Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Πυθιονίκαις (9.76-9.100)


ἀρεταὶ δ᾽ αἰεὶ μεγάλαι πολύμυθοι· [στρ. δ]
βαιὰ δ᾽ ἐν μακροῖσι ποικίλλειν
ἀκοὰ σοφοῖς· ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως
παντὸς ἔχει κορυφάν. ἔγνον ποτὲ καὶ Ἰόλαον
80 οὐκ ἀτιμασαντά νιν ἑπτάπυλοι
Θῆβαι· τόν, Εὐρυσθῆος ἐπεὶ κεφαλάν
ἔπραθε φασγάνου ἀκμᾷ, κρύψαν ἔνερθ᾽ ὑπὸ γᾶν
81a διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος
σάματι, πατροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος
κεῖτο, λευκίπποισι Καδμείων μετοικήσαις ἀγυιαῖς.

τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα δαΐφρων [αντ. δ]
85 ἐν μόναις ὠδῖσιν Ἀλκμήνα
διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν.
κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει,
μηδὲ Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέ-
μναται, τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα·
τοῖσι τέλειον ἐπ᾽ εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθών
89a ἐσλόν. Χαρίτων κελαδεννᾶν
90 μή με λίποι καθαρὸν φέγγος. Αἰγίνᾳ τε γάρ
φαμὶ Νίσου τ᾽ ἐν λόφῳ τρὶς
δὴ πόλιν τάνδ᾽ εὐκλεΐξαι,

σιγαλὸν ἀμαχανίαν ἔργῳ φυγών· [επωδ. δ]
οὕνεκεν, εἰ φίλος ἀστῶν, εἴ τις ἀντά-
εις, τό γ᾽ ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ
μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω·
95 κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρόν
παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ᾽ ἔννεπεν.
πλεῖστα νικάσαντά σε καὶ τελεταῖς
ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον ἄφωνοί
θ᾽ ὡς ἕκασται φίλτατον
παρθενικαὶ πόσιν ἤ
100 υἱὸν εὔχοντ᾽, ὦ Τελεσίκρατες, ἔμμεν,


Για τα μεγάλα κατορθώματα πολλά ν᾽ ανιστορήσεις έχεις. [στρ. δ]
Αν στα μεγάλα θέματα τα μικρά με τέχνη ξομπλιάσεις,
τούτο για τ᾽ αυτιά μόνο των μορφωμένων είναι·
το μέτρο το σωστό είναι το πιο καλό σε κάθε υπόθεση.
Κάποτε η Θήβα γνώρισε η εφτάπυλη
80πώς τον Τελεσικράτη τίμησε ο Ιόλαος,
που με την κόψη του σπαθιού του την κεφαλή του Ευρυσθέα πήρε·
τον εκρύψαν κάτω απ᾽ τη γη,
81αστου ηνίοχου του Αμφιτρύωνα το μνήμα,
εκεί που ο παππούς του κείτονταν,
ο ξένος των Σπαρτών, από τότε που είχε μετοικήσει
στην πόλη των Καδμείων που τρέφανε άλογα λευκά.

Μ᾽ αυτόν και με τον Δία μαζί η γνωστική σαν έσμιξε Αλκμήνη [αντ. δ]
85τούς γέννησε, με μια μονάχα γέννα,
δίδυμα παλικάρια, ανίκητα στη μάχη.
Άλαλος θα είναι εκείνος που το στόμα του
δεν θ᾽ ανοίξει για να υμνήσει τον Ηρακλή
και που της Δίρκης τα νερά πάντα δεν μνημονεύει
που θρέψανε κι αυτόν και τον Ιφικλή·
σ᾽ αυτούς το εγκώμιο θα πλέξω,
γιατί το καλό που ευχήθηκα έγινε και το είδα.
89αΆμποτε των γλυκόφωνων Χαρίτων το καθάριο φέγγος
90να μην μου λείψει. Και τρεις φορές, λέω, δόξασες
την πόλη τούτη στην Αίγινα και στον λόφο του Νίσου
και με τον μόχθο σου ξέφυγες την άγονη σιωπή.

Γι᾽ αυτό κι ο συμπολίτης σου, εχθρός είναι ή φίλος, [επωδ. δ]
ό,τι καλό για όλους έχει γίνει ας μην το σκεπάζει με σιωπή,
τη συμβουλή του θαλασσινού γέροντα παρακούοντας.
Με την καρδιά μας όλη, εκείνος έλεγε, και με δικαιοσύνη τον έπαινο
95να δίνουμε και στον εχθρό ακόμα που κάτι καλό έχει κάνει.
Πολλές φορές, με του καιρού το γύρισμα,
στης Παλλάδας τις γιορτές σε είδαν να νικάς
—κάθε παρθένα μυστικά ευχόταν αγαπημένο να σ᾽ είχε άντρα
100ή γιο, Τελεσικράτη—


Πολυλάλητες πάντα οι αρετές οι μεγάλες, [στρ. δ]
μ᾽ απ᾽ τα τόσα πολλά να ξομπλίζεις ολίγα,
για τ᾽ αυτιά των σοφών είναι τέχνη·
στο σωστό τον καιρό κάθε πράμα να γίνεται,
στην κορφή στέκει αυτό πάνω απ᾽ όλα.
80Ξέρ᾽ η εφτάπυλη Θήβα πως δεν τον ατίμασε
το σωστό τον καιρό, μια φορά, κι ο Ιόλαος
κι έτσι, αφού με την κόψη του σπαθιού του
θέρισε την κεφαλή του Ευρυσθέα,
στη γη κάτω τον θάψανε μέσα στο μνήμα,
που ᾽χε ο πατέρας ταφεί του πατέρα του
ο διφρολάτης τρανός Αμφιτρύωνας,
αφού, των Σπαρτών ξένος, ήρθε να ζήσει
στων Καδμείων την πόλη, με τ᾽ άσπρα της τ᾽ άτια.

Όπου η δέσποιν᾽ Αλκμήνη του γέννησε, πέφτοντας [αντ. δ]
στη δική του αγκαλιά και το Δία,
85μ᾽ έναν πόνο τους δίδυμους γιους
την ανίκητη που ᾽χαν αντρεία.
Πρέπει να ᾽ναι μουγγός, όποιος έχει το στόμα κλειστό
στου Ηρακλή τους επαίνους, μηδέ μνημονεύει συχνά
τα καθάρια της Δίρκης νερά,
που τον θρέψαν αυτόν και τον Ιφικλέα.
Σ᾽ αυτούς τώρα θα ψάλω τον ύμνο κι εγώ
για το τέλειο που είδαν οι ευχές μου καλό
κι άμποτε μη μου απολείψει ποτέ
90των καλλιφώνων Χαρίτων το φέγγος τ᾽ αγνό.
Τρείς φορές τώρα, καυχιούμαι, τη λάμπρυνα
την πόλη αυτή και στην Αίγινα
και πάνω στου Νίσου το λόφο,

την αλάλητη φεύγοντας μ᾽ έργα απορία· [επωδ. δ]
γι᾽ αυτό φίλος ή εχθρός μου στην πόλη
το κοινό το καλό, πὄχω κάμει, ας μην κρύβει
κι ας μη ξεχνά και το λόγο του θαλάσσιου γέροντα,
95πως να παινούμε είναι δίκιο με τα όλα μας
και τον εχθρό, το καλό όταν θα κάνει.
Τόσες φορές και σέ νικητή
στις ορισμένες γιορτές της Παλλάδας
σε είδανε, Τελεσικράτη, κι ευχόντουσαν άφωνες
από μέσα τους οι νέες οι παρθένες
100καθεμιά άντρας της να ᾽σουν ή γιος,