Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Θεμιστοκλῆς (19.1-20.4)


[19.1] Γενόμενος δ᾽ ἀπὸ τῶν πράξεων ἐκείνων, εὐθὺς ἐπεχείρει τὴν πόλιν ἀνοικοδομεῖν καὶ τειχίζειν, ὡς μὲν ἱστορεῖ Θεόπομπος χρήμασι πείσας μὴ ἐναντιωθῆναι τοὺς ἐφόρους, ὡς δ᾽ οἱ πλεῖστοι, παρακρουσάμενος. [19.2] ἧκε μὲν γὰρ εἰς Σπάρτην ὄνομα πρεσβείας ἐπιγραψάμενος· ἐγκαλούντων δὲ τῶν Σπαρτιατῶν ὅτι τειχίζουσι τὸ ἄστυ, καὶ Πολυάρχου κατηγοροῦντος ἐπίτηδες ἐξ Αἰγίνης ἀποσταλέντος, ἠρνεῖτο καὶ πέμπειν ἐκέλευεν εἰς Ἀθήνας τοὺς κατοψομένους, ἅμα μὲν ἐμβάλλων τῷ τειχισμῷ χρόνον ἐκ τῆς διατριβῆς, ἅμα δὲ βουλόμενος ἀνθ᾽ αὑτοῦ τοὺς πεμπομένους ὑπάρχειν τοῖς Ἀθηναίοις. [19.3] ὃ καὶ συνέβη· γνόντες γὰρ οἱ Λακεδαιμόνιοι τὸ ἀληθὲς οὐκ ἠδίκησαν αὐτόν, ἀλλ᾽ ἀδήλως χαλεπαίνοντες ἀπέπεμψαν. ἐκ δὲ τούτου τὸν Πειραιᾶ κατεσκεύαζε, τὴν τῶν λιμένων εὐφυΐαν κατανοήσας καὶ τὴν πόλιν ὅλην ἁρμοττόμενος πρὸς τὴν θάλατταν, καὶ τρόπον τινὰ τοῖς παλαιοῖς βασιλεῦσι τῶν Ἀθηναίων ἀντιπολιτευόμενος. [19.4] ἐκεῖνοι μὲν γὰρ ὡς λέγεται πραγματευόμενοι τοὺς πολίτας ἀποσπάσαι τῆς θαλάττης, καὶ συνεθίσαι ζῆν μὴ πλέοντας, ἀλλὰ τὴν χώραν φυτεύοντας, τὸν περὶ τῆς Ἀθηνᾶς διέδοσαν λόγον, ὡς ἐρίσαντα περὶ τῆς χώρας Ποσειδῶνα δείξασα τὴν μορίαν τοῖς δικασταῖς ἐνίκησεν. Θεμιστοκλῆς δ᾽ οὐχ, ὥσπερ Ἀριστοφάνης ὁ κωμικός φησι, τῇ πόλει «τὸν Πειραιᾶ προσέμαξεν», ἀλλὰ τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῦ Πειραιῶς καὶ τὴν γῆν τῆς θαλάττης· [19.5] ᾧ καὶ τὸν δῆμον ηὔξησε κατὰ τῶν ἀρίστων καὶ θράσους ἐνέπλησεν, εἰς ναύτας καὶ κελευστὰς καὶ κυβερνήτας τῆς δυνάμεως ἀφικομένης. [19.6] διὸ καὶ τὸ βῆμα τὸ ἐν Πυκνὶ πεποιημένον ὥστ᾽ ἀποβλέπειν πρὸς τὴν θάλατταν ὕστερον οἱ τριάκοντα πρὸς τὴν χώραν ἀπέστρεψαν, οἰόμενοι τὴν μὲν κατὰ θάλατταν ἀρχὴν γένεσιν εἶναι δημοκρατίας, ὀλιγαρχίᾳ δ᾽ ἧττον δυσχεραίνειν τοὺς γεωργοῦντας.
[20.1] Θεμιστοκλῆς δὲ καὶ μεῖζόν τι περὶ τῆς ναυτικῆς διενοήθη δυνάμεως. ἐπεὶ γὰρ ὁ τῶν Ἑλλήνων στόλος ἀπηλλαγμένου Ξέρξου κατῆρεν εἰς Παγασὰς καὶ διεχείμαζε, δημηγορῶν ἐν τοῖς Ἀθηναίοις ἔφη τινα πρᾶξιν ἔχειν ὠφέλιμον μὲν αὐτοῖς καὶ σωτήριον, ἀπόρρητον δὲ πρὸς τοὺς πολλούς. [20.2] τῶν δ᾽ Ἀθηναίων Ἀριστείδῃ φράσαι μόνῳ κελευόντων, κἂν ἐκεῖνος δοκιμάσῃ, περαίνειν, ὁ μὲν Θεμιστοκλῆς ἔφρασε τῷ Ἀριστείδῃ τὸ νεώριον ἐμπρῆσαι διανοεῖσθαι τῶν Ἑλλήνων· ὁ δ᾽ Ἀριστείδης εἰς τὸν δῆμον προελθὼν ἔφη τῆς πράξεως ἣν διανοεῖται πράττειν ὁ Θεμιστοκλῆς μηδεμίαν εἶναι μήτε λυσιτελεστέραν μήτ᾽ ἀδικωτέραν. οἱ μὲν οὖν Ἀθηναῖοι διὰ ταῦτα παύσασθαι τῷ Θεμιστοκλεῖ προσέταξαν.
[20.3] Ἐν δὲ τοῖς Ἀμφικτιονικοῖς συνεδρίοις τῶν Λακεδαιμονίων εἰσηγουμένων ὅπως ἀπείργωνται τῆς Ἀμφικτιονίας αἱ μὴ συμμαχήσασαι κατὰ τοῦ Μήδου πόλεις, φοβηθεὶς μὴ Θετταλοὺς καὶ Ἀργείους, ἔτι δὲ Θηβαίους ἐκβαλόντες τοῦ συνεδρίου παντελῶς ἐπικρατήσωσι τῶν ψήφων καὶ γένηται τὸ δοκοῦν ἐκείνοις, συνεῖπε ταῖς πόλεσι καὶ μετέθηκε τὰς γνώμας τῶν πυλαγόρων, διδάξας ὡς τριάκοντα καὶ μία μόναι πόλεις εἰσὶν αἱ τοῦ πολέμου μετασχοῦσαι, καὶ τούτων αἱ πλείους παντάπασι μικραί· [20.4] δεινὸν οὖν εἰ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος ἐκσπόνδου γενομένης ἐπὶ ταῖς μεγίσταις δυσὶν ἢ τρισὶ πόλεσιν ἔσται τὸ συνέδριον. ἐκ τούτου μὲν οὖν μάλιστα τοῖς Λακεδαιμονίοις προσέκρουσε· διὸ καὶ τὸν Κίμωνα προῆγον ταῖς τιμαῖς, ἀντίπαλον ἐν τῇ πολιτείᾳ τῷ Θεμιστοκλεῖ καθιστάντες.


Η ανοικοδόμηση
[19.1] Αμέσως έπειτα από εκείνα τα κατορθώματά του, ο Θεμιστοκλής άρχισε να ανοικοδομεί και να περιτειχίζει τον πόλη. Και, όπως εξιστορεί ο Θεόπομπος, έπεισε με δωροδοκία τους εφόρους της Σπάρτης να μην εναντιωθούν στην ανοικοδόμηση· καθώς όμως λένε οι περισσότεροι, το πέτυχε αυτό, γιατί τους παραπλάνησε. [19.2] Ήρθε δηλαδή στη Σπάρτη με τον τίτλο τάχα του πρεσβευτή και, όταν οι Σπαρτιάτες του έκαναν παράπονα ότι οι Αθηναίοι περιτειχίζουν την πόλη της Αθήνας, και ο Πολύαρχος που είχε έρθει επίτηδες από την Αίγινα κατηγορούσε γι᾽ αυτό τους Αθηναίους, ο Θεμιστοκλής αρνήθηκε ότι γίνεται τέτοιο πράγμα και τους κάλεσε να στείλουν στην Αθήνα ανθρώπους που θα βεβαιωθούν με τα ίδια τους τα μάτια. Ήθελε με αυτό τον τρόπο και να δώσει καιρό στον περιτειχισμό και να κρατήσουν οι Αθηναίοι τους αποσταλμένους ως ομήρους, που θα ήταν εγγύηση γι᾽ αυτόν. Έτσι και έγινε. [19.3] Γιατί, όταν οι Λακεδαιμόνιοι έμαθαν την αλήθεια, δεν τον πείραξαν, παρά έκρυψαν τη δυσαρέσκειά τους και τον άφησαν να φύγει. Έπειτα ο Θεμιστοκλής οχύρωνε και τον Πειραιά, γιατί είχε καταλάβει τα φυσικά πλεονεκτήματα που είχαν τα λιμάνια του και ήθελε να προσκολλήσει ολόκληρη την πόλη με τη θάλασσα, με κάποιο τρόπο δηλαδή είχε πολιτική αντίθετη από εκείνη που είχαν οι παλαιοί βασιλείς των Αθηναίων. [19.4] Εκείνοι, καθώς λέγεται, προσπαθούσαν να αποσπάσουν τους πολίτες από τη θάλασσα και να τους συνηθίσουν να ζούν όχι σα ναυτικοί παρά σαν αγρότες και γι᾽ αυτό άφησαν να διαδοθεί ο θρύλος για την Αθηνά, πώς, όταν φιλονίκησε μαζί της ο Ποσειδώνας, αυτή παρουσίασε την ιερή ελιά στους δικαστές και τον νίκησε. Αντίθετα, ο Θεμιστοκλής δεν «εζύμωσε τον Πειραιά» με την Αθήνα, καθώς λέει ο Αριστοφάνης ο κωμικός, παρά την Αθήνα την έδεσε με τον Πειραιά και τη στεριά με τη θάλασσα. [19.5] Έτσι και τα δικαιώματα των απλών ανθρώπων του λαού τα αύξησε απέναντι των αριστοκρατικών, και τους γέμισε θάρρος, γιατί την πολιτική εξουσία την πήραν στα χέρια τους οι ναύτες και οι καπετάνιοι και οι καραβοκύρηδες. [19.6] Γι᾽ αυτό και το βήμα που είχε στηθεί στην Πνύκα έτσι, ώστε να βλέπει προς τη θάλασσα, αργότερα οι τριάντα τύραννοι το έστρεψαν προς την ξηρά, γιατί νόμιζαν ότι η θαλάσσια κυριαρχία είναι η μάνα της δημοκρατίας, ενώ η ολιγαρχία είναι λιγότερο δυσάρεστη στους γεωργούς.

Ο Θεμιστοκλής και ο Αριστείδης ο δίκαιος. Η αμφικτιονία
[20.1] Ο Θεμιστοκλής σκέφτηκε και κάτι άλλο πιο βαρύ για να εξασφαλίσει τη ναυτική υπεροχή των Αθηναίων. Όταν ο ελληνικός στόλος μετά τη φυγή του Ξέρξη είχε αγκυροβολήσει στις Παγασές και έμενε εκεί το χειμώνα, ο Θεμιστοκλής σε μιαν αγόρευσή του προς τους Αθηναίους είπε οτι έχει στο νου του να κάμει κάτι πολύ ωφέλιμο και σωτήριο γι᾽ αυτούς, αλλά μυστικό για τους πολλούς. [20.2] Τότε οι Αθηναίοι, του έδωσαν εντολή να το πει μόνο στον Αριστείδη και, αν εκείνος το βρει σωστό, να το βάλουν σ᾽ ενέργεια. Ο Θεμιστοκλής λοιπόν ανακοίνωσε στον Αριστείδη ότι αυτό που σκέφτηκε είναι: να πάνε να κάψουν το στόλο των άλλων Ελλήνων στις Παγασές. Και ο Αριστείδης παρουσιάστηκε στην εκκλησία του δήμου και είπε ότι από την πράξη αυτή που σκέφτεται να κάμει ο Θεμιστοκλής δεν υπάρχει καμιά άλλη ούτε πιο ωφέλιμη ούτε όμως πιο άδικη. Οι Αθηναίοι, όταν άκουσαν αυτά, έδωσαν εντολή στο Θεμιστοκλή να μην προχωρήσει σε τέτοια ενέργεια.
[20.3] Στ᾽ αμφικτιονικά συνέδρια οι Λακεδαιμόνιοι πρότειναν να αποκλειστούν από την Αμφικτιονία οι πόλεις που δεν συμπολέμησαν εναντίον των Μήδων. Ο Θεμιστοκλής όμως φοβήθηκε μήπως οι Λακεδαιμόνιοι μ᾽ αυτό τον τρόπο βγάζοντας από τη μέση τους Θεσσαλούς και τους Αργείους, ακόμη και τους Θηβαίους, γίνουν κύριοι όλων των ψήφων του συνεδρίου και κάνουν ό,τι θέλουν. Για τούτο μίλησε και αυτός υπερασπίζοντας τις πόλεις και κατάφερε να αλλάξει τις γνώμες των πυλαγόρων (των αντιπροσώπων), γιατί απόδειξε ότι μόνο τριανταμία πόλεις είναι εκείνες που πήραν μέρος στον πόλεμο και οι περισσότερες απ᾽ αυτές ολωσδιόλου μικρές· [20.4] θα είναι λοιπόν επικίνδυνο ―έλεγε― αν αποκλειστεί όλη η άλλη Ελλάδα από την Αμφικτιονία και περιοριστεί το συνέδριο στην εξουσία των δύο ή τριών μεγάλων πόλεων. Εξαιτίας αυτού ο Θεμιστοκλής έγινε πολύ μισητός στους Λακεδαιμονίους και γι᾽ αυτό προσπαθούσαν να προωθήσουν τον Κίμωνα στην εκτίμηση του λαού, κάνοντάς τον πολιτικό αντίπαλο του Θεμιστοκλή.