Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἑλένη (625-663)


625ΕΛ. ὦ φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Μενέλεως, ὁ μὲν χρόνος
παλαιός, ἡ δὲ τέρψις ἀρτίως πάρα.
ἔλαβον ἀσμένα πόσιν ἐμόν, φίλαι,
περί τ᾽ ἐπέτασα χέρα φίλιον ἐν μακρᾶι
φλογὶ φαεσφόρωι.
630ΜΕ. κἀγὼ σέ· πολλοὺς δ᾽ ἐν μέσωι λόγους ἔχων
οὐκ οἶδ᾽ ὁποίου πρῶτον ἄρξωμαι τὰ νῦν.
ΕΛ. γέγηθα, κρατὶ δ᾽ ὀρθίους ἐθείρας
ἀνεπτέρωσα καὶ δάκρυ σταλάσσω,
περὶ δὲ γυῖα χέρας ἔβαλον ἡδονάν,
635ὦ πόσις, ὡς λάβω.
ΜΕ. ὦ φιλτάτα πρόσοψις, οὐκ ἐμέμφθην·
†ἔχω τὰ τοῦ Διὸς λέκτρα Λήδας τε.†
ΕΛ. ἃν ὑπὸ λαμπάδων κόροι λεύκιπποι
640ξυνομαίμονες ὤλβισαν ὤλβισαν ...
ΜΕ. τὸ πρόσθεν, ἐκ δόμων δὲ νοσφίσας σ᾽ ἐμοῦ
πρὸς ἄλλαν ἐλαύνει
θεὸς συμφορὰν τᾶσδε κρείσσω.
ΕΛ. τὸ κακὸν δ᾽ ἀγαθὸν σέ τε κἀμὲ συνάγαγεν, ὦ πόσι,
645χρόνιον, ἀλλ᾽ ὅμως· ὀναίμαν τύχας.
ΜΕ. ὄναιο δῆτα· ταὐτὰ δὲ ξυνεύχομαι·
δυοῖν γὰρ ὄντοιν οὐχ ὁ μὲν τλήμων, ὁ δ᾽ οὔ.
ΕΛ. φίλαι φίλαι,
τὰ πάρος οὐκέτι στένομεν οὐδ᾽ ἀλγῶ.
650πόσιν ἔχομεν ἔχομεν ἐμὸν ‹ἐμὸν› ὃν ἔμενον
ἔμενον ἐκ Τροίας πολυετῆ μολεῖν.
ΜΕ. ἔχεις, ἔχω τε σ᾽· ἡλίους δὲ μυρίους
μόλις διελθὼν ἠισθόμην τὰ τῆς θεοῦ.
ΕΛ. ἐμὰ δὲ χαρμονᾶι δάκρυα πλέον ἔχει
655χάριτος ἢ λύπας.
ΜΕ. τί φῶ; τίς ἂν τάδ᾽ ἤλπισεν βροτῶν ποτε;
ΕΛ. ἀδόκητον ἔχω σε πρὸς στέρνοις.
ΜΕ. κἀγὼ σέ, τὴν δοκοῦσαν Ἰδαίαν πόλιν
μολεῖν Ἰλίου τε μελέους πύργους.
660πρὸς θεῶν, δόμων πῶς τῶν ἐμῶν ἀπεστάλης;
ΕΛ.· πικρὰς ἐς ἀρχὰς βαίνεις·
ἒ ἔ· πικρὰν δ᾽ ἐρευνᾶις φάτιν.
ΜΕ. λέγ᾽, ὡς ἀκουστά· πάντα δῶρα δαιμόνων.


ΕΛΕ. Τόσος πολύς καιρός, αγαπημένε,
και τώρα μόλις η χαρά για μένα.
Φίλες μου, νά, πασίχαρη αγκαλιάζω
τον άντρα μου, αφού πλήθος κύκλους
έκανε ο φωτοδότης ήλιος.
630ΜΕΝ. Κι εσένα εγώ· με πλημμυρούν τα λόγια
κι όμως δεν ξέρω πώς να πρωταρχίσω.
ΕΛΕ. Αναγαλλιάζω, πέτομαι κι αφήνω
λεύτερα τα μαλλιά, σταλάζουν
τα δάκρυα ποτάμι απ᾽ τη χαρά,
καθώς σφιχτά σε σφίγγω, λατρευτέ μου.
ΜΕΝ. Δεν θα παραπονιέμαι άλλο, καλή μου·
την κόρη έχω του Δία και της Λήδας,
που κάποτε οι Διόσκουροι, τ᾽ αδέρφια της,
καβάλα στ᾽ άσπρα αλόγατα, βαστώντας
640του γάμου τούς πυρσούς, τη μακαρίσαν
κι ένας θεός από το σπιτικό μου
την άρπαξε, για να την οδηγήσει
σε τύχες πιο χαρούμενες. Για μας
έγινε τώρα το κακό ευτυχία
κι ύστερα από καιρούς σε ξαναφέρνει
στον άντρα σου κοντά. Μακάρι
να χαίρομαι την τύχη την καλή.
ΧΟΡ. Την ίδια κάνω ευχή· πάντα χαρούμενος·
όταν σμίγουνε δυο, διπλή η χαρά τους.
ΕΛΕ. Φίλες μου, δεν αναστενάζω,
δεν θλίβομαι για τα παλιά.
650Τον άντρα μου έχω, που τον καρτερούσα
χρόνια και χρόνια να ᾽ρθει από την Τροία.
ΜΕΝ. Πάλι μαζί· περάσαν τόσα του καιρού
γυρίσματα και τώρα πια μαθαίνω
τις δολοπλόκες τέχνες της θεάς.
Τα δάκρυα είναι της χαράς μου·
στέρεψε η θλίψη, μόνο αναγαλλιάζω.
ΕΛΕ. Και τί να πω; Ποιός το ᾽βαζε στον νου του
να σ᾽ έχω απρόσμενα στην αγκαλιά μου;
ΜΕΝ. Κι εγώ που σε θαρρούσα εκεί στην Τροία
στους κακορίζικους τους πύργους.
660Πώς σ᾽ άρπαξαν απ᾽ το παλάτι, πες μου.
ΕΛΕ. Στης συμφοράς γυρίζεις την αρχή·
άαχ! την πικρή ιστορία ζητάς να μάθεις.
ΜΕΝ. Μίλησε· πρέπει όσα μας δίνουν,
καλά ή κακά, οι θεοί ν᾽ ακούμε.