Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΓΓΟΣ

Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (2.1.1-2.3.5)

ΛΟΓΟΣ Β’

[2.1.1] Ἤδη δὲ τῆς ὀπώρας ἀκμαζούσης καὶ ἐπείγοντος τοῦ τρυγητοῦ πᾶς ἦν κατὰ τοὺς ἀγροὺς ἐν ἔργῳ· ὁ μὲν ληνοὺς ἐπεσκεύαζεν, ὁ δὲ πίθους ἐξεκάθαιρεν, ὁ δὲ ἀρρίχους ἔπλεκεν· [2.1.2] ἔμελέ τινι δρεπάνης μικρᾶς ἐς βότρυος τομὴν καὶ ἑτέρῳ λίθου θλῖψαι τὰ ἔνοινα τῶν βοτρύων δυναμένου καὶ ἄλλῳ λύγου ξηρᾶς πληγαῖς κατεξασμένης, ὡς ἂν ὑπὸ φωτὶ νύκτωρ τὸ γλεῦκος φέροιτο. [2.1.3] Ἀμελήσαντες οὖν καὶ ὁ Δάφνις καὶ ἡ Χλόη τῶν αἰγῶν καὶ τῶν προβάτων, χειρὸς ὠφέλειαν ἄλλοις μετεδίδοσαν. Ὁ μὲν ἐβάσταζεν ἐν ἀρρίχοις βότρυς καὶ ἐπάτει ταῖς ληνοῖς ἐμβαλὼν καὶ εἰς τοὺς πίθους ἔφερε τὸν οἶνον· ἡ δὲ τροφὴν παρεσκεύαζε τοῖς τρυγῶσι καὶ ἐνέχει ποτὸν αὐτοῖς πρεσβύτερον οἶνον καὶ τῶν ἀμπέλων δὲ τὰς ταπεινοτέρας ἀπετρύγα. [2.1.4] Πᾶσα γὰρ κατὰ τὴν Λέσβον ἡ ἄμπελος ταπεινή, οὐ μετέωρος οὐδὲ ἀναδενδράς, ἀλλὰ κάτω τὰ κλήματα ἀποτείνουσα καὶ ὥσπερ κιττὸς νεμομένη· καὶ παῖς ἂν ἐφίκοιτο βότρυος ἄρτι τὰς χεῖρας ἐκ σπαργάνων λελυμένος.
[2.2.1] Οἷον οὖν εἰκὸς ἐν ἑορτῇ Διονύσου καὶ οἴνου γενέσει αἱ μὲν γυναῖκες ἐκ τῶν πλησίον ἀγρῶν εἰς ἐπικουρίαν κεκλημέναι τῷ Δάφνιδι τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐπέβαλλον καὶ ἐπῄνουν ὡς ὅμοιον τῷ Διονύσῳ τὸ κάλλος· καί τις τῶν θρασυτέρων καὶ ἐφίλησε καὶ τὸν Δάφνιν παρώξυνε, τὴν δὲ Χλόην ἐλύπησεν· [2.2.2] οἱ δὲ ἐν ταῖς ληνοῖς ποικίλας φωνὰς ἔρριπτον ἐπὶ τὴν Χλόην καὶ ὥσπερ ἐπί τινα Βάκχην Σάτυροι μανικώτερον ἐπήδων καὶ ηὔχοντο γενέσθαι ποίμνια καὶ ὑπ᾽ ἐκείνης νέμεσθαι· ὥστε αὖ πάλιν ἡ μὲν ἥδετο, Δάφνις δὲ ἐλυπεῖτο. [2.2.3] Ηὔχοντο δὲ δὴ ταχέως παύσασθαι τὸν τρυγητὸν καὶ λαβέσθαι τῶν συνήθων χωρίων καὶ ἀντὶ τῆς ἀμούσου βοῆς ἀκούειν σύριγγος ἢ τῶν ποιμνίων αὐτῶν βληχωμένων. [2.2.4] Καὶ ἐπεὶ διαγενομένων ὀλίγων ἡμερῶν αἱ μὲν ἄμπελοι τετρύγηντο, πίθοι δὲ τὸ γλεῦκος εἶχον, ἔδει δὲ οὐκέτ᾽ οὐδὲν πολυχειρίας, κατήλαυνον τὰς ἀγέλας εἰς τὸ πεδίον καὶ μάλα χαίροντες τὰς Νύμφας προσεκύνουν, βότρυς αὐταῖς κομίζοντες ἐπὶ κλημάτων, ἀπαρχὰς τοῦ τρυγητοῦ. [2.2.5] Οὐδὲ τὸν πρότερον χρόνον ἀμελῶς ποτε παρῆλθον, ἀλλ᾽ ἀεί τε ἀρχόμενοι νομῆς προσήδρευον καὶ ἐκ νομῆς ἀνιόντες προσεκύνουν, καὶ πάντως τι ἐπέφερον, ἢ ἄνθος ἢ ὀπώραν ἢ φυλλάδα χλωρὰν ἢ γάλακτος σπονδήν. [2.2.6] Καὶ τούτου μὲν ὕστερον ἀμοιβὰς ἐκομίσαντο παρὰ τῶν θεῶν· τότε δὲ κύνες, φασίν, ἐκ δεσμῶν λυθέντες, ἐσκίρτων, ἐσύριττον, ᾖδον, τοῖς τράγοις καὶ τοῖς προβάτοις συνεπάλαιον.
[2.3.1] Τερπομένοις δὲ αὐτοῖς ἐφίσταται πρεσβύτης σισύρας ἐνδεδυμένος, καρβατίνας ὑποδεδεμένος, πήραν ἐξηρτημένος, καὶ τὴν πήραν παλαιάν. Οὗτος πλησίον καθίσας αὐτῶν ὧδε εἶπε· [2.3.2] «Φιλητᾶς, ὦ παῖδες, ὁ πρεσβύτης ἐγώ, ὃς πολλὰ μὲν ταῖσδε ταῖς Νύμφαις ᾖσα, πολλὰ δὲ τῷ Πανὶ ἐκείνῳ ἐσύρισα, βοῶν δὲ πολλῆς ἀγέλης ἡγησάμην μόνῃ μουσικῇ. Ἥκω δὲ ὑμῖν ὅσα εἶδον μηνύσων, ὅσα ἤκουσα ἀπαγγελῶν. [2.3.3] Κῆπός ἐστί μοι τῶν ἐμῶν χειρῶν, ὃν ἐξ οὗ νέμειν διὰ γῆρας ἐπαυσάμην, ἐξεπονησάμην, ὅσα ὧραι φέρουσι, πάντα ἔχων ἐν αὑτῷ καθ᾽ ὥραν ἑκάστην· [2.3.4] ἦρος ῥόδα ‹καὶ› κρίνα καὶ ὑάκινθος καὶ ἴα ἀμφότερα, θέρους μήκωνες καὶ ἀχράδες καὶ μῆλα πάντα, νῦν ἄμπελοι καὶ συκαῖ καὶ ῥοιαὶ καὶ μύρτα χλωρά. [2.3.5] Εἰς τοῦτον τὸν κῆπον ὀρνίθων ἀγέλαι συνέρχονται τὸ ἑωθινόν, τῶν μὲν ἐς τροφήν, τῶν δὲ ἐς ᾠδήν· συνηρεφὴς γὰρ καὶ κατάσκιος καὶ πηγαῖς τρισὶ κατάρρυτος· ἂν περιέλῃ τις τὴν αἱμασιάν, ἄλσος ὁρᾶν οἰήσεται.

ΒΙΒΛΙΟ Β’

[2.1.1] Το φθινόπωρο είχε κιόλας προχωρήσει, κι όλος ο κόσμος στα υποστατικά ρίχτηκε στη δουλειά για τον τρύγο που σίμωνε. Ένας ετοίμαζε τα πατητήρια, άλλος καθάριζε πιθάρια, τρίτος έπλεκε κοφίνια· [2.1.2] άλλοι πάλι φρόντιζαν να βρουν μικρά δρεπάνια για να κόψουν τα τσαμπιά, ή κατάλληλα λιθάρια για να λιώσουν τις ζουμερές ρώγες, ή ξερή λυγαριά ξεφλουδισμένη, να φέγγει τη νύχτα στη μεταφορά του μούστου. [2.1.3] Παράτησαν λοιπόν κι ο Δάφνης κι η Χλόη τα γιδοπρόβατα, και βοηθούσαν ο ένας τον άλλον στις δουλειές. Εκείνος κουβαλούσε καλαθιές σταφύλια, τα ᾽ριχνε στα πατητήρια, τα πατούσε κι έχυνε το κρασί στα πιθάρια· εκείνη ετοίμαζε φαγί για τους τρυγητές, τους έδινε παλιότερο κρασί να πιουν και τρυγούσε τα χαμηλότερα αμπέλια. [2.1.4] (Σ᾽ όλη τη Λέσβο φυτρώνει ένα χαμηλό είδος αμπελιού, που μήτε ρίχνει ανάστημα μήτε σκαρφαλώνει στα δέντρα, παρά απλώνει τα κλαριά του χάμω να σέρνονται σαν τον κισσό, τόσο που ακόμα και μωρό παιδί με τα χέρια μόλις βγαλμένα απ᾽ τα φασκιά να μπορεί να φτάσει τα τσαμπιά.)
[2.2.1] Όπως ήταν φυσικό σε γιορτή του Διονύσου και του νέου κρασιού, οι γυναίκες που ᾽χαν έρθει από γειτονικά υποστατικά να βοηθήσουν στον τρύγο έριχναν ματιές του Δάφνη, παινεύοντάς τον ότι έμοιαζε με τον Διόνυσο στην ομορφιά. Μία μάλιστα, πιο τολμηρή, τον φίλησε — μ᾽ αποτέλεσμα ο Δάφνης να ερεθιστεί, αλλά η Χλόη να πειραχτεί. [2.2.2] Οι άντρες πάλι που ᾽ταν στα πατητήρια, βλέποντας τη Χλόη, πηδούσαν μανιασμένοι σα Σάτυροι μπροστά σε Βάκχα και της φώναζαν διάφορα, πως τάχατες θέλουν να γίνουν πρόβατα για να τους βόσκει εκείνη· τούτο πάλι ευχαριστούσε τη Χλόη, αλλά στενοχωρούσε τον Δάφνη. [2.2.3] Εύχονταν λοιπόν τα παιδιά να τελειώσει μια ώρα αρχύτερα ο τρύγος για να γυρίσουν πίσω στα γνώριμα λημέρια τους κι αντί για τον παράφωνο θόρυβο ν᾽ ακούνε τη φλογέρα ή το βέλασμα των κοπαδιών τους. [2.2.4] Κι όταν ύστερα από λίγες μέρες τρυγήθηκαν τ᾽ αμπέλια, μπήκε ο μούστος στα πιθάρια και δε χρειάζονταν πια τόσα πολλά χέρια στη δουλειά, οδήγησαν ξανά τα κοπάδια στον κάμπο και προσκύνησαν χαρούμενα τις Νύμφες, πηγαίνοντάς τους γι᾽ αφιέρωμα αμπελόκλαδα με σταφύλια, τα πρώτα του τρύγου. [2.2.5] (Και πρωτύτερα ωστόσο ποτέ δεν τις προσπερνούσαν αδιάφορα: πάντα σταμάταγαν κοντά τους πριν απ᾽ τη βοσκή, και στο γυρισμό ξανά τις προσκυνούσαν, και κάθε φορά τους πήγαιναν κι από κάτι — είτε λουλούδι, είτε καρπό, είτε φρέσκια φυλλωσιά, είτε σπονδή από γάλα. [2.2.6] Για τούτο κι ανταμείφτηκαν αργότερα από τις θεές.) Για την ώρα ωστόσο έμοιαζαν, όπως λένε, με σκυλιά που μόλις λύθηκαν: πηδούσαν, έπαιζαν φλογέρα, τραγουδούσαν, πάλευαν με τους τράγους και τα πρόβατα.
[2.3.1] Ενώ διασκέδαζαν, τους παρουσιάστηκε ένας γέρος με κάπα, τσαρούχια και ταγάρι στον ώμο — και μάλιστα παλιό. Κάθισε κοντά τους κι είπε: [2.3.2] «Παιδιά, είμ᾽ ο γέρο₋Φιλητάς. Πολλά τραγούδια έχω τραγουδήσει σε τούτες δω τις Νύμφες, πολλή φλογέρα έχω παίξει για κείνον κει τον Πάνα, και μεγάλο κοπάδι αγελάδες έχω οδηγήσει με μόνο το τραγούδι μου. Ήρθα να σας πω τί είδα, να σας διηγηθώ τί άκουσα. [2.3.3] Έχω έναν κήπο που ᾽χω φτιάξει με τα ίδια μου τα χέρια, από τότε που παραγέρασα για να κάνω το βοσκό. Εκεί μέσα έχω όλα όσα φέρνει η κάθε εποχή, το καθένα στον καιρό του: [2.3.4] την άνοιξη ρόδα, κρίνα, ζουμπούλια και μενεξέδες δυο λογιών· το καλοκαίρι παπαρούνες, αγριάπιδα και μήλα κάθε λογής· τώρα, αμπέλια, συκιές, ροδιές και πράσινες μυρτιές. [2.3.5] Σ᾽ αυτό τον κήπο μαζεύονται με τα χαράματα κοπάδια πουλιά, άλλα για να φάνε κι άλλα για να κελαηδήσουν — γιατί ο κήπος είναι σύδεντρος, πολύ σκιερός, και τον ποτίζουν τρεις πηγές· αν βγάλεις τον τοίχο νομίζεις πως βλέπεις άλσος.