Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πορσύνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πορσύνω[ῡ] (*πόρω), μέλ. -ῠνῶ, Επικ. -ῠνέω· επίσης, πορσαίνω, Επικ. μέλ. -ανέω· I. προσφέρω, παρουσιάζω ό,τι έχει προετοιμάσει κάποιος, σε Όμηρ., λέγεται για τη σύζυγο που προετοιμάζει το κρεβάτι του άντρα της. II. 1. γενικά, παρέχω έτοιμο, προετοιμάζω, ετοιμάζω, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.Μέσ., προετοιμάζω για τον εαυτό μου, είμαι έτοιμος, σε Αισχύλ. 2. λέγεται για κακά, ἐχθροῖς πορσύνω ἐχθρά, στον ίδ.· πορσύνω τοῖς πολεμίοις κακά, σε Ξεν.Παθ., ἐπορσύνθη κακά, σε Αισχύλ. 3. εκτελώ, τακτοποιώ, διευθετώ, πορσύνω τὰ τοῦ Θεοῦ, σε Ηρόδ.· τάδε, σε Σοφ. κ.λπ. III. συμπεριφέρομαι με φροντίδα, φροντίζω, σε Πίνδ. κ.λπ.