Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΓΓΟΣ

Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (2.4.1-2.6.2)

[2.4.1] Εἰσελθόντι δέ μοι τήμερον ἀμφὶ μέσην ἡμέραν ὑπὸ ταῖς ῥοιαῖς καὶ ταῖς μυρρίναις βλέπεται παῖς, μύρτα καὶ ῥοιὰς ἔχων, λευκὸς ὡς γάλα καὶ ξανθὸς ὡς πῦρ, στιλπνὸς ὡς ἄρτι λελουμένος· γυμνὸς ἦν, μόνος ἦν· ἔπαιζεν ὡς ἴδιον κῆπον τρυγῶν. [2.4.2] Ἐγὼ μὲν οὖν ὥρμησα ἐπ᾽ αὐτὸν ὡς συλληψόμενος, δείσας μὴ ὑπ᾽ ἀγερωχίας τὰς μυρρίνας καὶ τὰς ῥοιὰς κατακλάσῃ· ὁ δέ με κούφως καὶ ῥᾳδίως ὑπέφευγε, ποτὲ μὲν ταῖς ῥοδωνιαῖς ὑποτρέχων, ποτὲ δὲ ταῖς μήκωσιν ὑποκρυπτόμενος, ὥσπερ πέρδικος νεοττός. [2.4.3] Καίτοι πολλάκις μὲν πράγματα ἔσχον ἐρίφους γαλαθηνοὺς διώκων, πολλάκις δὲ ἔκαμον μεταθέων μόσχους ἀρτιγεννήτους· ἀλλὰ τοῦτο ποικίλον τι χρῆμα ἦν καὶ ἀθήρατον. Καμὼν οὖν ὡς γέρων καὶ ἐπερεισάμενος τῇ βακτηρίᾳ καὶ ἅμα φυλάττων μὴ φύγῃ, ἐπυνθανόμην τίνος ἐστὶ τῶν γειτόνων, καὶ τί βουλόμενος ἀλλότριον κῆπον τρυγᾷ. [2.4.4] Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο μὲν οὐδέν, στὰς δὲ πλησίον ἐγέλα πάνυ ἁπαλὸν καὶ ἔβαλλέ με τοῖς μύρτοις καὶ οὐκ οἶδ᾽ ὅπως ἔθελγε μηκέτι θυμοῦσθαι. Ἐδεόμην οὖν εἰς χεῖρας ἐλθεῖν μηδὲν φοβούμενον ἔτι, καὶ ὤμνυον κατὰ τῶν μύρτων ἀφήσειν, ἐπιδοὺς μήλων καὶ ῥοιῶν, παρέξειν τε ἀεὶ τρυγᾶν τὰ φυτὰ καὶ δρέπειν τὰ ἄνθη, τυχὼν παρ᾽ αὐτοῦ φιλήματος ἑνός.
[2.5.1] Ἐνταῦθα πάνυ καπυρὸν γελάσας ἀφίησι φωνήν, οἵαν οὔτε χελιδὼν οὔτε ἀηδὼν οὔτε κύκνος, ὅμοιος ἐμοὶ γέρων γενόμενος. “Ἐμοὶ μέν, ὦ Φιλητᾶ, φιλῆσαί σε φθόνος οὐδείς· βούλομαι γὰρ φιλεῖσθαι μᾶλλον ἢ σὺ γενέσθαι νέος· ὅρα δὲ εἴ σοι καθ᾽ ἡλικίαν τὸ δῶρον· [2.5.2] οὐδὲν γάρ σε ὠφελήσει τὸ γῆρας πρὸς τὸ μὴ διώκειν ἐμὲ μετὰ τὸ ἓν φίλημα. Δυσθήρατος ‹δ᾽› εἰμὶ καὶ ἱέρακι καὶ ἀετῷ καὶ εἴ τις ἄλλος τούτων ὠκύτερος ὄρνις. Οὔ τοι παῖς ἐγὼ καὶ εἰ δοκῶ παῖς, ἀλλὰ καὶ τοῦ Κρόνου πρεσβύτερος καὶ αὐτοῦ τοῦ παντὸς χρόνου. [2.5.3] Καί σε οἶδα νέμοντα πρωθήβην ἐν ἐκείνῳ τῷ ὄρει τὸ πλατὺ βουκόλιον καὶ παρήμην σοι συρίττοντι πρὸς ταῖς φηγοῖς ἐκείναις, ἡνίκα ἤρας Ἀμαρυλλίδος· ἀλλά με οὐχ ἑώρας καίτοι πλησίον μάλα τῇ κόρῃ παρεστῶτα. Σοὶ μὲν οὖν ἐκείνην ἔδωκα· καὶ ἤδη σοι παῖδες, ἀγαθοὶ βουκόλοι καὶ γεωργοί· [2.5.4] νῦν δὲ Δάφνιν ποιμαίνω καὶ Χλόην· καὶ ἡνίκα ἂν αὐτοὺς εἰς ἓν συναγάγω τὸ ἑωθινόν, εἰς τὸν σὸν ἔρχομαι κῆπον καὶ τέρπομαι τοῖς ἄνθεσι καὶ τοῖς φυτοῖς κἀν ταῖς πηγαῖς ταύταις λούομαι. Διὰ τοῦτο καλὰ καὶ τὰ ἄνθη καὶ τὰ φυτά, τοῖς ἐμοῖς λουτροῖς ἀρδόμενα. [2.5.5] Ὅρα δὲ μή τί σοι τῶν φυτῶν κατακέκλασται, μή τις ὀπώρα τετρύγηται, μή τις ἄνθους ῥίζα πεπάτηται, μή τις πηγὴ τετάρακται, καὶ χαῖρε μόνος ἀνθρώπων ἐν γήρᾳ θεασάμενος τοῦτο τὸ παιδίον.”
[2.6.1] Ταῦτα εἰπὼν ἀνήλατο καθάπερ ἀηδόνος νεοττὸς ἐπὶ τὰς μυρρίνας, καὶ κλάδον ἀμείβων ἐκ κλάδου διὰ τῶν φύλλων ἀνεῖρπεν εἰς ἄκρον. Εἶδον αὐτοῦ καὶ πτέρυγας ἐκ τῶν ὤμων καὶ τοξάρια μεταξὺ τῶν πτερύγων καὶ τῶν ὤμων, καὶ οὐκέτι εἶδον οὔτε ταῦτα οὔτε αὐτόν. [2.6.2] Εἰ δὲ μὴ μάτην ταύτας τὰς πολιὰς ἔφυσα μηδὲ γηράσας ματαιοτέρας τὰς φρένας ἐκτησάμην, Ἔρωτι, ὦ παῖδες κατέσπεισθε καὶ Ἔρωτι ὑμῶν μέλει.»

[2.4.1] »Σήμερα λοιπόν, καθώς μπαίνω προς το μεσημέρι, βλέπω κάτω απ᾽ τις ροδιές και τις μυρτιές ένα παιδί να βαστάει ρόδια και μυρτόκλαδα. Ήταν άσπρο σαν το γάλα και πυρρόξανθο σαν τη φωτιά, κι άστραφτε σα να ᾽χε μόλις λουστεί. Γυμνό κι ολομόναχο, έπαιζε λες κι ήταν δικός του ο κήπος να τον καρπολογάει. [2.4.2] Εγώ χύμηξα πάνω του να τον πιάσω, από φόβο μήπως ο ξετσίπωτος μου σπάσει τις μυρτιές και τις ροδιές. Αυτός ωστόσο, ευκίνητος, μου ξέφευγε δίχως δυσκολία — πότε έτρεχε ανάμεσα στις τριανταφυλλιές, πότε χωνόταν στις παπαρούνες, σαν περδικούλα. [2.4.3] Πολλές φορές έχω δυσκολευτεί κυνηγώντας κατσίκια του γάλακτος, κι άλλες φορές μ᾽ έχουν κουράσει νιογέννητα μοσχάρια — αλλά τούτο το πονηρό πλάσμα ήταν άπιαστο. Όταν απόκαμα πια, γέρος καθώς είμαι, στηρίχτηκα στο ραβδί μου και προσέχοντας μην ξεφύγει τον ρώτησα ποιανού γείτονα παιδί είναι και τί δουλειά έχει να καρπολογάει ξένον κήπο. [2.4.4] Εκείνος δε μου ᾽δωσε καμιάν απόκριση, παρά στάθηκε κοντά μου και γελώντας πολύ γλυκά μου ᾽ριχνε μυρτόκλαδα — και δεν ξέρω πώς με ξελόγιασε και μου πέρασε ο θυμός. Τον παρακάλεσα λοιπόν να ᾽ρθει στην αγκαλιά μου δίχως φόβο πια, παίρνοντας όρκο στις μυρτιές μου ότι θα τον άφηνα ξανά και θα του ᾽δινα και μήλα και ρόδα — κι αν μου χάριζε ένα μόνο φιλί θα ᾽χε παντοτινά την άδεια να καρπολογάει τα δέντρα και να κόβει λουλούδια.
[2.5.1] »Τότε έσκασε στα γέλια κι είπε με μια φωνή, που μήτε χελιδόνι βγάζει μήτ᾽ αηδόνι, μήτε και κύκνος φτασμένος στα δικά μου χρόνια: “Καθόλου δε με πειράζει να με φιλήσεις, Φιλητά, γιατί μ᾽ αρέσει να με φιλάνε πιο πολύ κι απ᾽ ό,τι θα σου άρεσε εσένα να ξανανιώσεις. Σκέψου ωστόσο, αν ταιριάζει τέτοιο δώρο στα χρόνια σου — [2.5.2] γιατί όσο γέρος κι αν είσαι, άμα με φιλήσεις μια φορά δε θα πάψεις να με κυνηγάς. Κι εμένα δε με πιάνει ούτε γεράκι, ούτε αετός, ούτε και πουλί πιο γοργόφτερο κι από κείνα, αν υπάρχει. Γιατί εγώ παιδί δεν είμαι, κι ας μοιάζω για παιδί. Είμαι πιο γέρος κι από τον Κρόνο, κι από τον ίδιο τον αιώνιο Χρόνο. [2.5.3] Σε ξέρω από τότε που ήσουν νέο παλικάρι κι έβοσκες το κοπάδι σου σκορπισμένο σ᾽ εκείνα τα βαλτολίβαδα. Στο πλάι σου ήμουν όταν καθόσουν σ᾽ εκείνες τις βελανιδιές κι έπαιζες φλογέρα, τον καιρό που ήσουν ερωτευμένος με την Αμαρυλλίδα — όμως εσύ δε μ᾽ έβλεπες, κι ας στεκόμουνα πολύ κοντά στο κορίτσι. Νά που σου την έδωσα γυναίκα, και σου ᾽κανε παιδιά που γίνανε καλοί ζευγάδες και γελαδάρηδες. [2.5.4] Τώρα φροντίζω σα βοσκός τον Δάφνη και τη Χλόη, κι ευθύς ως τους φέρω τον ένα κοντά στον άλλον, τα ξημερώματα, έρχομαι στον κήπο σου όπου χαίρομαι τα λουλούδια και τα δέντρα και λούζομαι σε τούτες τις πηγές. Νά γιατί είν᾽ όμορφα τα λουλούδια και τα δέντρα — γιατί ποτίζονται με το νερό που με λούζει. [2.5.5] Κοίτα να δεις αν έσπασε κανένα από τα δέντρα σου, αν λείπει καρπός, αν πατήθηκε ρίζα από λουλούδι, αν θόλωσε καμιά πηγή! Και να χαίρεσαι, γιατί είσαι ο μόνος άνθρωπος που του δόθηκε στα γεράματα να δει τούτο το παιδί!”
[2.6.1] »Μ᾽ αυτά τα λόγια πήδηξε σαν αηδονάκι πάνω στις μυρτιές, και σκαρφαλώνοντας από κλαρί σε κλαρί μέσα από τα φύλλα ανέβηκε στην κορφή. Είδα πως είχε και φτερά στους ώμους, κι ανάμεσα στους ώμους και στα φτερά μικρό δοξάρι — κι ύστερα χάθηκαν κι αυτά κι ο ίδιος. [2.6.2] Κι εξόν αν του κάκου έχουν ασπρίσει τα μαλλιά μου, ή αν λιγόστεψαν τα λογικά μου με τα χρόνια, στον Έρωτα είστε αφιερωμένοι, παιδιά μου, κι ο Έρωτας σας φροντίζει».