Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Α"

Βρέθηκαν 6.787 λήμματα [1 - 20]
Αα, ἄλφα, τό, άκλιτο, το πρώτο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό, αʹ = εἷς και πρῶτος, αλλά ͵α = 1.000. I. Μεταβολές του ᾰ: 1. Αιολ. αντί ε, ἄλλοτα αντί ἄλλοτε· αντί ο, εἴκατι αντί εἴκοσι· αντιστρόφως, συνήθως βρίσκεται ο αντί , βλ. ο. 2. α) Δωρ., αντί ε, ἄλλοκα αντί -τε· β) στο κύριο σώμα των λέξεων, ἱαρός αντί ἱερός. 3. α) Ιων. αντί ε, μέγαθος αντί μέγεθος· αντιστρόφως, ε αντί , βλ. ε. β) το μετατρέπεται σε η στους αριθμητικούς τύπους, διπλήσιος, πολλαπλήσιος αντί διπλάσιος, πολλαπλάσιος. γ) σε ορισμένες λέξεις το αντικαθιστά το η, όπως μεσαμβρίη αντί μεσημβρία, ἀμφισ-βᾰτέω αντί ἀμφισ-βητέω. δ) αντί ο, όπως ἀρρωδέω αντί ὀρρωδέω. II. Μεταβολές του ᾱ: 1. α) το η της Ιων. μετατρέπεται σε στην Αιολ. και Δωρ. στην αʹ κλίση, όπως πύλα, Ἀτρείδας αντί πύλη, Ἀτρείδης. Επίσης, όταν το α είναι το φωνήεν της ρίζας, όπως θνᾴσκω αντί θνῄσκω (√ΘΑΝ). Όμως το η αντί ε ή ει διατηρείται συνήθως στην Αιολ. και Δωρ., όπως στο ἠρχόμαν (ἔρχομαι), αλλά ἀρχόμαν (ἄρχομαι). β) αντιστρόφως, στη Δωρ. τα -αε και -αει στις κλιτικές καταλήξεις των ρημάτων σε -άω συναιρούνται σε η κι όχι σε -ᾱ, όπως ἐνίκη αντί -ᾱ· ὁρῇς αντί -ᾷς. Παρομοίως σε περιπτώσεις κράσης, τἠμά αντί τὰ ἐμά, κἠγών αντί καὶ ἐγών γ) στη Δωρ. τα αο και άω συναιρούνται όχι σε ω αλλά σε , βλ. Ω ω. 2. στην Ιων., το η αντί είναι χαρακτηριστικό, όπως στην αʹ κλίση: σοφίη, -ην, Ἀρισταγόρης, -ην· εάν η ονομ. τελειώνει σε , η μετατροπή συμβαίνει μόνο στη γεν. και δοτ.: ἀλήθειᾰ, -ης, -ῃ, -αν.
α-, αχώριστο πρόθεμα στα σύνθ.: I. α στερητικό· εκφράζει έλλειψη ή απουσία, όπως το Λατ. in- ή το Αγγλ. un-, π.χ. σοφός, σώφρων· ἄ-σοφος, άφρονας· βλ. ἀν-. Αυτό το α σπανίως προηγείται φωνήεντος, όπως στα ἄ-ατος, ἀ-ήθης. Συχνότερα απαντά μπροστά από δασεία, όπως στα ἀ-ήσσητος, ἀ-όρατος, ἀ-όριστος· μερικές φορές το α συνενώνεται με το φωνήεν που ακολουθεί, όπως ἄκων(ἀέκων), ἀργὸς (ἀεργός)· πριν από φωνήεν το ἀν- είναι περισσότερο συνηθισμένο. Κανονικά συντίθεται μόνο με ουσ.· για εξαιρέσεις, βλ. ἀβουλέω, ἀνήδομαι, ἀτίζω. II. α αθροιστικό· εκφράζει ένωση, ομοιότητα· κυρίως με δασεία, όπως στα ἁ-θρόος, ἅ-πας, αλλά και με ψιλή, στα ἄ-κοιτις, ἄ-λοχος, ἀ-δελφός, ἀ-τάλαντος, ἀ-κόλουθος. Είναι πιθ. συγγενές προς το επίρρ. ἅμα. III. α επιτατικό, όπως απαντά στο επίρρ. ἄγαν = πολύ. Η ύπαρξη αυτού του α είναι αμφίβολη· κάποιες λέξεις που αναφέρονται σε αυτό ανήκουν στο α στερητικό, όπως ἀ-δάκρυτος, ἀ-θέσφατος, ἄ-ξυλος (βλ. αυτ.)· σε άλλες, όπως στις ἄ-σκιος, ἀτενής, ἀ-σπερχές, ἀ-σκελές, το α μπορεί να είναι α αθροιστικό. IV. α ευφωνικό, σε λέξεις όπως ἀ-βληχρός, ἀ-σπαίρω, ἀ-σταφίς, ἀ-στεροπή αντί βληχρός, σπαίρω, σταφίς, στεροπὴ ( σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, εκτός από εκεί όπου η θέση μεταβάλλει την ποσότητα. Ωστόσο, επίθ. που ξεκινούν με τρεις βραχείες συλλαβές έχουν στο δακτυλικό μέτρο, όπως τα ἀ-δάματος, ἀ-θέμιτος, ἀ-κάματος, ἀ-πάλαμος· ένα επίθ., το ἀ-θάνατος, με τα παράγωγά του, έχει σε όλα τα μέτρα).
, επιφών., όπως το Λατ. και Αγγλ. ah! ἆ δειλέ, ἆ δειλώ, ἆ δειλοί, σε Όμηρ.· μερικές φορές διπλό, ἆ ἆ, σε Αισχύλ.
, I. Δωρ. αντί άρθρου ἡ. II. , Δωρ. αντί της αναφορ. αντων. ἥ. III. , Δωρ. αντί , θηλ. δοτ. του ὅς.
ἃἅ ή ἇἇ, λέγεται για να εκφράσει γέλιο ή αστείο, χα! χα!, σε Ευρ., Αριστοφ.
ἀ-άᾱτος, -ον, στην Ομήρ. Ιλ. με μακρόχρονη παραλήγουσα, I. (α στερητικό, ἀάω) απαραβίαστος, απαράβατος, άτρωτος· νῦν μοι ὄμοσσον ἀάᾱτον Στυγὸς ὕδωρ, επειδή οι θεοί έδιναν τους πιο ιερούς τους όρκους στο νερό της Στύγας. II. ἀάᾰτος, -ον, στην Ομήρ. Οδ. με βραχεία παραλήγουσα, (α αθροιστικό, ἀάω), επιβλαβής, επικίνδυνος· ἄεθλος ἀάᾰτος.
ἀ-ᾱγής, -ές (ἄγνυμι), αδιάσπαστος, αρραγής, σκληρός, δυνατός, άθραυστος, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.
ἄ-απτος, -ον (ἅπτομαι), ανέγγιχτος, ακατάσχετος, αήττητος, χεῖρες ἄαπτοι, σε Όμηρ., Ησίοδ.
ἄᾰσα, συνηρ. ἆσα, αόρ. αʹ του ἀάωΜέσ., ἀᾰσάμην, ἀσάμηνΠαθ., ἀάσθην.
ἀάσπετος, ἀάσχετος, βλ. ἄσπετος, ἄσχετος.
ἄᾰται, I. Επικ. Μέσ. από το ἄω. II. ἀᾶται, από το ἀάω.
ἄ-ᾰτος, συνηρ. ἆτος, -ον (ἄω), ακόρεστος, με γεν.· Ἄρης ἆτος πολέμοιο, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀάω (√ΑϜ, πρβλ. ἄτη, αὐ-άτα), χρησιμοποιείται από τον Όμηρ. στον Ενεργ. αόρ. αʹ ἄᾰσα, συνηρ. ἆσα, Μέσ. ἀᾰσάμην, συνηρ. ἀσάμην, Παθ., ἀάσθην· ενεστ. μόνο στο γʹ ενικ. της Μέσ. ἀᾶται· I. κυρίως, βλάπτω, φθείρω, καταστρέφω· έπειτα, παροδηγώ, παραπλανώ, λέγεται για τις παρενέργειες του κρασιού, του ύπνου, των θεϊκών χρησμοδοτήσεων, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως στη Μέσ., Ἄτη ἣ πάντας ἀᾶται, σε Ομήρ. Ιλ. II. Μέσ. και Παθ. αόρ. αʹ με αμτβ. σημασία· ενεργώ αλόγιστα ή αψήφιστα· ἀασάμην = αποχαυνώθηκα, αποβλακώθηκα, πλανήθηκα, σε Ομήρ. Ιλ.· μέγ'ἀάσθη, στο ίδ. (Οι ποσότητες των φωνηέντων ποικίλλουν· ᾱᾰσεν, ᾱᾱσαν, μτχ. ᾰᾰσας· ᾱᾰσᾰμην, ᾰᾱσᾰτο· ᾰασθην, ᾱασθη).
ἅβα, , Δωρ. αντί ἥβη.
ἀβᾰκέω, μέλ. -ήσω, είμαι άφωνος· Επικ. ρήμα που χρησιμοποιείται μόνο στον αόρ. αʹ, οἱ δ' ἀβάκησαν πάντες, σε Ομήρ. Οδ.
ἀβᾰκής, -ές (βάζω), άφωνος, παιδαριώδης, αθώος, σε Σαπφώ.
ἀ-βάκχευτος, -ον (βακχεύω), μη μυημένος στα Βακχικά όργια· γενικά, αυτός που στερείται την χαρά, σε Ευρ.
ἄ-βᾰλε[ᾱβ], κυρίως ἆ βάλε, επιφών. που εκφράζει επιθυμία, ευχή = μακάρι...! Λατ. utinam, με απαρ., σε Ανθ.
ἀ-βᾰρής, -ές (βάρος), λιποβαρής, ελαφρύς· μη ενοχλητικός, μη επιβαρυντικός, λέγεται για πρόσωπα, σε Κ.Δ.
ἀ-βᾰσάνιστος, -ον (βασανίζω), αυτός που δεν εξετάζεται με ερωτήσεις, αβασάνιστος· λέγεται για πράγματα, μη διακριβωμένος, ανεξέταστος, αδοκίμαστος, σε Πλούτ.· επίρρ. ἀβασανίστως, χωρίς εξακρίβωση, ανάκριση, χωρίς έλεγχο, ερώτηση, σε Θουκ.