Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Θεμιστοκλῆς (26.1-26.6)


[26.1] Ἐπεὶ δὲ κατέπλευσεν εἰς Κύμην καὶ πολλοὺς ᾔσθετο τῶν ἐπὶ θαλάττῃ παραφυλάττοντας αὐτὸν λαβεῖν, μάλιστα δὲ τοὺς περὶ Ἐργοτέλη καὶ Πυθόδωρον —ἦν γὰρ ἡ θήρα λυσιτελὴς τοῖς γε τὸ κερδαίνειν ἀπὸ παντὸς ἀγαπῶσι, διακοσίων ἐπικεκηρυγμένων αὐτῷ ταλάντων ὑπὸ τοῦ βασιλέως— ἔφυγεν εἰς Αἰγάς, Αἰολικὸν πολισμάτιον, ὑπὸ πάντων ἀγνοούμενος πλὴν τοῦ ξένου Νικογένους, ὃς Αἰολέων πλείστην οὐσίαν ἐκέκτητο καὶ τοῖς ἄνω δυνατοῖς γνώριμος ὑπῆρχε. [26.2] παρὰ τούτῳ κρυπτόμενος ἡμέρας ὀλίγας διέτριψεν· εἶτα μετὰ τὸ δεῖπνον ἐκ θυσίας τινὸς Ὄλβιος ὁ τῶν τέκνων τοῦ Νικογένους παιδαγωγὸς ἔκφρων γενόμενος καὶ θεοφόρητος ἀνεφώνησεν ἐν μέτρῳ ταυτί·
Νυκτὶ φωνήν, νυκτὶ βουλήν, νυκτὶ τὴν νίκην δίδου,
[26.3] καὶ μετὰ ταῦτα κατακοιμηθεὶς ὁ Θεμιστοκλῆς ὄναρ ἔδοξεν ἰδεῖν δράκοντα κατὰ τῆς γαστρὸς αὐτοῦ περιελιττόμενον καὶ προσανέρποντα τῷ τραχήλῳ· γενόμενον δ᾽ ἀετόν, ὡς ἥψατο τοῦ προσώπου, περιβαλόντα τὰς πτέρυγας ἐξᾶραι καὶ κομίζειν πολλὴν ὁδόν, εἶτα χρυσοῦ τινος κηρυκείου φανέντος, ἐπὶ τούτῳ στῆσαι βεβαίως αὐτόν, ἀμηχάνου δείματος καὶ ταραχῆς ἀπαλλαγέντα.
[26.4] Πέμπεται δ᾽ οὖν ὑπὸ τοῦ Νικογένους μηχανησαμένου τι τοιόνδε. τοῦ βαρβαρικοῦ γένους τὸ πολὺ καὶ μάλιστα τὸ Περσικὸν εἰς ζηλοτυπίαν τὴν περὶ τὰς γυναῖκας ἄγριον φύσει καὶ χαλεπόν ἐστιν. [26.5] οὐ γὰρ μόνον τὰς γαμετάς, ἀλλὰ καὶ τὰς ἀργυρωνήτους καὶ παλλακευομένας ἰσχυρῶς παραφυλάττουσιν, ὡς ὑπὸ μηδενὸς ὁρᾶσθαι τῶν ἐκτός, ἀλλ᾽ οἴκοι μὲν διαιτᾶσθαι κατακεκλειμένας, ἐν δὲ ταῖς ὁδοιπορίαις ὑπὸ σκηναῖς κύκλῳ περιπεφραγμένας ἐπὶ τῶν ἁρμαμαξῶν ὀχεῖσθαι. [26.6] τοιαύτης τῷ Θεμιστοκλεῖ κατασκευασθείσης ἀπήνης, καταδὺς ἐκομίζετο, τῶν περὶ αὐτὸν ἀεὶ τοῖς ἐντυγχάνουσι καὶ πυνθανομένοις λεγόντων, ὅτι γύναιον Ἑλληνικὸν ἄγουσιν ἀπ᾽ Ἰωνίας πρός τινα τῶν ἐπὶ θύραις βασιλέως.


Ο ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΣΤΗΝ ΑΣΙΑ (Κεφ. 26 - 29)
Στήν Κύμη της Μ. Ασίας
[26.1] Όταν προσορμίστηκε και βγήκε στην Κύμη κατάλαβε ότι πολλοί από εκείνους που βρίσκονταν στην παραλία παραφύλαγαν να τον πιάσουν και μάλιστα οι άνθρωποι του Εργοτέλη και του Πυθόδωρου, γιατί αυτό το κυνήγι ήταν αρκετά προσοδοφόρο για εκείνους τουλάχιστο που αγαπούν να κερδίζουν με κάθε τρόπο, αφού είχαν οριστεί από το βασιλιά διακόσια τάλαντα ως χρηματική αμοιβή για τη σύλληψή του. Γι᾽ αυτό έφυγε και πήγε στις Αιγές, μια μικρή αιολική πόλη, όπου κανένας δεν τον ήξερε εκτός από το Νικογένη, ένα φίλο του από παλιά φιλοξενία, που ήταν ο πιο πλούσιος από όλους τους Αιολείς και είχε πολλές γνωριμίες με τους ισχυρούς των εσωτερικών πόλεων της Ασίας. [26.2] Έμεινε κρυμμένος στο σπίτι του λίγες μέρες και ενα βράδυ ο Όλβιος, ο παιδαγωγός των παιδιών του Νικογένη, μετά το γεύμα που το ακολούθησε θυσία, έγινε έξαλλος και, σα να του ήρθε θεία έμπνευση, φώναξε δυνατά αυτά εδώ τα λόγια σε μέτρο βαλμένα:
«Της νύχτας άκου τη φωνή, της νύχτας πάρε συμβουλή
κι η νύχτα θα νικήσει».
[26.3] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτό ο Θεμιστοκλής έπεσε να κοιμηθεί και βυθισμένος στον ύπνο είδε ένα όνειρο. Του φάνηκε πως έβλεπε ένα μεγάλο φίδι να τυλίγεται γύρω από την κοιλιά του και να σέρνεται προς το λαιμό· έπειτα είδε πως το φίδι, μόλις του άγγιξε το πρόσωπο, έγινε μεμιάς αετός που τον αγκάλιασε με τις φτερούγες του, τον σήκωσε, τον έφερε μακριά· εκεί έξαφνα φάνηκε ένα χρυσό ραβδί σαν από εκείνα που κρατούν οι κήρυκες, και τον έστησε σταθερά πάνω σ᾽ αυτό· τότε αισθάνθηκε πως λυτρώθηκε από την τρομερή αγωνία και την ταραχή που τον είχαν κυριέψει.
[26.4] Επιτέλους ο Νικογένης τον φυγαδεύει, αφού μηχανεύτηκε τον ακόλουθο τρόπο για τη σωτηρία του. Πολλοί από τους βαρβαρικούς λαούς και μάλιστα οι Πέρσες έχουν από φύση μια ζηλοτυπία για τις γυναίκες τους, άγρια και ανυπόφορη· [26.5] όχι μόνο τις συζύγους τους παρά και τις δούλες τους τις φυλάγουν αυστηρά, ώστε να μην τις βλέπει κανείς από τους έξω του σπιτιού, τις αφήνουν να ζούν διαρκώς κλεισμένες μέσα στο σπίτι και, όταν είναι να ταξιδέψουν, τις μεταφέρουν κάτω από σκηνές στημένες στα αμάξια και περικλεισμένες ολόγυρα με παραπετάσματα. [26.6] Ένα τέτοιο αμάξι κατασκευάστηκε και για το Θεμιστοκλή, που χώθηκε μέσα, και οι συνοδοί που τον πήγαιναν και περιτριγύριζαν το αμάξι, σε όσους συναντούσαν στο δρόμο και ρωτούσαν τί κουβαλούν, έλεγαν πως οδηγούν μια κοπέλα Ελληνίδα από την Ιωνία προς κάποιον αυλικό του βασιλιά.