Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ι"

Βρέθηκαν 675 λήμματα [1 - 20]
Ι, ι, ἰῶτα, τό, άκλιτο, το ένατο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμός ιʹ = 10, ͵ι = 10.000. Το ι με υπογεγραμμένη ονομαζόταν προσγεγραμμένον, adscriptum, και γραφόταν έτσι έως τον 13ο αιώνα, π.χ. τῶι(όχι τῷ), όπως γίνεται ακόμα με τα κεφαλαία γράμματα ΤΩI.
Μεταβολές του ι: 1. Δωρ. ι αντί υ, σε γʹ πληθ. και μτχ. ενεστ., όπως φιλέοισι, ἐοῖσα αντί φιλέουσι κ.λπ.· ομοίως, Μοῖσα, Ἀρέθοισα αντί Μοῦσα, Ἀρέθουσα, κ.λπ.· προσθήκη του α σε μερικά επίθ., και στη μτχ. αορ. αʹ, όπως μέλαις, τάλαις, ῥίψαις αντί μέλας, τάλας, κ.λπ.· και σε αιτ. πληθ. θηλ. αʹ κλίσης, όπως ταῖς νύμφαις αντί τὰς νύμφας· 2. Βοιωτ. και Λακων. αντί ε, όπως σιός, σεῖος αντί θεός, θεῖος· 3. το συχνά μετατρέπεται σε ει, από όπου εἴλλω, ἴλω, εἴλη, ἴλη, εἴρην, ἰρήν· το μερικές φορές υποκαθίσταται από το ε, όπως ἑστία, Ιων. ἱστίη· συχνά παρεμβάλλεται για να επιμηκύνει τη συλλαβή, π.χ. εἰν, εἰς, ξεῖνος, κεινός, πνείω, ὑπείρ, διαί, μεταί, παραί, αντί ἐν, ἐς, κ.λπ. Η ποσότητα του ι ποικίλλει.
-ί[ῑ], γιώτα δεικτικό, στην κοινή Αττ. (όχι στους Τραγ.) προστίθεται στο τέλος δεικτ. αντων., προκειμένου να επιτείνει τη σημασία τους, όπως στα οὑτοσί, αὑτηΐ, τουτί, Λατ. hicce· ἐκεινοσί, ὁδί, ταδί, τοσουτονί, τοσονδί, τυννουτοσί, κ.λπ.· επίσης σε δεικτ. επιρρ., όπως οὑτωσί, ὡδί, ἐνθαδί, δευρί, νυνί.
, ονομ. της αυτοπαθ. αντων. οὗ, Λατ. sui, σε Πλάτ.· δοτ. ἳν αὐτῷ, Λατ. sibi ipsi, ἑαυτῶ, σε Ησίοδ.· ἱν (εγκλιτ.), σε Πίνδ.
ἰά, Ιων. ἰή, , φωνή, κραυγή, Χρησμ. παρ' Ηροδ., Αισχύλ., Ευρ.
ἴα, ἰῆς, ἰῇ, ἴᾰν, αρχ. Ιων. θηλ. του εἷς, αντί μία, μιῆς, κ.λπ.
ἰά, [ῑ], τά, ετερόκλ. πληθ. του ἰός, βέλη, σε Ομήρ. Ιλ.
ἰάθην[ᾱ], Παθ. αόρ. του ἰάομαι.
ἰαιβοῖ[ῐ], κωμ. επιφών. αντί αἰβοῖ, σε Αριστοφ.
ἰαίνω, αόρ. αʹ ἴηνα, Δωρ. ἴᾱναΠαθ. αόρ. αʹ ἰάνθην· 1. ζεσταίνω, θερμαίνω, σε Ομήρ. Οδ. 2. λιώνω, τήκω — Παθ., λιώνομαι, στον ίδ. 3. θερμαίνω, αναζωπυρώνω, φαιδρύνω, ευθυμώ, Λατ. fovere, θυμὸν ἰαίνειν, στο ίδ. κ.λπ.Παθ., ἐν φρεσὶ θυμὸς ἰάνθη, στο ίδ.· μέτωπον ἰάνθη, το πρόσωπό της μαλάκωσε, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ. πράγμ., ευφραίνομαι, νιώθω ευχαρίστηση με κάτι, σε Ομήρ. Οδ.
Ἰακχάζω, φωνάζω Ἴακχος· με σύστ. αντ., ἰακχάζειν φωνήν, εκφέρω την κραυγή Ἴακχος, σε Ηρόδ.
Ἰακχεῖον, τό (Ἴακχος), ναός του Βάκχου, σε Πλούτ.
ἰακχέω, ἰακχή, βλ. ἰαχέω, ἰαχή.
ἰάκχιος, -ία, -ιον, βακχικός, σε Σοφ.
Ἴακχος, (ἰαχέω1. Ίακχος, αποκρυφιστικό όνομα του Βάκχου, σε Αριστοφ. κ.λπ. 2. πανηγυρικός ύμνος προς τιμήν του Βάκχου, σε Ηρόδ. κ.λπ.
ἰᾱλεμίστρια, Ιων. ἰηλ-, , γυναίκα που θρηνολογεί, μοιρολογίστρα, σε Αισχύλ.
ἰάλεμος[ᾱ], Ιων. ἰήλ-, , I. θρήνος, οδυρμός, θρηνητικό άσμα, σε Αισχύλ., Ευρ. II. ως επίθ., ατυχής, μελαγχολικός, σε Θεόκρ. (πιθ. από κραυγή ἰή).
ἰάλλω, μέλ. ἰᾰλῶ, αόρ. αʹ ἴηλα· I. 1. στέλνω, ρίχνω ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπ' ὀνείατα χεῖρας ἴαλλον, άπλωσαν τα χέρια τους προς τα φαγητά, σε Όμηρ.· περὶ χερσὶ δεσμὸν ἴηλα, έδεσα αλυσίδες γύρω από τα χέρια, σε Ομήρ. Ιλ. 2. επιτίθεμαι, προσβάλλω, κάνω επιδρομή, ἀτιμίῃσιν ἰάλλειν τινά, προσβάλλω με λοιδορίες κάποιον, ατιμάζω, σε Ομήρ. Οδ. 3. αποστέλλω, σε Θέογν., Αισχύλ. II. αμτβ. (ενν. ἑαυτόν), αποπέμπω τον εαυτό μου, δηλ. φεύγω, τρέχω, δραπετεύω, σε Ησίοδ.
ἰαλτός, , -όν, ρημ. επίθ., αυτός που αποπέμπεται, εξαποστέλλεται, σε Αισχύλ.
ἴᾱμα, Ιων. ἴημα, -ατος, τό (ἰάομαιI. μέθοδος ίασης, γιατρειά, θεραπεία, γιατρικό, σε Ηρόδ., Θουκ. II. = ἴασις, σε Κ.Δ.
ἰαμβεῖος, -ον (ἴαμβοςI. ιαμβικός, μέτρον, σε Αριστοφ. II. 1. ως ουσ., ἰαμβεῖον, τό, ιαμβικός στίχος, σε Αριστοφ., Πλάτ. 2. ιαμβικό μέτρο, σε Αριστ.