Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρόσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πρόσω, ποιητ. πρόσσω· Δωρ. και αρχ. Αττ. πόρσω· μεταγεν. Αττ. πόρρω· ομαλ. συγκρ. και υπερθ. προσωτέρω, προσωτάτω, βλ. προσωτέρω· ποιητ. πόρσιον, πόρσιστα, σε Πίνδ. (πρό) ·
Α. απόλ.: I. λέγεται για τόπο, προς τα εμπρός, περαιτέρω, εις το εξής, σε Όμηρ. κ.λπ.· μὴ πόρσω φωνεῖν, μη μιλάς περισσότερο, στον ίδ.· μηκέτι πάπταινε πόρσιον, σε Πίνδ.· επίσης με άρθρο, πορεύεσθαι αἰεὶ τὸ πρόσω, σε Ηρόδ.· ἰέναι τοῦ πρόσω, σε Ξεν. II. 1. λέγεται για απόσταση, μακριά από, πολύ μακριά, σε μεγάλη απόσταση, σε Πίνδ.· ἐγγύς, οὐ πρόσω βεβηκώς, σε Ευρ. 2. πάρα πολύ μακριά, σε Πλάτ. III. λέγεται για χρόνο, μπροστά, στο μέλλον, πρόσσω καὶ ὀπίσσω, βλ. ὀπίσω· στο εξής, από εδώ κι εμπρός, σε Αισχύλ.· ὡςπόρσιστα, όσο είναι δυνατόν αργά, σε Πίνδ.· ἤδη πόρρω τῆς ἡμέρας οὔσης, αργά κατά πολύ, σε Αισχίν.Β. με γεν.: I. 1. λέγεται για τόπο, πέραν, πρόσωτοῦ ποταμοῦ, σε Ξεν.· μεταφ., πρόσω ἀρετῆς ἀνήκειν, σε μεγάλο βαθμό αρετής, σε Ηρόδ.· πόρρω τῆς μοχθηρίας, σε μεγάλο βαθμό κακίας, σε Ξεν. κ.λπ.· επίσης με άρθρο, προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου, σε Ηρόδ.· ἐς τὸ πρόσω μεγάθεος τιμᾶσθαι, τιμώμαι σε μεγάλο βαθμό λαμπρότητας, δηλ. εξαιρετικά, στον ίδ. II. λέγεται για απόσταση, μακριά, σε απόσταση, οὐ πρόσω τοῦ Ἑλλησπόντου, στον ίδ.· μεταφ., πρόσω δικαίων, σε Αισχύλ.· πόρρω εἶναι τοῦ οἴεσθαι, σε Πλάτ.· επίσης ακολουθ. από πρόθ. ἀπό, πρόσω ἀπὸ τῶν φορτίων, σε Ηρόδ.· ἀπὸ τοῦ τείχους, σε Ξεν. III. λέγεται για χρόνο, πρόσω τῆς νυκτός, αργά τη νύχτα, σε Ηρόδ., Πλάτ.· μέχρι τῆς ἡμέρας, σε Ξεν.