Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἑλένη (476-514)


ΓΡ. πρὶν τοὺς Ἀχαιούς, ὦ ξέν᾽, ἐς Τροίαν μολεῖν.
ἀλλ᾽ ἕρπ᾽ ἀπ᾽ οἴκων· ἔστι γάρ τις ἐν δόμοις
τύχη, τύραννος ἧι ταράσσεται δόμος.
καιρὸν γὰρ οὐδέν᾽ ἦλθες· ἢν δὲ δεσπότης
480λάβηι σε, θάνατος ξένιά σοι γενήσεται.
εὔνους γάρ εἰμ᾽ Ἕλλησιν, οὐχ ὅσον πικροὺς
λόγους ἔδωκα δεσπότην φοβουμένη.
ΜΕ. τί φῶ; τί λέξω; συμφορὰς γὰρ ἀθλίας
ἐκ τῶν πάροιθε τὰς παρεστώσας κλύω,
485εἰ τὴν μὲν αἱρεθεῖσαν ἐκ Τροίας ἄγων
ἥκω δάμαρτα καὶ κατ᾽ ἄντρα σώιζεται,
ὄνομα δὲ ταὐτὸν τῆς ἐμῆς ἔχουσά τις
δάμαρτος ἄλλη τοισίδ᾽ ἐνναίει δόμοις.
Διὸς δ᾽ ἔλεξε παῖδά νιν πεφυκέναι·
490ἀλλ᾽ ἦ τις ἔστι Ζηνὸς ὄνομ᾽ ἔχων ἀνὴρ
Νείλου παρ᾽ ὄχθας; εἶς γὰρ ὅ γε κατ᾽ οὐρανόν.
Σπάρτη δὲ ποῦ γῆς ἐστι πλὴν ἵνα ῥοαὶ
τοῦ καλλιδόνακός εἰσιν Εὐρώτα μόνον;
διπλοῦν δὲ Τυνδάρειον ὄνομα κλήιζεται,
495Λακεδαίμονος δὲ γαῖά τις ξυνώνυμος
Τροίας τ᾽; ἐγὼ μὲν οὐκ ἔχω τί χρὴ λέγειν.
πολλοὶ γάρ, ὡς εἴξασιν, ἐν πολλῆι χθονὶ
ὀνόματα ταὔτ᾽ ἔχουσι καὶ πόλις πόλει
γυνὴ γυναικί τ᾽· οὐδὲν οὖν θαυμαστέον.
500οὐδ᾽ αὖ τὸ δεινὸν προσπόλου φευξούμεθα·
ἀνὴρ γὰρ οὐδεὶς ὧδε βάρβαρος φρένας
ὃς ὄνομ᾽ ἀκούσας τοὐμὸν οὐ δώσει βοράν.
[κλεινὸν τὸ Τροίας πῦρ ἐγώ θ᾽ ὃς ἧψά νιν,
Μενέλαος, οὐκ ἄγνωστος ἐν πάσηι χθονί.
505δόμων ἄνακτα προσμενῶ· δισσὰς δέ μοι
ἔχει φυλάξεις· ἢν μὲν ὠμόφρων τις ἦι,
κρύψας ἐμαυτὸν εἶμι πρὸς ναυάγια·
ἢν δ᾽ ἐνδιδῶι τι μαλθακόν, τὰ πρόσφορα
τῆς νῦν παρούσης συμφορᾶς αἰτήσομαι.]
510κακῶν τόδ᾽ ἡμῖν ἔσχατον τοῖς ἀθλίοις,
ἄλλους τυράννους αὐτὸν ὄντα βασιλέα
βίον προσαιτεῖν· ἀλλ᾽ ἀναγκαίως ἔχει.
λόγος γάρ ἐστιν οὐκ ἐμός, σοφῶν δέ του,
δεινῆς ἀνάγκης οὐδὲν ἰσχύειν πλέον.


ΓΕΡ. Προτού να πάνε οι Αχαιοί στην Τροία.
Μα τώρα φύγε. Κάτι στο παλάτι
συμβαίνει που μας έχει αναστατώσει.
Ήρθες σε δύσκολη στιγμή· ο αφέντης
αν σέ ᾽βρει εδώ, τον θάνατο θα λάβεις
480για δώρο της φιλοξενίας. Έχω
στους Έλληνες αγάπη, ωστόσο σου είπα
λόγια πικρά, γιατί τονε φοβάμαι.
(Η γερόντισσα μπαίνει στο παλάτι.)
ΜΕΝ. Μα τί να πω; Καινούριες, πιο μεγάλες
κι από τις πρώτες συμφορές που ακούω.
Ήρθα από την Τροία και φέρνω την Ελένη
που μέσα στη σπηλιά καλά την κρύβω
και τώρα μέσα εδώ στο σπίτι ετούτο
κάποια άλλη κατοικεί με τ᾽ όνομά της.
Του Δια την είπε θυγατέρα. Μήπως
490κανένας ζει στον Νείλο που τον κράζουν
Δία; Ένας μονάχα, αυτός στα ουράνια.
Υπάρχει Σπάρτη αλλού ξον από κείνη
πλάι στα καλάμια τα χλωρά του Ευρώτα;
Τυνδάρεω μονάχα έναν φωνάζουν.
Δεν ξέρω τί να πω. Δεύτερη υπάρχει
στον κόσμο Λακεδαίμονα; Άλλη Τροία;
Κι ωστόσο ναι, πολλοί στην οικουμένη
τα ίδια ονόματα έχουν κι οι γυναίκες
κι οι πόλεις, καθώς φαίνεται. Δεν πρέπει
για τούτα ν᾽ απορώ κι ούτε, από φόβο
500στα λόγια της γριάς, θα φύγω· τόσο
σκληρή καρδιά κανείς δεν έχει, που όταν
ακούσει πώς με λεν, να μη μου δώσει
λίγο ψωμί. Της Τροίας την ξακουσμένη
φωτιά γνωρίζουνε παντού κι εμένα,
τον Μενέλαο, που την άναψα. Εδώ τώρα
θα καρτερώ τον βασιλιά· δυο τρόπους
έχω να φυλαχτώ· σκληρός αν είναι,
θα τρέξω να κρυφτώ στο συντριμμένο
καράβι· αν όμως δείξει καλοσύνη,
βοήθεια του ζητάω στη συμφορά μου.
510Χειρότερο κακό άλλο δεν υπάρχει
να ζητιανεύω εγώ ένας βασιλέας
απ᾽ άλλον βασιλιά· το θέλ᾽ η ανάγκη.
Πολύ σοφός —όχι δικός μου— ο λόγος·
η πιο μεγάλη δύναμή ᾽ναι η ανάγκη.