Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΓΓΟΣ

Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (2.35.1-2.38.3)

[2.35.1] Ἄρτι πέπαυτο τοῦ μυθολογήματος ὁ Λάμων, καὶ ἐπῄνει Φιλητᾶς αὐτὸν ὡς εἰπόντα μῦθον ᾠδῆς γλυκύτερον, καὶ ὁ Τίτυρος ἐφίσταται τὴν σύριγγα τῷ πατρὶ κομίζων, μέγα ὄργανον καὶ αὐλῶν μεγάλων, καὶ ἵνα κεκήρωτο, χαλκῷ πεποίκιλτο. [2.35.2] Εἴκασεν ἄν τις εἶναι ταύτην ἐκείνην, ἣν ὁ Πὰν πρώτην ἐπήξατο. Διεγερθεὶς οὖν ὁ Φιλητᾶς καὶ καθίσας ἐν καθέδρᾳ ὄρθιον πρῶτον μὲν ἀπεπειράθη τῶν καλάμων εἰ εὔπνοοι· [2.35.3] ἔπειτα μαθὼν ὡς ἀκώλυτον διατρέχει τὸ πνεῦμα, ἐνέπνει τὸ ἐντεῦθεν πολὺ καὶ νεανικόν. Αὐλῶν τις ἂν ᾠήθη συναυλούντων ἀκούειν· τοσοῦτον ἤχει τὸ σύριγμα. Κατ᾽ ὀλίγον δὲ τῆς βίας ἀφαιρῶν εἰς τὸ τερπνότερον μετέβαλλε τὸ μέλος. [2.35.4] Καὶ πᾶσαν τέχνην ἐπιδεικνύμενος εὐνομίας μουσικῆς ἐσύριττεν οἷον βοῶν ἀγέλῃ πρέπον, οἷον αἰπολίῳ πρόσφορον, οἷον ποίμναις φίλον. Τερπνὸν ἦν τὸ ποιμνίων, μέγα τὸ βοῶν, ὀξὺ τὸ αἰγῶν· ὅλως πάσας σύριγγας μία σῦριγξ ἐμιμήσατο.
[2.36.1] Οἱ μὲν οὖν ἄλλοι σιωπῇ κατέκειντο τερπόμενοι· Δρύας δὲ ἀναστὰς καὶ κελεύσας συρίζειν Διονυσιακὸν μέλος, ἐπιλήνιον αὐτοῖς ὄρχησιν ὠρχήσατο· καὶ ἐῴκει ποτὲ μὲν τρυγῶντι, ποτὲ δὲ φέροντι ἀρρίχους, εἶτα πατοῦντι τοὺς βότρυς, εἶτα πληροῦντι τοὺς πίθους, εἶτα πίνοντι τοῦ γλεύκους. [2.36.2] Ταῦτα πάντα οὕτως εὐσχημόνως ὠρχήσατο Δρύας καὶ ἐναργῶς, ὥστε ἐδόκουν βλέπειν καὶ τὰς ἀμπέλους καὶ τὴν ληνὸν καὶ τοὺς πίθους καὶ ἀληθῶς Δρύαντα πίνοντα.
[2.37.1] Τρίτος δὴ γέρων οὗτος εὐδοκιμήσας ἐπ᾽ ὀρχήσει, φιλεῖ Χλόην καὶ Δάφνιν· οἱ δὲ μάλα ταχέως ἀναστάντες ὠρχήσαντο τὸν μῦθον τοῦ Λάμωνος. Ὁ Δάφνις Πᾶνα ἐμιμεῖτο, τὴν Σύριγγα Χλόη· ὁ μὲν ἱκέτευε πείθων, ἡ δὲ ἀμελοῦσα ἐμειδία· [2.37.2] ὁ μὲν ἐδίωκε καὶ ἐπ᾽ ἄκρων τῶν ὀνύχων ἔτρεχε τὰς χηλὰς μιμούμενος, ἡ δὲ ἐνέφαινε τὴν κάμνουσαν ἐν τῇ φυγῇ. Ἔπειτα Χλόη μὲν εἰς τὴν ὕλην ὡς εἰς ἕλος κρύπτεται, [2.37.3] Δάφνις δὲ λαβὼν τὴν Φιλητᾶ σύριγγα τὴν μεγάλην ἐσύρισε γοερὸν ὡς ἐρῶν, ἐρωτικὸν ὡς πείθων, ἀνακλητικὸν ὡς ἐπιζητῶν, ὥστε ὁ Φιλητᾶς θαυμάσας φιλεῖ τε ἀναπηδήσας καὶ τὴν σύριγγα χαρίζεται φιλήσας καὶ εὔχεται καὶ Δάφνιν καταλιπεῖν αὐτὴν ὁμοίῳ διαδόχῳ.
[2.38.1] Ὁ δὲ τὴν ἰδίαν ἀναθεὶς τῷ Πανὶ τὴν σμικρὰν καὶ φιλήσας ὡς ἐκ φυγῆς ἀληθινῆς εὑρεθεῖσαν τὴν Χλόην ἀπήλαυνε τὴν ἀγέλην συρίζων νυκτὸς ἤδη ἐπιγινομένης· ἀπήλαυνε ‹δὲ› καὶ ἡ Χλόη τὴν ποίμνην τῷ μέλει τῆς σύριγγος συνάγουσα· [2.38.2] καὶ αἵ τε αἶγες πλησίον τῶν προβάτων ᾔεσαν, ὅ τε Δάφνις ἐβάδιζεν ἐγγὺς τῆς Χλόης, ὥστε ἐνέπλησαν ἕως νυκτὸς ἀλλήλους καὶ συνέθεντο θᾶττον τὰς ἀγέλας τῆς ἐπιούσης κατελάσαι· καὶ οὕτως ἐποίησαν. [2.38.3] Ἄρτι γοῦν ἀρχομένης ἡμέρας ἦλθον εἰς τὴν νομήν· καὶ τὰς Νύμφας προτέρας, εἶτα τὸν Πᾶνα προσαγορεύσαντες, τὸ ἐντεῦθεν ὑπὸ τῇ δρυῒ καθεσθέντες ἐσύριττον· εἶτα ἀλλήλους ἐφίλουν, περιέβαλλον, κατεκλίνοντο, καὶ οὐδὲν δράσαντες πλέον ἀνίσταντο. Ἐμέλησεν αὐτοῖς καὶ τροφῆς, καὶ ἔπιον οἶνον μίξαντες γάλα.

[2.35.1] Ότι είχε τελειώσει τη διήγηση ο Λάμων, κι ο Φιλητάς τον παίνευε πως τους είχε πει παραμύθι πιο γλυκό κι από τραγούδι, παρουσιάστηκε ο Τίτυρος φέρνοντας στον πατέρα του τη φλογέρα. Ήταν μεγάλο όργανο με μεγάλους σωλήνες, κι εκεί που ήταν κολλημένο με κερί το στόλιζε χαλκός — [2.35.2] θαρρείς πως ήταν η ίδια εκείνη φλογέρα που πρώτος κατασκεύασε ο Παν. Σηκώθηκε λοιπόν ο Φιλητάς, κάθισε στητός σ᾽ ένα κάθισμα και στην αρχή δοκίμασε τα καλάμια, να δει αν τραβούσαν αρκετόν αέρα. [2.35.3] Κατόπι, αφού βεβαιώθηκε ότι ο αέρας τα πέρναγε ανεμπόδιστα, βάλθηκε να φυσάει με πολλή ζωηράδα — και τόσο δυνατός έβγαινε ο ήχος που νόμιζες ότι έπαιζαν πολλά όργανα μαζί. Σιγά-σιγά ωστόσο λιγόστεψε την ένταση, κάνοντας τη μελωδία γλυκύτερη. [2.35.4] Δείχνοντας όλη την τέχνη του καλού μουσικού έπαιξε διαδοχικά κάτι ταιριαστό για κοπάδι αγελάδες, κάτι κατάλληλο για γίδες, κάτι που άρεσε στα πρόβατα. Απαλό γινόταν το τραγούδι για τα πρόβατα, δυνατό για τις αγελάδες, οξύ για τις γίδες· η μια φλογέρα μιμόταν όλες τις φλογέρες.
[2.36.1] Οι άλλοι, πλαγιασμένοι, απολάμβαναν σιωπηλά. Ο Δρύας όμως σηκώθηκε, του ζήτησε να παίξει Διονυσιακό σκοπό και τους χόρεψε χορό του τρύγου: πότε έμοιαζε με τρυγητή, πότε μ᾽ έναν που κουβαλάει τα κοφίνια· κατόπι έκανε πως πατάει τα σταφύλια, πως γεμίζει τα βαρέλια, πως πίνει το μούστο. [2.36.2] Τόσο ωραία και εκφραστικά τα χόρεψε όλα τούτα ο Δρύας, που τους φαινόταν σα να βλέπουν και τ᾽ αμπέλια, και το πατητήρι, και τα βαρέλια, και τον Δρύα στ᾽ αλήθεια να πίνει.
[2.37.1] Αφού βγήκε ασπροπρόσωπος κι ο τρίτος γέρος με το χορό του, φίλησε τη Χλόη και τον Δάφνη. Τούτοι πάλι σηκώθηκαν αμέσως και χόρεψαν το παραμύθι που ᾽χε διηγηθεί ο Λάμων. Ο Δάφνης παράσταινε τον Πάνα κι η Χλόη τη Φλογέρα· αυτός πάσκιζε με παρακάλια να την πείσει, εκείνη χαμογελούσε αδιάφορα· [2.37.2] αυτός την κυνηγούσε ακροπατώντας στα νύχια για να μιμηθεί τα τραγοπόδαρα, εκείνη έπαιζε την αποκαμωμένη απ᾽ το φευγιό. Ύστερα η Χλόη κρύφτηκε στο δάσος σα να ᾽ταν βάλτος· [2.37.3] τότε ο Δάφνης έπιασε τη μεγάλη φλογέρα του Φιλητά κι έπαιξε λυπητερά για να δείξει τον έρωτά του, ερωτικά για να την πείσει, παρακλητικά σα να την αποζητούσε — τόσο που ο Φιλητάς πετάχτηκε όρθιος γεμάτος θαυμασμό, τον φίλησε και του χάρισε τη φλογέρα, αφού τη φίλησε κι αυτή, με την ευχή να την αφήσει κι ο Δάφνης σε παρόμοιο διάδοχο.
[2.38.1] Ο Δάφνης αφιέρωσε τη μικρή φλογέρα στον Πάνα, φίλησε τη Χλόη σα να του ᾽χε φύγει αληθινά και να την ξανάβρισκε, και πήρε δρόμο με το κοπάδι του παίζοντας φλογέρα. Καθώς είχε βραδιάσει στο μεταξύ, σύναξε κι η Χλόη το κοπάδι της με μουσική φλογέρας και ξεκίνησε κι αυτή. [2.38.2] Οι γίδες προχωρούσαν δίπλα στα πρόβατα, κι ο Δάφνης περπατούσε κοντά στη Χλόη, έτσι που χάρηκαν ο ένας τον άλλον ως τη νύχτα, και συμφώνησαν να βγάλουν νωρίτερα τα κοπάδια τους την άλλη μέρα. Έτσι κι έγινε: [2.38.3] μόλις είχε ξημερώσει όταν ήρθαν στο βοσκοτόπι. Πρώτα προσευχήθηκαν στις Νύμφες, κατόπι στον Πάνα, κι έπειτα κάθισαν κάτω από τη βελανιδιά κι έπαιξαν φλογέρα. Ύστερα άρχισαν ξανά να φιλιούνται, ν᾽ αγκαλιάζονται, να πλαγιάζουν — και δίχως να κάνουν άλλο τίποτα σηκώνονταν. Φρόντισαν ωστόσο και να φάνε, κι ήπιαν κρασί ανακατωμένο με γάλα.