[2.20.1] Ο στρατηγός ξεκίνησεν ευθύς την άλλη μέρα, χρησιμοποιώντας τους ίδιους τους στρατιώτες του στα κουπιά, κι έβαλε πλώρη για τα παραθαλάσσια κτήματα των Μυτιληνιών. Εκεί άρχισαν ν᾽ αρπάζουν πλήθος κοπάδια και στάρι, καθώς και κρασί, μιας κι είχε μόλις τελειώσει ο τρύγος· έπιαναν και κάμποσους ανθρώπους που δούλευαν στα χωράφια. [2.20.2] Τράβηξαν και προς τα υποστατικά του Δάφνη και της Χλόης, αποβιβάστηκαν αιφνιδιαστικά και βάλθηκαν να κουρσεύουν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Ο Δάφνης δεν έβοσκε εκείνη την ώρα τις γίδες, παρά είχε ανεβεί στο δάσος να κόψει φρέσκες φυλλωσιές να τις έχει τροφή, το χειμώνα, για τα γίδια· έτσι είδε από ψηλά την επιδρομή και κρύφτηκε στον κούφιο κορμό μιας ξερής οξιάς. [2.20.3] Η Χλόη πάλι, που ήταν με τα κοπάδια, έτρεξε κυνηγημένη να ζητήσει καταφύγιο στις θεές της σπηλιάς, ικετεύοντας τους διώκτες της να λυπηθούν, για χάρη των Νυμφών, και κείνη και τα ζώα που έβοσκε. Του κάκου όμως: οι Μηθυμνιώτες κατακορόιδεψαν τ᾽ αγάλματα, πήραν τα κοπάδια κι έσυραν και την ίδια τη Χλόη σα να ᾽ταν γίδι ή πρόβατο, χτυπώντας τη με βέργες. [2.21.1] Καθώς είχαν πια γεμίσει τα καράβια με κάθε λογής πλιάτσικο, αποφάσισαν να μην προχωρήσουν πιο πέρα, παρά να γυρίσουν στον τόπο τους, γιατί φοβόνταν και την κακοκαιρία και τους εχθρούς. Έτσι ξεκίνησαν, λάμνοντας με κόπο μιας και δε φυσούσε αγέρας. [2.21.2] Ο Δάφνης ωστόσο, όταν έγινε ησυχία, κατέβηκε στον κάμπο όπου έβοσκαν, αλλά μήτε γίδες είδε, μήτε πρόβατα απάντησε, μήτε τη Χλόη βρήκε: παντού ερημιά, κι η φλογέρα που έπαιζε συνήθως η Χλόη ήταν ριγμένη καταγής. [2.21.3] Τότε έσυρε ο Δάφνης μεγάλη φωνή, και θρηνώντας αξιολύπητα άρχισε να τρέχει πότε στη βελανιδιά όπου κάθονταν, πότε προς τη θάλασσα μήπως και τη δει, πότε στις Νύμφες όπου εκείνη είχε καταφύγει όταν την τραβούσαν. Εκεί έπεσε κατάχαμα, κατηγορώντας τις Νύμφες ότι τον είχαν προδώσει: [2.22.1] «Από σας άρπαξαν τη Χλόη, και δεχτήκατε να γίνει τέτοιο πράμα μπρος στα μάτια σας; Αυτήν που σας έπλεκε στεφάνια, που σας έφερνε σπονδή το πρώτο γάλα, που σας είχε αφιερώσει τούτη δω τη φλογέρα; [2.22.2] Οι λύκοι δε μου άρπαξαν ποτέ ούτε μια γίδα, κι οι εχθροί παίρνουν ολόκληρο το κοπάδι και τη βοσκοπούλα μαζί! Και καλά, τις γίδες θα τις γδάρουν και τα πρόβατα θα τα σφάξουν — η Χλόη όμως θα ζει από δω κι εμπρός σε πόλη. [2.22.3] Με τί μούτρα θα παρουσιαστώ στον πατέρα και στη μάνα δίχως γίδες, δίχως Χλόη, που θα ᾽μαι και χωρίς δουλειά; Γιατί τίποτα δεν έχω τώρα πια να βόσκω. [2.22.4] Κάλλιο να μείνω εδώ κατάχαμα προσμένοντας ή το θάνατο, ή άλλον πόλεμο. Άραγε και συ, Χλόη, να υποφέρεις το ίδιο; Θυμάσαι τούτο τον κάμπο, και τις Νύμφες, κι εμένα; Ή σε παρηγορούν τα γιδοπρόβατα που ᾽ναι μαζί σου στη σκλαβιά;» [2.23.1] Μ᾽ αυτά τα λόγια έπεσε, τσακισμένος από τη λύπη και το κλάμα, σ᾽ ύπνο βαθύ. Και στ᾽ όνειρό του είδε τις τρεις Νύμφες — ψηλές κι όμορφες γυναίκες, μισόγυμνες και ξυπόλητες, με λυμένα τα μαλλιά κι όμοιες με τ᾽ αγάλματα. [2.23.2] Στην αρχή φάνηκαν να συμπονάνε τον Δάφνη, και κατόπι η πιο μεγάλη του ᾽δωσε θάρρος: «Μη μας κατηγορείς, Δάφνη. Νοιαζόμαστε για τη Χλόη πιο πολύ κι από σένα. Εμείς τη λυπηθήκαμε κι όταν ήταν μωρό, παραριγμένο σε τούτη τη σπηλιά, και τη θρέψαμε — [2.23.3] γιατί καμιά σχέση δεν έχει αυτή με τους κάμπους και τα πρόβατα του Δρύα. Αλλά και τώρα έχουμε φροντίσει, ώστε μήτε στη Μήθυμνα να πάει σκλάβα μήτε σε κανενός το πλιάτσικο να λάχει μερδικό. [2.23.4] Παρακαλέσαμε εκείνον κει τον Πάνα, που είναι στημένος κάτω απ᾽ την κουκουναριά, να βοηθήσει τη Χλόη — κι ας μην τον έχετε τιμήσει ποτέ σας ούτε με λουλούδια. Και τούτο, γιατί εκείνος ξέρει από στρατιωτικά πράματα πιο πολύ από μας και πολλές φορές κιόλας έχει φύγει από την περιοχή να πάει να πολεμήσει. Θα πάει και τώρα, επίφοβος εχθρός για τους Μηθυμνιώτες. [2.23.5] Μην απελπίζεσαι λοιπόν, παρά σήκω και σύρε να σε δουν ο Λάμων και η Μυρτάλη που ᾽χουν πέσει κι αυτοί κατάχαμα νομίζοντας ότι σ᾽ άρπαξαν και σένα οι εχθροί. Αύριο θα σου ᾽ρθει η Χλόη, καθώς κι οι γίδες και τα πρόβατα, και μαζί θα βοσκήσετε και θα παίξετε φλογέρα. Για τα υπόλοιπα θα σας φροντίσει ο Έρωτας». |