Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΓΓΟΣ

Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (2.9.1-2.12.5)

[2.9.1] Τοῦτο αὐτοῖς γίνεται νυκτερινὸν παιδευτήριον. Καὶ ἀγαγόντες τῆς ἐπιούσης ἡμέρας τὰς ἀγέλας εἰς νομήν, ἐφίλησαν μὲν ἀλλήλους ἰδόντες καὶ —ὃ μήπω πρότερον ἐποίησαν— περιέβαλον τὰς χεῖρας ἐπαλλάξαντες· τὸ δὲ τρίτον ὤκνουν φάρμακον ἀποδυθέντες κατακλιθῆναι· θρασύτερον γὰρ οὐ μόνον παρθένων ἀλλὰ καὶ νέων αἰπόλων. [2.9.2] Πάλιν οὖν νὺξ ἀγρυπνίαν ἔχουσα καὶ ἔννοιαν τῶν γεγενημένων καὶ κατάμεμψιν τῶν παραλελειμμένων. «Κατεφιλήσαμεν, καὶ οὐδὲν ὄφελος· περιεβάλομεν, καὶ οὐδὲν πλέον σχεδόν· τὸ οὖν κατακλιθῆναι μόνον φάρμακον ἔρωτος. Πειρατέον καὶ τούτου· πάντως ἐν αὐτῷ τι κρεῖττον ἔσται φιλήματος.»
[2.10.1] Ἐπὶ τούτοις τοῖς λογισμοῖς οἷον εἰκὸς καὶ ὀνείρατα ἑώρων ἐρωτικά, τὰ φιλήματα, τὰς περιβολάς· καὶ ὅσα δὲ μεθ᾽ ἡμέραν οὐκ ἔπραξαν, ταῦτα ὄναρ ἔπραξαν· γυμνοὶ μετ᾽ ἀλλήλων ἔκειντο. [2.10.2] Ἐνθεώτεροι δὴ κατὰ τὴν ἐπιοῦσαν ἡμέραν ἀνέστησαν καὶ ῥοίζῳ τὰς ἀγέλας κατήλαυνον ἐπειγόμενοι πρὸς τὰ φιλήματα· καὶ ἰδόντες ἀλλήλους ἅμα μειδιάματι προσέδραμον. [2.10.3] Τὰ μὲν οὖν φιλήματα ἐγένετο καὶ ἡ περιβολὴ τῶν χειρῶν ἠκολούθησε, τὸ δὲ τρίτον φάρμακον ἐβράδυνε, μήτε τοῦ Δάφνιδος τολμῶντος εἰπεῖν, μήτε τῆς Χλόης βουλομένης κατάρχεσθαι, ἔστε τύχῃ καὶ τοῦτο ἔπραξαν.
[2.11.1] Καθεζόμενοι ‹ἐπὶ› στελέχους δρυὸς πλησίον ἀλλήλων καὶ γευσάμενοι τῆς ἐν φιλήματι τέρψεως ἀπλήστως ἐνεφοροῦντο τῆς ἡδονῆς. Ἦσαν δὲ καὶ χειρῶν περιβολαὶ θλῖψιν τοῖς στόμασι παρέχουσαι. [2.11.2] Κατὰ τὴν τῶν χειρῶν προσβολὴν βιαιότερον δὴ τοῦ Δάφνιδος ἐπισπασαμένου κλίνεταί πως ἐπὶ πλευρὰν ἡ Χλόη· κἀκεῖνος δὲ συγκατακλίνεται τῷ φιλήματι ἀκολουθῶν. Καὶ γνωρίσαντες τῶν ὀνείρων τὴν εἰκόνα κατέκειντο πολὺν χρόνον ὥσπερ συνδεδεμένοι. [2.11.3] Εἰδότες δὲ τῶν ἐντεῦθεν οὐδὲν καὶ νομίσαντες τοῦτο εἶναι πέρας ἐρωτικῆς ἀπολαύσεως, μάτην τὸ πλεῖστον τῆς ἡμέρας δαπανήσαντες διελύθησαν καὶ τὰς ἀγέλας ἀπήλαυνον, τὴν νύκτα μισοῦντες. Ἴσως δὲ ἄν τι καὶ τῶν ἀληθῶν ἔπραξαν, εἰ μὴ θόρυβος τοιόσδε πᾶσαν τὴν ἀγροικίαν ἐκείνην κατέλαβε.
[2.12.1] Νέοι Μηθυμναῖοι πλούσιοι διαθέσθαι τὸν τρυγητὸν ἐν ξενικῇ τέρψει θελήσαντες, ναῦν μικρὰν καθελκύσαντες καὶ οἰκέτας προσκώπους καθίσαντες, τοὺς Μιτυληναίων ἀγροὺς παρέπλεον, ὅσοι θαλάσσης πλησίον. [2.12.2] Εὐλίμενός τε γὰρ ἡ παραθαλασσία καὶ οἰκήσεσιν ἠσκημένη πολυτελῶς, καὶ λουτρὰ συνεχῆ, παράδεισοί τε καὶ ἄλση· τὰ μὲν φύσεως ἔργα, τὰ δ᾽ ἀνθρώπων τέχνη· πάντα ἐνηβῆσαι καλά. [2.12.3] Παραπλέοντες δὲ καὶ ἐνορμιζόμενοι κακὸν μὲν ἐποίουν οὐδέν, τέρψεις δὲ ποικίλας ἐτέρποντο, ποτὲ μὲν ἀγκίστροις καλάμων ἀπηρτημένοις ἐκ λίνου λεπτοῦ πετραίους ἰχθῦς ἁλιεύοντες ἐκ πέτρας ἁλιτενοῦς, ποτὲ δὲ κυσὶ καὶ δικτύοις λαγὼς φεύγοντας τὸν ἐν ταῖς ἀμπέλοις θόρυβον λαμβάνοντες· [2.12.4] ἤδη δὲ καὶ ὀρνίθων ἄγρας ἐμέλησεν αὐτοῖς, καὶ ἔλαβον βρόχοις χῆνας ἀγρίους καὶ νήττας καὶ ὠτίδας, ὥστε ἡ τέρψις αὐτοῖς καὶ τραπέζης ὠφέλειαν παρεῖχεν. Εἰ δέ τινος προσέδει, παρὰ τῶν ἐν τοῖς ἀγροῖς ἐλάμβανον, περιττοτέρους τῆς ἀξίας ὀβολοὺς καταβάλλοντες. [2.12.5] Ἔδει δὲ μόνον ἄρτου καὶ οἴνου καὶ στέγης· οὐ γὰρ ἀσφαλὲς ἐδόκει μετοπωρινῆς ὥρας ἐνεστώσης ἐνθαλαττεύειν· ὥστε καὶ τὴν ναῦν ἀνεῖλκον ἐπὶ τὴν γῆν νύκτα χειμέριον δεδοικότες.

[2.9.1] Τέτοια τους δασκάλεψεν η νύχτα. Την άλλη μέρα, σαν πήγαν τα κοπάδια στη βοσκή, μόλις απάντησαν ο ένας τον άλλον φιλήθηκαν (κάτι που δεν έκαναν πρωτύτερα) κι απλώνοντας τα μπράτσα τους αγκαλιάστηκαν. Το τρίτο φάρμακο ωστόσο, να γδυθούν και να ξαπλώσουν, δίσταζαν να το δοκιμάσουν· απαιτούσε τόλμη που όχι μόνο τα κορίτσια δεν έχουν, αλλά ούτε κι οι νέοι γιδοβοσκοί. [2.9.2] Ξανά λοιπόν ήρθε νύχτα δίχως ύπνο, όπου συλλογίστηκαν όσα είχαν κάνει και μετάνιωσαν για όσα είχαν παραλείψει: «Νά που φιληθήκαμε, και σε τίποτα δεν ωφέλησε. Αγκαλιαστήκαμε, και δεν έκανε σχεδόν διαφορά. Μόνο το πλάγιασμα λοιπόν γιατρεύει τον έρωτα. Πρέπει να το δοκιμάσουμε κι αυτό — πάντως θα ᾽χει πιότερη δύναμη από το φιλί».
[2.10.1] Με παρόμοια στο νου τους είδαν, όπως ήταν φυσικό, κι όνειρα ερωτικά με φιλιά κι αγκαλιές — κι όσα δεν είχαν κάνει την ημέρα τα ᾽καναν στον ύπνο τους, πλαγιάζοντας μαζί γυμνοί. [2.10.2] Το άλλο πρωί ξύπνησαν γεμάτοι θεϊκή ορμή, έβγαλαν γοργά τα κοπάδια —τόσο βιάζονταν να φιληθούν— και μόλις ειδώθηκαν έτρεξαν ο ένας στον άλλον χαμογελώντας. [2.10.3] Αντάλλαξαν λοιπόν φιλιά, και κατόπι αγκαλιάστηκαν· το τρίτο φάρμακο μολοτούτο καθυστερούσε, γιατί ούτε ο Δάφνης τολμούσε να το προτείνει ούτε η Χλόη να πάρει την πρωτοβουλία, ώσπου έγινε κι εκείνο τυχαία.
[2.11.1] Καθισμένοι κοντά-κοντά σ᾽ έναν κορμό βελανιδιάς γεύονταν τη γλύκα του φιλιού, σφιχταγκαλιασμένοι στόμα με στόμα, και δε χόρταιναν την απόλαυσή του. [2.11.2] Σε μια στιγμή που ο Δάφνης τραβούσε τη Χλόη με πιότερη δύναμη πάνω του, έγειρε κάπως κι εκείνη στο πλάι, κι έγειρε κι αυτός μαζί της για να μη διακόψει το φιλί. Τότε αναγνώρισαν την εικόνα που ᾽χαν δει στ᾽ όνειρό τους, κι έμειναν πολλήν ώρα πλαγιασμένοι κολλητά ο ένας στον άλλον. [2.11.3] Καθώς όμως τίποτα δεν ήξεραν για τα υπόλοιπα, νόμισαν ότι εκεί τέλειωνε η ερωτική ηδονή· έτσι ξόδεψαν του κάκου ολάκερη σχεδόν μέρα, ώσπου ήρθε η ώρα να πάνε πίσω τα κοπάδια — γεμάτοι μίσος για τη νύχτα που τους χώριζε. Δεν αποκλείεται να ᾽χαν προχωρήσει και σε πιο σοβαρά πράματα, αν στο μεταξύ δεν ξέσπαγε χαλασμός σ᾽ όλη εκείνη την περιοχή, με τον ακόλουθο τρόπο.
[2.12.1] Μερικοί πλούσιοι νεαροί από τη Μήθυμνα, θέλοντας να διασκεδάσουν τις μέρες του τρύγου με μιαν εκδρομή, αρμάτωσαν ένα μικρό καράβι, έβαλαν τους δούλους τους στα κουπιά και πήγαιναν γιαλό-γιαλό έξω απ᾽ τα παραθαλάσσια κτήματα των Μυτιληνιών. [2.12.2] Εκείνη η παραλία έχει άφθονα φυσικά λιμάνια, όρμους για λουτρά, κήπους και άλση, και τη στολίζουν πολυτελείς επαύλεις· έργα της φύσης ή έργα των ανθρώπων, όλα είν᾽ ευχάριστα για διαμονή. [2.12.3] Ακολουθώντας λοιπόν την παραλία άραζαν κάθε τόσο, και δίχως να βλάπτουν κανένα διασκέδαζαν με διαφόρους τρόπους: πότε έριχναν από προεξοχές βράχων αγκίστρια δεμένα σε καλάμια με λεπτό σπάγγο και ψάρευαν πετρόψαρα· πότε, με σκυλιά και με δίχτυα, έπιαναν λαγούς που ο θόρυβος του τρύγου έδιωχνε από τους αμπελώνες. [2.12.4] Κατόπι σκέφτηκαν να κυνηγήσουν και πουλιά, και με θηλιές έπιασαν αγριόχηνες και πάπιες και αγριόγαλους, συνδυάζοντας έτσι τη διασκέδαση με την καλοφαγία. Ό,τι άλλο είχαν ανάγκη τ᾽ αγόραζαν από τους χωρικούς, πληρώνοντάς το με το παραπάνω: [2.12.5] αυτά που χρειάζονταν ήταν ψωμί και κρασί και στέγη, γιατί δεν το ᾽βρισκαν φρόνιμο μέσα στο φθινόπωρο να διανυκτερεύσουν στη θάλασσα, και τη νύχτα έβγαζαν το καράβι στη στεριά από φόβο μην πιάσει τρικυμία.