Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Π"

Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [3481 - 3500]
ποριστικός, , -όν (πορίζω), ικανός να προσφέρει, σε Ξεν.
πόρκης, -ου, , δαχτυλίδι ή κρίκος, που συνδέει την αιχμή του δόρατος με τη λαβή, σε Ομήρ. Ιλ.
πορνεία, , εκπόρνευση, πορνεία, σε Δημ.
πορνεῖον, τό, οίκος ανοχής, χαμαιτυπείο, σε Αριστοφ.
πορνεύω, I. παρέχω τον εαυτό μου, εκδίδομαι — Παθ., λέγεται για γυναίκα, είμαι ή γίνομαι πόρνη, σε Ηρόδ., Δημ. κ.λπ. ΙI. αμτβ. στην Ενεργ., = Παθ., σε Λουκ.
πόρνη, (πέρνημι), γυναίκα που εκδίδεται, σε Αριστοφ.
πορνίδιον, τό, υποκορ. του πόρνη, σε Αριστοφ. κ.λπ.
πορνικός, , -όν (πόρνη), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην πόρνη, πορνικὸν τέλος, φόρος που πληρώνουν όσοι εξασκούν πορνεία, σε Αισχίν.
πορνοβοσκέω, μέλ. -ήσω, διατηρώ πορνείο (οίκο ανοχής), σε Αριστοφ.
πορνοβοσκία, , το επάγγελμα του πορνοβοσκοῦ, σε Αισχίν.
πορνο-βοσκός, , αυτός που διατηρεί οίκο ανοχής, σε Αισχίν., Δημ.
πορνο-φίλας, (φιλέω), αυτός που αγαπά τις πόρνες, σε Ανθ.
πόρος, (περάω), I. 1. μέσο για διάβαση ποταμού, πέρασμα, στενό, Λατ. vadum, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· Πλούτωνος πόρος, τα στενά της Στύγας, σε Αισχύλ. 2. στενή θάλασσα, ισθμός, πορθμός, Λατ. fretum, σε Ησίοδ., Αισχύλ.· Ἰόνιος πόρος, το Ιόνιο πέλαγος που είναι το πέρασμα από την Ελλάδα στην Ιταλία, σε Πίνδ.· ἐν πόρῳ, στη διάβαση των πλοίων, στον ομαλό δρόμο, σε Ηρόδ. 3. περιφραστικά, πόροι ἁλός, τα μονοπάτια της θάλασσας, δηλ. η ίδια η θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ.· ἐνάλιοι πόροι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, λέγεται για ποτάμια, πόρος Ἀλφεοῦ, Σκαμάνδρου, δηλ. ο Αλφειός κ.λπ., σε Πίνδ. 4. δρόμος πάνω από το ποτάμι, δηλ. γέφυρα, σε Ηρόδ. 5. γενικά, μονοπάτι, δρόμος, σε Αισχύλ., Σοφ.· πόρος οἰωνῶν, δρόμος τον οποίο διασχίζουν, σε Αισχύλ. 6. δίοδος μέσω του δέρματος, οἱ πόροι, πόροι του δέρματος, σε Πλάτ. II. 1. με γεν. πράγμ., τρόπος ή τα μέσα προς επίτευξη, ολοκλήρωση, οὐκ ἐδύνατο πόρον οὐδένα ἀνευρεῖν, σε Ηρόδ.· πόρος ὁδοῦ, μέσα προς εκτέλεση πορείας, σε Αριστοφ.· πόρος κακῶν, μέσα αποφυγής κακών, σε Ευρ.· με απαρ., πόρος τις τίσασθαι, στον ίδ. 2. απόλ., μέσα επινόησης, εφεύρεση, τέχνασμα, διέξοδοι, σε Αισχύλ., Αριστοφ. 3. στην Αθήνα, πόρος χρημάτων, τρόπος απόκτησης χρημάτων, σε Ξεν., Δημ.· στον πληθ., οι «τρόποι και τα μέσα», εισοδήματα, πρόσοδοι, σε Δημ. III. πορεία, πλεύση, ταξίδι, σε Αισχύλ., Ευρ.
πόρπᾱμα, -ατος, τό (πορπάω), ένδυμα που δένεται με την πόρπην, στον πληθ., σε Ευρ.
πόρπαξ, -ᾱκος, , I. λαβή ασπίδας, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· ἔχουσι πόρπακας (αἱ ἀσπίδες), δηλ. είναι έτοιμες για χρήση, σε Αριστοφ. II. μέρος από την πανοπλία της κεφαλής του αλόγου, σε Ευρ.
πορπάω, Αττ. προστ. αορ. αʹ πόρπᾱσον (όχι -ησον), ενώνω με πόρπη, συνδέω αγκράφα, πιάνω με πόρπη ή κουμπώνω, σε Αισχύλ.
πόρπη, (πείρω), = περόνη, καρφίτσα, σε Ευρ.· στον πληθ., πόρπη ή καρφίτσα, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
πόρρω, -ωθεν, -ωτέρω, -ωθεν, βλ. πρόσω, πρόσωθεν.
πορσαίνω, βλ. πορσύνω.
πόρσῐον, πόρσιστα, βλ. πρόσω.