Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Θεμιστοκλῆς (3.1-4.6)


[3.1] Ταχὺ μέντοι καὶ νεανικῶς ἔοικεν ἅψασθαι τοῦ Θεμιστοκλέους τὰ πολιτικὰ πράγματα καὶ σφόδρα ἡ πρὸς δόξαν ὁρμὴ κρατῆσαι. δι᾽ ἣν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς τοῦ πρωτεύειν ἐφιέμενος, ἰταμῶς ὑφίστατο τὰς πρὸς τοὺς δυναμένους ἐν τῇ πόλει καὶ πρωτεύοντας ἀπεχθείας, μάλιστα δ᾽ Ἀριστείδην τὸν Λυσιμάχου, τὴν ἐναντίαν αἰεὶ πορευόμενον αὐτῷ. [3.2] καίτοι δοκεῖ παντάπασιν ἡ πρὸς τοῦτον ἔχθρα μειρακιώδη λαβεῖν ἀρχήν· ἠράσθησαν γὰρ ἀμφότεροι τοῦ καλοῦ Στησίλεω, Κείου τὸ γένος ὄντος, ὡς Ἀρίστων ὁ φιλόσοφος ἱστόρηκεν. ἐκ δὲ τούτου διετέλουν καὶ περὶ τὰ δημόσια στασιάζοντες. [3.3] οὐ μὴν ἀλλ᾽ ἡ τῶν βίων καὶ τῶν τρόπων ἀνομοιότης ἔοικεν αὐξῆσαι τὴν διαφοράν. πρᾷος γὰρ ὢν φύσει καὶ καλοκαγαθικὸς τὸν τρόπον ὁ Ἀριστείδης, καὶ πολιτευόμενος οὐ πρὸς χάριν οὐδὲ πρὸς δόξαν, ἀλλ᾽ ἀπὸ τοῦ βελτίστου μετ᾽ ἀσφαλείας καὶ δικαιοσύνης, ἠναγκάζετο τῷ Θεμιστοκλεῖ τὸν δῆμον ἐπὶ πολλὰ κινοῦντι καὶ μεγάλας ἐπιφέροντι καινοτομίας ἐναντιοῦσθαι πολλάκις, ἐνιστάμενος αὐτῷ πρὸς τὴν αὔξησιν. [3.4] λέγεται γὰρ οὕτω παράφορος πρὸς δόξαν εἶναι καὶ πράξεων μεγάλων ὑπὸ φιλοτιμίας ἐραστής, ὥστε νέος ὢν ἔτι, τῆς ἐν Μαραθῶνι μάχης πρὸς τοὺς βαρβάρους γενομένης καὶ τῆς Μιλτιάδου στρατηγίας διαβοηθείσης, σύννους ὁρᾶσθαι τὰ πολλὰ πρὸς ἑαυτῷ καὶ τὰς νύκτας ἀγρυπνεῖν καὶ τοὺς πότους παραιτεῖσθαι τοὺς συνήθεις, καὶ λέγειν πρὸς τοὺς ἐρωτῶντας καὶ θαυμάζοντας τὴν περὶ τὸν βίον μεταβολήν, ὡς καθεύδειν αὐτὸν οὐκ ἐῴη τὸ Μιλτιάδου τρόπαιον. [3.5] οἱ μὲν γὰρ ἄλλοι πέρας ᾤοντο τοῦ πολέμου τὴν ἐν Μαραθῶνι τῶν βαρβάρων ἧτταν εἶναι, Θεμιστοκλῆς δ᾽ ἀρχὴν μειζόνων ἀγώνων, ἐφ᾽ οὓς ἑαυτὸν ὑπὲρ τῆς ὅλης Ἑλλάδος ἤλειφε καὶ τὴν πόλιν ἤσκει, πόρρωθεν ἤδη προσδοκῶν τὸ μέλλον.
[4.1] Καὶ πρῶτον μὲν τὴν Λαυρεωτικὴν πρόσοδον ἀπὸ τῶν ἀργυρείων μετάλλων ἔθος ἐχόντων Ἀθηναίων διανέμεσθαι, μόνος εἰπεῖν ἐτόλμησε παρελθὼν εἰς τὸν δῆμον, ὡς χρὴ τὴν διανομὴν ἐάσαντας ἐκ τῶν χρημάτων τούτων κατασκευάσασθαι τριήρεις ἐπὶ τὸν πρὸς Αἰγινήτας πόλεμον. ἤκμαζε γὰρ οὗτος ‹τότ᾽› ἐν τῇ Ἑλλάδι μάλιστα, καὶ κατεῖχον οἱ νησιῶται πλήθει νεῶν τὴν θάλατταν. [4.2] ᾗ καὶ ῥᾷον ὁ Θεμιστοκλῆς συνέπεισεν, οὐ Δαρεῖον οὐδὲ Πέρσας —μακρὰν γὰρ ἦσαν οὗτοι καὶ δέος οὐ πάνυ βέβαιον ὡς ἀφιξόμενοι παρεῖχον— ἐπισείων, ἀλλὰ τῇ πρὸς Αἰγινήτας ὀργῇ καὶ φιλονικίᾳ τῶν πολιτῶν ἀποχρησάμενος εὐκαίρως ἐπὶ τὴν παρασκευήν. [4.3] ἑκατὸν γὰρ ἀπὸ τῶν χρημάτων ἐκείνων ἐποιήθησαν τριήρεις, αἷς καὶ πρὸς Ξέρξην ἐναυμάχησαν.
[4.4] Ἐκ δὲ τούτου κατὰ μικρὸν ὑπάγων καὶ καταβιβάζων τὴν πόλιν πρὸς τὴν θάλατταν, ὡς τὰ πεζὰ μὲν οὐδὲ τοῖς ὁμόροις ἀξιομάχους ὄντας, τῇ δ᾽ ἀπὸ τῶν νεῶν ἀλκῇ καὶ τοὺς βαρβάρους ἀμύνασθαι καὶ τῆς Ἑλλάδος ἄρχειν δυναμένους, ἀντὶ μονίμων ὁπλιτῶν, ὥς φησιν ὁ Πλάτων, ναυβάτας καὶ θαλασσίους ἐποίησε, καὶ διαβολὴν καθ᾽ ἑαυτοῦ παρέσχεν, ὡς ἄρα Θεμιστοκλῆς τὸ δόρυ καὶ τὴν ἀσπίδα τῶν πολιτῶν παρελόμενος εἰς ὑπηρέσιον καὶ κώπην συνέστειλε τὸν Ἀθηναίων δῆμον. [4.5] ἔπραξε δὲ ταῦτα Μιλτιάδου κρατήσας ἀντιλέγοντος, ὡς ἱστορεῖ Στησίμβροτος. εἰ μὲν δὴ τὴν ἀκρίβειαν καὶ τὸ καθαρὸν τοῦ πολιτεύματος ἔβλαψεν ἢ μὴ ταῦτα πράξας, ἔστω φιλοσοφώτερον ἐπισκοπεῖν· ὅτι δ᾽ ἡ τότε σωτηρία τοῖς Ἕλλησιν ἐκ τῆς θαλάττης ὑπῆρξε καὶ τὴν Ἀθηναίων πόλιν καυθεῖσαν αὖθις ἀνέστησαν αἱ τριήρεις ἐκεῖναι, τά τ᾽ ἄλλα καὶ Ξέρξης αὐτὸς ἐμαρτύρησε. [4.6] τῆς γὰρ πεζικῆς δυνάμεως ἀθραύστου διαμενούσης, ἔφυγε μετὰ τὴν τῶν νεῶν ἧτταν ὡς οὐκ ὢν ἀξιόμαχος, καὶ Μαρδόνιον ἐμποδὼν εἶναι τοῖς Ἕλλησι τῆς διώξεως μᾶλλον ἢ δουλωσόμενον αὐτοὺς ὡς ἐμοὶ δοκεῖ κατέλιπεν.


ΑΝΑΜΕΙΞΗ ΤΟΥ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (Κεφ. 3-5)
Ο πόθος για τη δόξα
[3.1] Αλλά φαίνεται ότι η πολιτική δράση γρήγορα και ζωηρά τράβηξε το Θεμιστοκλή και τον κυρίεψε σφοδρός πόθος για τη δόξα. Γι᾽ αυτό από την αρχή επιθυμούσε να είναι πρώτος και αντιμετώπιζε με απότομο τρόπο τους εχθρούς του εκείνους που είχαν τη δύναμη και τα πρωτεία στην πολιτεία, και προπάντων τον Αριστείδη, το γιο του Λυσιμάχου, που βάδιζε πάντα δρόμο αντίθετο από το δικό του. [3.2] {Ωστόσο, φαίνεται πως η έχθρα του προς τον Αριστείδη ξεκίνησε από μια εντελώς παιδαριώδη αιτία. Δηλαδή, και οι δύο ήταν εραστές του όμορφου Στησίλαου, που καταγόταν από την Κέα, όπως αναφέρει ο Αρίστωνας ο φιλόσοφος, και εξαιτίας αυτού του γεγονότος συνέχισαν να είναι μόνιμα αντίπαλοι και στα πολιτικά θέματα.}
[3.3] Αλλά και η ανομοιότητα στη ζωή και στους τρόπους τους φαίνεται ότι μεγάλωσε τη μεταξύ τους αντίθεση. Γιατί ο Αριστείδης ήταν από φύση μαλακός και ακέραιος στο χαρακτήρα και σαν πολιτικός δεν επιζητούσε να γίνει αρεστός ούτε να δοξαστεί, παρά είχε στο νου του πάντα εκείνο που θεωρούσε καλύτερο για το λαό και το επιζητούσε μαζί με την ασφάλεια και τη δικαιοσύνη. Έτσι, επειδή ο Θεμιστοκλής ωθούσε το λαό σε πολλές τολμηρές ενέργειες και επιζητούσε πολλές καινοτομίες, ο Αριστείδης βρισκόταν συχνά στην ανάγκη να του εναντιωθεί, για να εμποδίσει την αύξηση της πολιτικής του δύναμης.
[3.4] Λέγεται μάλιστα ότι ο Θεμιστοκλής είχε τόση μανία να αποχτήσει δόξα και από τη φιλοδοξία του λαχταρούσε τόσο πολύ τα μεγάλα κατορθώματα, ώστε, νέος ακόμη, όταν έγινε στο Μαραθώνα η μάχη με τους βαρβάρους και διαφημίστηκε η στρατηγία του Μιλτιάδη, αυτός φαινόταν πολύ σκεφτικός, τις νύχτες έμενε άυπνος, παράτησε τα συνηθισμένα συμπόσια και σ᾽ εκείνους που τον ρωτούσαν με απορία για την απότομη αυτή μεταβολή της ζωής του έλεγε: «Δε μ᾽ αφήνει να κοιμηθώ ο θρίαμβος του Μιλτιάδη!»
[3.5] Τότε οι άλλοι νόμιζαν ότι η συντριβή των βαρβάρων στο Μαραθώνα ήταν το τέλος του πολέμου, ενώ ο Θεμιστοκλής είχε τη γνώμη ότι ήταν η αρχή μεγαλύτερων αγώνων, για τους οποίους προετοίμαζε τον εαυτό του και ασκούσε τους πολίτες, για να υπερασπιστούν ολόκληρη την Ελλάδα, γιατί από μακριά πρόβλεπε το μέλλον.

Ο Θεμιστοκλής για τη ναυτική δύναμη των Αθηναίων
[4.1] Και πρώτα πρώτα, ενώ οι Αθηναίοι είχαν τη συνήθεια να μοιράζονται μεταξύ τους την πρόσοδο από τα αργυρωρυχεία του Λαυρείου, μόνος ο Θεμιστοκλής τόλμησε να παρουσιαστεί στην εκκλησία του δήμου και να πει, ότι πρέπει να αφήσουν τη διανομή και με τα χρήματα αυτά να κατασκευάσουν πλοία, για να τα χρησιμοποιήσουν στον πόλεμο που είχαν με τους Αιγινήτες. Γιατί ο πόλεμος αυτός βρισκόταν τότε σε μεγάλη ένταση στην Ελλάδα και οι νησιώτες (οι Αιγινήτες) με το πλήθος των πλοίων τους κυριαρχούσαν στη θάλασσα.
[4.2] Για τούτο ο Θεμιστοκλής πολύ πιο εύκολα έπεισε τους Αθηναίους να συμφωνήσουν με τη γνώμη του, και δεν τους παρουσίασε σαν απειλή ούτε το Δαρείο ούτε τους Πέρσες (γιατί αυτοί ήταν μακριά και δεν υπήρχε πολύ βέβαιος φόβος πως θα φτάσουν στην Ελλάδα), παρά εκμεταλλεύτηκε την οργή των Αθηναίων και την αντιζηλία τους με τους Αιγινήτες, για να τους παρακινήσει σε πολεμική προετοιμασία. [4.3] Και από τα χρήματα εκείνα κατασκευάστηκαν εκατό πολεμικά πλοία, που οι Αθηναίοι έπειτα τα χρησιμοποιήσαν για να πολεμήσουν τον Ξέρξη.
[4.4] Από τότε σιγά σιγά παράσυρε τους συμπολίτες του και τους έπεισε να κατεβούν προς τη θάλασσα, γιατί είχε τη γνώμη ότι με τον πεζικό τους στρατό ούτε με τους γείτονες δεν ήταν ικανοί να μάχονται, ενώ με τη ναυτική τους δύναμη μπορούσαν και τους βαρβάρους να αποκρούσουν και να αποχτήσουν την ηγεμονία στην Ελλάδα. Γι᾽ αυτό τους Αθηναίους που ήταν ως τότε μόνιμοι οπλίτες τους έκαμε, καθώς λέει ο Πλάτων, ναυτικούς και θαλασσινούς και έδωσε αφορμή να τον κατηγορήσουν πως τάχα ο Θεμιστοκλής αφαίρεσε το δόρυ και την ασπίδα από τους συμπολίτες του και περιόρισε το δήμο των Αθηναίων στον πάγκο του ναύτη και στο κουπί. [4.5] Και τα κατάφερε αυτά κατανικώντας τις αντιρρήσεις του Μιλτιάδη, όπως βεβαιώνει ο Στησίμβροτος. Τώρα, αν με αυτά που έκαμε, έβλαψε ή όχι την τελειότητα και τη γνησιότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος, αυτό ας το εξετάσουν οι φιλόσοφοι. Αλλά ότι η σωτηρία τότε των Ελλήνων οφείλεται στη θάλασσα, και τα πολεμικά εκείνα πλοία ανόρθωσαν πάλι των πόλη των Αθηναίων, αυτό και πολλά άλλα το μαρτυρούν, αλλά και ο ίδιος ο Ξέρξης το επιβεβαίωσε. [4.6] Γιατί, μολονότι η πεζική του δύναμη έμενε ακόμη ανέπαφη, αυτός έφυγε μετά την καταστροφή των πλοίων του, βλέποντας ότι δεν είναι πια ικανός να πολεμήσει, και κατά τη γνώμη μου άφησε το Μαρδόνιο στην Ελλάδα, περισσότερο για να εμποδίσει τους Έλληνες να τον καταδιώξουν, παρά για να τους υποδουλώσει.