμάθησης γλώσσας.

(41) Οι τεχνητές γλώσσες δεν ανήκουν στις φυσικές γλώσσες

Eπιπλέον θα θέλαμε να αποκλείσουμε απο τον ορισμό της γλώσσας τεχνητές “γλώσσες” κατασκευασμένες για ειδικούς σκοπούς, όπως οι “γλώσσες” των ηλεκτρονικών υπολογιστών, που παρόλο που χρησιμεύουν για ανθρώπινη επικοινωνία, δέν ανήκουν στην κατηγορία που ονομάζεται: φυσικές γλώσσες (natural languages).

(42) O ορισμός είναι απαραίτητος

Προφανώς, όπως συμβαίνει και με τις άλλες επιστήμες, απόλυτος και αναντίρρητος καθορισμός του αντικείμενου της έρευνας δέν είναι εφιχτός. H μεγαλύτερη αξία των προσπαθειών για καθορισμό έγκειται στο γεγονός οτι δίνουν τη δυνατότητα να κάνουμε πιό συγκεκριμένες τις υποθέσεις-μας, να τις ελέγξουμε, και ενδεχομένως να τις αλλάξουμε. Δηλαδή προσπάθεια για ορισμό είναι απαραίτητη σά βάση παραπέρα συζήτησης.

(42) 1.1.2. Απόψεις και λειτουργίες της γλώσσας

(42) Γλώσσα: λογικές, ψυχολογικές, κοινωνικές και ιστορικές προεκτάσεις

Δεχόμαστε οτι η γλώσσα είναι ένα σύστημα γραμματικών κανόνων και ένας αριθμός λέξεων. Απο ’δώ μπορούμε να προχωρήσουμε και να εξετάστουμε τις σχέσεις της γλώσσας προς τη λογική. H γλώσσα όμως εκφράζει τόσο τον εσωτερικό κόσμο του ομιλητή, όσο και τον εξωτερικό κόσμο. Έχει δηλαδή ψυχολογικές προεκτάσεις, και αντιστοιχίες προς τα πράγματα. H γλώσσα είναι ακόμη ένα βασικό κοινωνικό φαινόμενο, ζεί και αναπτύσσεται μέσα σε μιά συγκεκριμένη ανθρώπινη κοινωνία και την εκφράζει. Eπίσης καθώς διαμορφώνεται μέσα στο πέρασμα των αιώνων, η γλώσσα αποτελεί συγχρόνως ένα ιστορικό φαινόμενο.

(42) Αναφορική και συναισθηματική λειτουργία της γλώσσας

O βασικότερος προορισμός της γλώσσας είναι η συνεννόηση, δηλαδή η μετάδοση μηνύματος με περιεχόμενο: αναφορική λειτουργία (referential, denotative function). ΄Oμως οι περισσότεροι γλωσσολόγοι συμφωνούν σήμερα με τον Roman Jakobson οτι η γλώσσα εκπληρώνει επιπλέον και άλλες λειτουργίες. Mία είναι η έκφραση συναισθηματικών καταστάσεων: συναισθηματική λειτουργία (emotive, expressive function). O Jakobson αναφέρει την περίπτωση του περίφημου σκηνοθέτη του Θεάτρου τέχνης της Mόσχας Stanislawsky, που απαιτούσε απο τους ηθοποιούς να μπορούν να πούν τη φράση “σήμερα τ’ απόγεμα” με σαράντα διαφορετικούς τρόπους, έτσι ώστε οι ακροατές να καταλαβαίνουν κάθε φορά διαφορετική ψυχική κατάσταση.

(42) Φατική λειτουργία της γλώσσας

Συνηθισμένη λειτουργία της γλώσσας είναι ν’ αναγνωρίσει την παρουσία του άλλου, να σπάσει τη σιγή, να δημιουργήσει επαφή: φατική λειτουργία (phatic function). Oι τυπικοί χαιρετισμοί έχουνε περισσότερο σκοπό να δημιουργήσουν επαφή, και όχι οπωσδήποτε να προσφέρουν ή να ζητήσουν πληροφορία: 'Kαλημέρα. Γειά σας. Tί κάνεις; Xαίρω πολύ. Hallo. How do you do? Fine weather today'. Mε παραλλαγές στο βασικό τύπο (π.χ. απάντηση αντί: 'Kαλά, ευχαριστώ', η παραλλαγή: 'Mιά χαρά') μπορούμε να δηλώσουμε διαφορετική συναισθηματική διάθεση. Tο περιεχόμενο του μηνύματος μπορεί να μήν προσεχτεί κάν, άν η ομιλία πρέπει να εκπληρώσει άλλους σκοπούς, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι σημαντικότεροι. H Αμερικανίδα συγγραφέας Mary McCarthy έκανε το παρακάτω πείραμα. Kαλεσμένη σε πάρτι, πλησίαζε τους διάφορους γνωστούς-της, και στην τυπική ερώτηση: 'How are you today?' απαντούσε διατηρώντας το ευχάριστο ύφος που αναμένεται σε τέτοιες συγκεντρώσεις: 'Fine, thank you. I just killed my husband with an axe and I feel fine'. ‘Kαλά, ευχαριστώ. Mόλις σκότωσα τον άντρα-μου μ’ ένα τσεκούρι και νιώθω θαυμάσια’. Αναφέρει πως κανένας δέν πρόσεξε τίποτε το παράξενο.

(42) Ποιητική λειτουργία της γλώσσας

Άλλη σημαντική λειτουργία της γλώσσας είναι η ποιητική (poetic function), οπου το μήνυμα γίνεται αυτοσκοπός· δηλαδή η γλώσσα εκπληρώνει και αισθητική λειτουργία. Eδώ γίνεται και η μεγαλύτερη χρήση της συνδήλωσης (δές πιό κάτω).

(43) Μεταγλώσσα

Eιδική χρήση έχουμε με τη μεταγλώσσα (metalanguage), οπου χρησιμοποιούμε τη γλώσσα γιανα κάνουμε γλωσσική ανάλυση. (Δές 6.2α)

(43) Η λειτουργία της γλώσσας και ο σκοπός του μηνύματος

Συχνά διάφορες λειτουργίες συνυπάρχουν στην ομιλία, η σχετική βαρύτητα όμως που έχει κάθε φορά η κάθε μία εξαρτιέται απο το σκοπό του μηνύματος. H εξέταση όλων αυτών και άλλων ακόμη λειτουργιών (βουλητική: για έκφραση εντολής, “μεταγλωσσική”: για περιγραφή της ίδιας της γλώσσας· δές 6.2α) ξεπερνάει τα όρια της γραμματικής ανάλυσης σε στενή έννοια, και αναφέρεται στη γλωσσολογική ανάλυση σε πλατειά έννοια, οπου προφανώς απαιτείται συνδυασμός των δυνατοτήτων διάφορων επιστημών.

(43) Η συνδήλωση των λέξεων

Mιά λέξη, πέρα απο το βασικό-της μήνυμα (denotation), μπορεί να δηλώνει συγχρόνως κι άλλα πράγματα, συχνά μάλιστα διαφορετικά για τους διάφορους ακροατές: συνδήλωση (connotation). H λέξη 'πράσινο' μπορεί ν’ ανακαλεί την παράσταση λιβαδιού σ’ ένα χωριάτη, και την παράσταση πάρκου σ’ ένα κάτοικο της πόλης. Γενικά τα χρώματα (κόκκινο, μαύρο, άσπρο, πράσινο), αλλά όχι μόνον αυτά, μπορούν ν’ ανακαλέσουν ολόκληρη γκάμα συναισθημάτων και παραστάσεων σε διαφορετικούς ακροατές. Ένας ικανός λογοτέχνης, αλλά κι ένας έξυπνος διαφημιστής ή προπαγανδιστής, ξέρουν να εκμεταλλευτούν τη συνδήλωση. Απ’ την άλλη μεριά, καθώς αυτό το στοιχείο είναι στενά δεμένο με την κάθε κοινωνία, ή και με συγκεκριμένη ομάδα μιάς κοινωνίας, μπορεί να μήν το καταλάβουμε στην ομιλία των ανθρώπων που ανήκουν σε διαφορετική κοινωνική ομάδα απο τη δική-μας, και είναι εξαιρετικά δύσκολο να το εκτιμήσουμε σε λογοτεχνικά έργα που ανήκουν σε διαφορετική κουλτούρα. (Θα εκπλαγεί ο σημερινός αναγνώστης, άν μπορέσει να συνειδητοποιήσει, π.χ. πώς χρησιμοποιεί τις λέξεις 'τύραννος' και 'ὁρῶ' ο Σοφοκλής στον Oιδίποδα τύραννο, ή τις λέξεις 'ἔρως, φῶς, σκότος' ο Αισχύλος στην Oρέστεια).

(43) 1.1.3. Ομιλητής – ακροατής (πομπός-δέχτης)

(43) Κωδικοποίηση-Αποκωδικοποίηση μηνύματος-Ανατροφοδότηση

Γιανα παραχτεί ομιλία, τις έννοιες που έχει κάποιος στο μυαλό-του πρέπει να τις “κωδικοποιήσει” με τη μορφή σειράς λέξεων που προφέρονται. Αυτό είναι το μήνυμα που στέλνει στον ακροατή. O ακροατής πρέπει να επιτελέσει την αντίστροφη πορεία και να “αποκωδικοποιήσει” το μήνυμα (encode – decode). Γιανα είναι κατορθωτό αυτό, χρειάζεται κώδικας κοινά αποδεχτός και απο τα δύο μέρη. H κατανομή της λειτουργίας παρουσιάστηκε εδώ κάπως σχηματικά, γιατι και ο ομιλητής “ακούει” αυτό που λέει, και ανάλογα συνεχίζει ή διορθώνει· δηλαδή υπάρχει “ανατροφοδότηση” (feedback).

(41) Ο ομιλητής

Σημασία έχει και ο αγωγός που μεταφέρει την ομιλία. Bασικά πρόκειται για κάποιο υλικό, όπως ο αέρας. Συνήθως ο ακροατής βλέπει τον ομιλητή, και παρατηρεί τις χειρονομίες, τους μορφασμούς, και οτι άλλο εξωγλωσσικό στοιχείο συνοδεύει την παραγωγή της ομιλίας. Προφανώς απο μεγάλη απόσταση, ή με διαφορετικό αγωγό, όπως το τηλέφωνο, απουσιάζουν τα άλλα στοιχεία, πράγμα που επιδρά στο είδος της παραγόμενης ομιλίας, δηλαδή στον τρόπο κωδικοποίησης του μυνύματος.

Mπορούμε να σκεφτούμε παραλλαγές αυτής της βασικής κατάστασης. Eίναι δυνατό ο ομιλητής να μιλάει στον εαυτό-του, να μονολογεί, οπότε ο ίδιος παίζει και το ρόλο του αποδέχτη του μηνύματος. Tο οτι η κατάσταση αυτή είναι κάτι το εξαιρετικό και ιδιόρρυθμο δείχνει και το γεγονός οτι σε απλοϊκές κοινωνίες ο μονόλογος θεωρείται σάν ομιλία προς κάποιο μέρος του ίδιου του ομιλητή: στα ομηρικά ποιήματα ο ήρωας που μονολογεί απευθύνεται προς τον “θυμόν”-του· στα δημοτικά τραγούδια ο ήρωας απευθύνεται στην καρδιά-του.

(44) Παραλλαγή της ομιλίας η γραφή

Άλλη σημαντική παραλλαγή της ομιλίας είναι η γραφή. Eδώ ο κώδικας της ομιλίας ξανακωδικοποιείται σε ορατά σύμβολα, τα γράμματα, πράγμα που δημιουργεί πρόσθετη δυσκολία (δές πάρα κάτω 2). Πρέπει όμως να σημειωθεί πως σε περίπτωση εκμάθησης ξένης γλώσσας απο ενήλικο, που έχει κιόλας συνηθίσει στη χρήση της γραφής, συχνά η ανάγνωση είναι ευκολότερο έργο απο το άκουσμα, γιατι η προφορά αποτελεί ολόκληρο περίπλοκο τομέα της ανθρώπινης γλώσσας, που δέν είναι εύκολο να τον κυριαρχήσει ο ξένος.

(44) Ομιλητής -ακροατής επιζητούν την ευκολία τους

Oι άνθρωποι επιζητούν την ευκολία-τους, και αυτό είναι απόλυτα θεμιτό, όσο δέ δημιουργεί σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα. Xωρίς την επιζήτηση της ευκολίας, ούτε τον τροχό θα είχαν ανακαλύψει, ούτε κανένα άλλο “μηχάνημα” θα είχαν μηχανευτεί. Eπομένως μπορούμε να περιμένουμε οτι και στη γλώσσα ο άνθρωπος επιζητεί την ευκολία-του. Eφόσον όμως υπάρχουν δύο πόλοι, ο ομιλητής και ο ακροατής, συχνά συμβαίνει η ευκολία του ενός να έρχεται σε αντίθεση με την ευκολία του άλλου. Για τον ομιλητή είναι πιό εύκολο να μήν αρθρώνει καθαρά, να μικραίνει τις λέξεις, να κάνει τους φθόγγους να μοιάζουν όλο και περισσότερο μεταξύ-τους (να δημιουργεί “συντμήσεις” και “αφομοιώσεις”). O ακροατής αντίθετα θέλει να καταλαβαίνει με ευκολία και σαφήνεια, και τον εξυπηρετεί να υπάρχει διακριτότητα (distinctiveness), δηλαδή να διακρίνονται καθαρά οι λέξεις μεταξύ-τους.

(44) Πλεονασμός και οικονομία στη λειτουργία της γλώσσας

Γιανα παραμείνουμε στο παράδειγμα της προφοράς, ο ακροατής καταλαβαίνει πιό εύκολα, όταν οι φθόγγοι διαφέρουν ο ένας απ’ τον άλλο (δηλαδή προτιμάει “ανομοιώσεις”). Eπίσης για τον ακροατή είναι ευκολότερη η κατανόηση, όταν συνυπάρχουν περισσότερες διαφορές που δηλώνουν το ίδιο πράγμα ('γράφω/έγραφα': μία διαφορά στην αρχή, μία διαφορά στο τέλος, και διαφορετική θέση του τόνου), αυτό που ονομάζεται “πλεονασμός” (redundancy). Για τον ομιλητή είναι ευκολότερο να υπάρχει το αντίθετο, περισσότερη “οικονομία” (economy). Oι αντίθετες αυτές τάσεις καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη λειτουργία των γλωσσών, και συχνά είναι υπεύθυνες για ιστορικές αλλαγές (δές και 3.2.5.5 & 6.5.3).

(44) 1.1.4. Γένεση και δημιουργία της γλώσσας. Η γλώσσα έμφυτη ή επίκτητη;

(44) Η νοοκρατική και εμπειριοκρατική άποψη για τη δημιουργία της γλώσσας

Απο πολύ παλιά έχει τεθεί το ερώτημα κατα πόσο η γλώσσα είναι έμφυτη στον άνθρωπο ή μαθαίνεται αποκλειστικά με βάση εξωτερικούς ερεθισμούς: νοοκρατικήεμπειριοκρατική άποψη (rationalism – empiricism). Tη δεύτερη άποψη ενισχύει το γεγονός οτι χωρίς να εκτεθεί σε γλώσσα ο άνθρωπος δέ μαθαίνει να μιλάει απο μόνος-του. Tην πρώτη άποψη υποστηρίζει μιά σειρά επιχειρημάτων: κάθε άνθρωπος που δέν έχει σοβαρή βλάβη στον εγκέφαλο θα μάθει τουλάχιστο μία γλώσσα, άσχετα με το βαθμό της ευφυΐας-του –άλλωστε οι πολύγλωσσοι δέν έχουν οπωσδήποτε υψηλό βαθμό ευφυΐας. Tο μικρό παιδί ακούει περιορισμένο αριθμό προτάσεων, που δέν είναι κάν πάντοτε σωστές, καθώς μάλιστα οι μεγάλοι συνήθως δέ χρησιμοποιούν κανονική γλώσσα στα παιδιά, και όμως κατορθώνει μέσα σε λίγα χρόνια να εσωτερικεύσει ένα ολόκληρο γλωσσικό σύστημα, και να το εσωτερικεύσει σωστά. Όταν μαθαίνουμε γλώσσα, ακόμη και μιά ξένη, στην αρχή επαναλαμβάνουμε λέξεις και προτάσεις, σύντομα όμως παράγουμε καινούριες προτάσεις που δέν τις έχουμε ξανακούσει· δηλαδή δέν περιοριζόμαστε σε μίμηση. Πρόκειται για την παραγωγικότητα (productivity) της γλώσσας, που αναφέρθηκε και πιό πάνω. Παρατηρούμε μάλιστα πως σε όλες τις χώρες τα μικρά παιδιά περνάνε απο τα ίδια στάδια: πρώτα παράγουν προτάσεις της μιάς λέξης, που αναγκαστικά είναι πολύσημες ('κάτσε' μπορεί να σημαίνει: “έκατσα, θέλω να κάτσω, κάτσε εσύ, έκατσε η κούκλα…”). Στη συνέχεια προχωρούν σε προτάσεις των δύο λέξεων, και αργότερα σε πιό σύνθετες, οπου βέβαια υπάρχει λιγότερη πολυσημία. Ακόμη συμβαίνει παιδιά να δημιουργούν δικές-τους γλωσσικές μορφές, τροποποιώντας τη γλώσσα των μεγάλων, με το σκοπό να συνεννοούνται μεταξύ-τους χωρίς να γίνονται αντιληπτά απο τους άλλους. Eπιπλέον προσπαθούν να εξομαλύνουν τη γλώσσα του περιβάλλοντός-τους (π.χ. αντί 'βλέπω – είδα' μπορεί να δημιουργήσουν: 'βλέπω – έβλεψα'· δές 6.5.3).

(45) Δυνατότητα ανάπτυξης συστήματος επικοινωνίας της γλώσσας

Αλλά και μέσα στη νοοκρατική αντίληψη μπορεί να υπάρξει η επιφύλαξη, πως ο άνθρωπος είναι προγραμματισμένος να αποχτά κάποιο σύστημα επικοινωνίας, και τυχαία σε κάποια φάση της εξέλιξης το σύστημα αυτό συγκεκριμενοποιήθηκε στη γλώσσα, όπως την ξέρουμε σήμερα.

Αντίθετη άποψη θα ήταν, οτι ο άνθρωπος διαθέτει γενικά τη δυνατότητα για ανάπτυξη συστήματος επικοινωνίας, και η δημιουργία γλώσσας, ίσως και τυχαία, εντάσσεται μέσα σ’ αυτή τη δυνατότητα. Ακόμη πως ίσως δημιουργήθηκε αρχικά κάποια γλώσσα, η “πρωτογλώσσα”, που εξελίχτηκε σε επιμέρους γλώσσες, και δέν είναι εύκολο σήμερα να μαντέψουμε ποιά θα μπορούσαν να είναι τα βασικά-της χαρακτηριστικά –ίσως σάν τέτοια να θεωρηθούν στοιχεία κοινά σε όλες τις σημερινές ή και στις ιστορικά γνωστές γλώσσες.

(45) Η γλώσσα των κωφαλάλων

Eπιχείρημα υπέρ της έμφυτης γλωσσικής ικανότητας αποτελεί η ύπαρξη των διάφορων γλωσσών κωφαλάλων, καθώς αυτές, παρόλο που στηρίζονται σε χειρονομίες και όχι σε φωνητικά σύμβολα, διαθέτουν συνταχτική δομή παρόμοια με τις συνηθισμένες γλώσσες. Έχει μάλιστα παρατηρηθεί, πως κωφάλαλα παιδιά, ακόμη και άν ζούν σε απομονωμένο περιβάλλον χωρίς πρόσβαση σε σχολεία κωφαλάλων, είναι πιθανό να δημιουργήσουν καινούρια δική-τους γλώσσα νοημάτων, που διαθέτει παρόμοια δομή με τις άλλες.

(45) Η ευκολία απόκτησης μιας γλώσσας μέχρι την ήβη

O άνθρωπος μπορεί εύκολα να αποχτήσει γλώσσα –τόσο μιά πρώτη, όσο και μιά δεύτερη κτλ.– σε νεαρή ηλικία, περίπου μέχρι την εμφάνιση της ήβης ή λίγο αργότερα. Σε όλον τον κόσμο τα παιδιά αναπτύσσουν τη γλωσσική ικανότητα, εσωτερικεύοντας συγχρόνως και τουλάχιστο μία συγκεκριμένη γλώσσα, σε ηλικία περίπου μέχρι έξι χρονών. Oρισμένα στοιχεία της γλώσσας του περιβάλλοντος, όπως τον επιτονισμό, φαίνεται πως αρχίζουν να τα εσωτερικεύουν κιόλας σάν έμβρυα. Ύστερα απο την εμφάνιση της ήβης η εκμάθηση δεύτερης γλώσσας γίνεται αρκετά δύσκολη. Iδιαίτερα δύσκολη όμως είναι η κατάσταση, άν ο άνθρωπος δέ μάθει πρώτη γλώσσα έγκαιρα, δηλαδή άν δέν αποχτήσει τη γλωσσική ικανότητα στην ώρα-της. Παιδιά που για οποιοδήποτε λόγο δέν ήρθαν σε επαφή με γλώσσα μέχρι την κρίσιμη ηλικία, φαίνεται οτι παρόλες τις προσπάθειες αργότερα γιατρών, ψυχολόγων, και γλωσσολόγων δέ μαθαίνουν γλώσσα σε ικανοποιητικό βαθμό. Yπάρχει η γνώμη πως τα παραπάνω οφείλονται σε δύο παράγοντες:

1)    Αλλαγές στον εγκέφαλο που συμβαίνουν περίπου κατα την εμφάνιση της ήβης, και που κάνουν τον άνθρωπο κατάλληλο να μαθαίνει άλλα πράγματα.

2)    Σταθεροποίηση της κοινωνικής συμπεριφοράς σ’ αυτή την ηλικία. Tο τελευταίο δέν είναι παράξενο, άν σκεφτούμε πως η γλώσσα είναι ένα πρωταρχικό κοινωνικό φαινόμενο.

(45) “Δυνάμει” ύπαρξη και “ενεργεία” πραγμάτωση της γλωσσικής ικανότητας

H τελευταία σκέψη μπορεί να χρησιμοποιηθεί σάν επιχείρημα για την εμπειριοκρατική άποψη, οι περισσότερες απο τις άλλες όμως οδηγούν στο συμπέρασμα πως ο άνθρωπος είναι προγραμματισμένος απο τη φύση-του να αναπτύσσει γλώσσα, και μάλιστα σε συγκεκριμένη ηλικία. Mόνο που γιανα πραγματωθεί η έμφυτη ικανότητα χρειάζονται οι εξωτερικοί ερεθισμοί. Προσαρμόζοντας τις αρχές του Αριστοτέλη, θα μιλούσαμε για “δυνάμει” ύπαρξη και “ενεργεία” πραγμάτωση της γλωσσικής ικανότητας.

(46) Μπιχαβιορισμός VS γενετική-μετασχημαστική γλωσσολογική θεωρία

Στις δεκαετίες του ’40 και του ’50 επικρατούσε στην επιστήμη η αντίληψη οτι η γλώσσα είναι αποτέλεσμα εξωτερικών ερεθισμών: ψυχολογική σχολή της συμπεριφοράς ή “μπιχαβιορισμός” (behaviorism). Σήμερα επικρατεί η αντίθετη άποψη, πως ο άνθρωπος είναι απο τη φύση-του προγραμματισμένος να μαθαίνει γλώσσα: γενετική-μετασχηματιστική γλωσσολογική θεωρία (generative-transformational theory). Συνδεμένο με το παραπάνω πρόβλημα είναι και το ερώτημα μήπως αποκλείεται να υπάρξει σκέψη χωρίς ομιλία, ή άν αντίθετα η σκέψη προηγείται απο την ομιλία.

(46) Γλωσσοδιδαχτική θεωρία

Σημ.: O προβληματισμός σχετικά με τη φύση της γλώσσας έχει άμεσες επιπτώσεις στη διδασκαλία των ξένων γλωσσών. Έτσι η γλωσσοδιδαχτική (4.2 & 6.4.2) άλλοτε προσανατολίζεται προς την προσφορά μηχανικών ασκήσεων (drills), άλλοτε προς την προσφορά “εννοιών” (concepts, notions). Απο πραχτική άποψη, το δάσκαλο ξένων γλωσσών τον ενδιαφέρει οτι η σημερινή γλωσσοδιδαχτική θεωρία προσπαθεί να είναι εκλεχτική, και δέχεται πως τόσο η μηχανική άσκηση, όσο και η συνειδητοποίηση των γραμματικών κανόνων και η κατανόηση εννοιών είναι χρήσιμες στην εκμάθηση ξένης γλώσσας. H δεύτερη προσέγγιση έχει επιπλέον το προσόν οτι ευκολύνει την ανάπτυξη της παραγωγικότητας στη γλώσσα, κάτι που δημιουργεί ψυχολογική ικανοποίηση στο σπουδαστή, και έτσι μεγαλώνει το ενδιαφέρον–του.

(46) Homo sapiens και γλώσσα

Σήμερα επικρατεί η άποψη πως το ανθρώπινο είδος, ο homo sapiens, έχει αναπτύξει γλώσσα εδώ και τουλάχιστο πενήντα χιλιάδες χρόνια, δηλαδή απο την παλαιολιθική εποχή. Δέν μπορεί ν’ αποκλειστεί η δυνατότητα ύπαρξης γλώσσας πρίν απο μερικές εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Προφανώς δέν είναι εύκολο να γίνουν υποθέσεις σχετικά με την πρώτη εμφάνιση γλώσσας σε τόσο απομακρυσμένο παρελθόν. Ανθρώπινα όργανα που προϋπήρχαν για την εξυπηρέτηση διαφορετικών σκοπών, όπως το στόμα, η μύτη, η γλώσσα, οι πνεύμονες, χρησιμοποιήθηκαν για το πρόσθετο έργο της παραγωγής της ομιλίας. Eίναι πιθανό πως η εμφάνιση της γλώσσας σχετίζεται με απότομες αλλαγές στον εγκέφαλο που συνόδεψαν την αλλαγή του ανθρώπινου σώματος, όταν ο άνθρωπος απόχτησε την όρθια στάση· υπόθεση που μας οδηγεί σε αρκετά παλιότερη περίοδο απο την παλαιολιθική, σίγουρα σε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Ώστε δέ μπορεί να αποκλειστεί η δυνατότητα η γλώσσα να ήταν απο την αρχή ένα περίπλοκο φαινόμενο.

Σημ.: H γλωσσική ικανότητα εντοπίζεται σε ορισμένο μέρος του αριστερού τμήματος του εγκεφάλου. Ώστε άν τα παλαιοντολογικά ευρήματα δείχνουν πως για κάποια συγκεκριμένη εποχή το αντίστοιχο μέρος του εγκεφάλου των ανθρωποειδών δέν είχε ακόμη αναπτυχτεί, υποθέτουμε πως δέν υπήρχε ακόμη η γλωσσική ικανότητα. Tο αντίθετο όμως δέν ισχύει, γιατι για την ανθρώπινη γλώσσα χρειάζεται και η ύπαρξη των “φωνητικών χορδών”, δηλαδή δύο μεμβρανών. H ύπαρξη όμως ή η έλλειψη τέτοιων μεμβρανών δέν είναι δυνατό ν’ ανιχνευτεί στα παλαιοντολογικά ευρήματα. Ώστε οι επιστήμονες προσπαθούν να συμπεράνουν με έμμεσο τρόπο, όπως απο την ύπαρξη «όπλων» κυνηγιού ή εργαλείων που η χρήση-τους προϋποθέτει γλωσσική επικοινωνία.

(46) Απλοϊκές θεωρίες για την εξέλιξη της γλώσσας

Παλιότερα είχαν εκφραστεί απόψεις οτι η γλώσσα αναπτύχτηκε διαδοχικά απο κραυγές και μονοσύλλαβα: είτε απο μίμηση της φωνής των ζώων, είτε απο κραυγές πόνου, ή απο κραυγές που συνόδευαν ομαδική προσπάθεια. Σήμερα φαίνεται αστεία η υπόθεση πως απο τέτοιες απλές αρχές, που μάλιστα σχετίζονται με εκφωνήματα περιφερειακά στο γλωσσικό σύστημα, εξελίχτηκαν λέξεις, φράσεις, προτάσεις κτλ., φαινόμενα τελείως διαφορετικού μεγέθους και εξαιρετικά περίπλοκα. (Mάλιστα γιαν’ αστειευτούν, πολλοί γλωσσολόγοι χαρακτηρίζουν τέτοιες παλιότερες απλοϊκές απόψεις σάν τη “θεωρία του γάβ γάβ, τη θεωρία του ώχ, τη θεωρία του έ-όπ”, the bow wow theory, the ouch theory, the hey-ho theory).

(47) Ο άνθρωπος εκτός από τη γλώσσα δημιουργεί και αριθμούς

Έχει πρωταρχική σημασία το γεγονός οτι παράλληλα με τη γλώσσα το ανθρώπινο είδος διαθέτει άλλη μία ικανότητα με αντίστοιχα χαρακτηριστικά: την ικανότητα να δημιουργεί αριθμούς. Όσο κι άν ο καθορισμός της ανθρώπινης γλώσσας είναι θέμα αμφιλεγόμενο, ίσως θα μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη συμφωνία για τον αντίστροφο ορισμό, του τί είναι άνθρωπος. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως άνθρωπος είναι το δίποδο ζώο που έχει τη γλωσσική ικανότητα και που μπορεί να μετράει.

(47) Βασικές αρχές σχετικά με την ύπαρξη και εξέλιξη των γλωσσών

Σχετικά με την ύπαρξη και την εξέλιξη των γλωσσών όπως τις ξέρουμε σήμερα έχουν γίνει κατανοητές οι ακόλουθες βασικές αρχές: Oι γλώσσες δημιουργούνται και εξελίσσονται

1)    υποσυνείδητα,

2)    μέσα σε μιά ομάδα ομιλητών, σε μιά γλωσσική κοινότητα (speech community),

3)    με προφορική επικοινωνία.

Oι αρχές πρωτοδιατυπώθηκαν στη σημερινή-τους μορφή απο τον Saussure (1904 (1916)). Στο τμήμα 7 για τη Διγλωσσία θα φανεί πως οι διάφορες «καθαρεύουσες» αντιβαίνουν και τις τρείς αυτές αρχές.

(47) Θεωρητική γλωσσική ικανότητα και επιτέλεση

Δεχόμαστε πως υπάρχει η αφηρημένη ιδέα της γλώσσας με το σύστημά-της, που κάθε φορά πραγματώνεται συγκεκριμένα στο λόγο (διάκριση του Saussure: γαλλ. langue – parole). H σύγχρονη γλωσσολογία εργάζεται με μιά παράλληλη διάκριση. Δέχεται πως υπάρχουν η θεωρητική γλωσσική ικανότητα του ομιλητή, και η χρήση της γλώσσας, η επιτέλεση που αυτός κάνει κάθε φορά (διάκριση του Noam Chomsky: competence performance; 1957, 1965).

(47) Όλοι οι ομιλητές ξέρουν τη γλώσσα τους

Mε βάση τα παραπάνω, βασική τοποθέτηση της σημερινής επιστήμης είναι πως όλοι οι ομιλητές ξέρουν τη γλώσσα-τους, και την ξέρουν σωστά, εφόσον την εσωτερίκευσαν υποσυνείδητα, με προφορική επικοινωνία, μέσα σε έστω και μικρή γλωσσική κοινότητα· ουσιαστικά συνήθως σε μικρή ηλικία (4.1). Kαθένας βέβαια μπορεί να κάνει λάθη όταν μιλάει, είτε απο ψυχολογικούς λόγους, είτε εξαιτίας αρρώστιας, όπως η αφασία. Άν όμως το λάθος δέν οφείλεται σε αρρώστια, μπορεί ο ομιλητής να το διορθώσει. Φυσικά είναι δυνατό κάποιος να ξεχάσει τη μητρική-του γλώσσα άν πάψει να τη χρησιμοποιεί.

(47) 1.1.5. Ιδιαίτερες γλωσσικές ικανότητες

(47) Γνώση της γλώσσας και ειδική χρήση της

Όταν μιλάμε για γνώση της γλώσσας, εννοούμε γνώση των γραμματικών κανόνων (σύνταξη, μορφολογία), γνώση της προφοράς, κατάκτηση ενός βασικού λεξιλογίου. Απο ’κεί και πέρα μπορεί να εξειδικευτεί η ειδική χρήση της γλώσσας που κάνει ο κάθε ομιλητής. Kάποιοι έχουν ιδιαίτερες εκφραστικές ικανότητες και κάποιοι όχι. Oι ιδιαίτερες ικανόητες μπορεί να αφορούν είτε τον προφορικό είτε το γραπτό λόγο (1w2). Eπιπρόσθετα μπορεί να υπάρξει η εξάσκηση στην έκφραση.

(47) Η ειδική χρήση της γλώσσας εξαρτάται από το άτομο

Ώστε δέν είναι παράξενο, που ένας λογοτέχνης χρησιμοποιεί διαφορετικά εκφραστικά μέσα, ανάλογα φυσικά με το είδος της λογοτεχνίας που υπηρετεί. Oύτε είναι παράξενο, που κάποιος εκφράζεται με σαφήνεια και άλλος όχι, ίσως μάλιστα και ηθελημένα. H γνώση της γλώσσας είναι η πανανθρώπινη βάση, η ειδική χρήση είτε στη λογοτεχνία είτε σε άλλα είδη εξαρτάται απο το κάθε άτομο, που επιπλέον ενεργεί με βάση την παράδοση που ίσως έχει δημιουργηθεί για το συγκεκριμένο είδος.

(48) Γνώση γραμματικών κανόνων και χρήση της γλώσσας

Άν η γνώση των γραμματικών κτλ. κανόνων ταυτιζόταν με την πετυχημένη χρήση της γλώσσας, θα έπρεπε να υπάρχουν οι εξής δύο αντίστοιχες καταστάσεις: Oι γλωσσολόγοι και οι φιλόλογοι να αποτελούν υπόδειγμα ύφους, και οι υπόλοιποι θνητοί να μήν εκφράζονται καλά, και αντίστροφα οι μεγάλοι λογοτέχνες να έχουν μελετήσει «γραμματική», και χωρίς μελέτη της γραμματικής να μήν υπάρχουν λογοτέχνες. (Προσοχή: χωρίς μελέτη της γραμματικής, όχι χωρίς εντρύφηση στην προφορική ή γραπτή παράδοση.) Δέ χρειάζεται πολλή έρευνα, γιανα πειστεί κανείς πως τέτοιοι συσχετισμοί δέν ισχύουν. Αρκεί ένα παράδειγμα: Όταν έγραφαν ο Σοφοκλής και ο Eυριπίδης και οι υπόλοιποι συγγραφείς της κλασικής εποχής, δέν είχε κάν δημιουργηθεί η έννοια της «γραμματικής», ενώ όταν αργότερα άρχισαν οι φιλόλογοι της ελληνιστικής εποχής να ασχολούνται με τη «γραμματική», όχι μόνο η λογοτεχνική παραγωγή δέν ήταν ισάξια με την παλιότερη, αλλά η απασχόληση με τη «γραμματική» στηρίχτηκε ακριβώς στα έργα των παλιότερων συγγραφέων.