Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (9.50.1-9.57.3)

[9.50.1] Τούτου δὲ τοιούτου γινομένου οἱ τῶν Ἑλλήνων στρατηγοί, ἅτε τοῦ τε ὕδατος στερηθείσης τῆς στρατιῆς καὶ ὑπὸ τῆς ἵππου ταρασσομένης, συνελέχθησαν περὶ αὐτῶν τε τούτων καὶ ἄλλων, ἐλθόντες παρὰ Παυσανίην ἐπὶ τὸ δεξιὸν κέρας. ἄλλα γὰρ τούτων τοιούτων ἐόντων μᾶλλόν σφεας ἐλύπεε· οὔτε γὰρ σιτία εἶχον ἔτι, οἵ τέ σφεων ὀπέωνες ἀποπεμφθέντες ἐς Πελοπόννησον ὡς ἐπισιτιεύμενοι ἀπεκεκληίατο ὑπὸ τῆς ἵππου, οὐ δυνάμενοι ἀπικέσθαι ἐς τὸ στρατόπεδον. [9.51.1] βουλευομένοισι δὲ τοῖσι στρατηγοῖσι ἔδοξε, ἢν ὑπερβάλωνται ἐκείνην τὴν ἡμέρην οἱ Πέρσαι συμβολὴν μὴ ποιεύμενοι, ἐς τὴν νῆσον ἰέναι. ἡ δέ ἐστι ἀπὸ τοῦ Ἀσωποῦ καὶ τῆς κρήνης τῆς Γαργαφίης, ἐπ᾽ ᾗ ἐστρατοπεδεύοντο τότε, δέκα σταδίους ἀπέχουσα, πρὸ τῆς Πλαταιέων πόλιος. [9.51.2] νῆσος δὲ οὕτω ἂν εἴη ἐν ἠπείρῳ· σχιζόμενος [ὁ] ποταμὸς ἄνωθεν ἐκ τοῦ Κιθαιρῶνος ῥέει κάτω ἐς τὸ πεδίον, διέχων ἀπ᾽ ἀλλήλων τὰ ῥέεθρα ὅσον περ τρία στάδια, καὶ ἔπειτα συμμίσγει ἐς τὠυτό· οὔνομα δέ οἱ Ὠερόη. θυγατέρα δὲ ταύτην λέγουσι εἶναι Ἀσωποῦ οἱ ἐπιχώριοι. [9.51.3] ἐς τοῦτον δὴ τὸν χῶρον ἐβουλεύσαντο μεταναστῆναι, ἵνα καὶ ὕδατι ἔχωσι χρᾶσθαι ἀφθόνῳ καὶ οἱ ἱππέες σφέας μὴ σινοίατο ὥσπερ κατιθὺ ἐόντων· μετακινέεσθαί τε ἐδόκεε τότε ἐπεὰν τῆς νυκτὸς ᾖ δευτέρη φυλακή, ὡς ἂν μὴ ἰδοίατο οἱ Πέρσαι ἐξορμωμένους καί σφεας ἑπόμενοι ταράσσοιεν οἱ ἱππόται. [9.51.4] ἀπικομένων δὲ ἐς τὸν χῶρον τοῦτον, τὸν δὴ ἡ Ἀσωπὶς Ὠερόη περισχίζεται ῥέουσα ἐκ τοῦ Κιθαιρῶνος, ὑπὸ τὴν νύκτα ταύτην ἐδόκεε τοὺς ἡμίσεας ἀποστέλλειν τοῦ στρατοπέδου πρὸς τὸν Κιθαιρῶνα, ὡς ἀναλάβοιεν τοὺς ὀπέωνας τοὺς ἐπὶ τὰ σιτία οἰχομένους· ἦσαν γὰρ ἐν τῷ Κιθαιρῶνι ἀπολελαμμένοι. [9.52.1] ταῦτα βουλευσάμενοι κείνην μὲν τὴν ἡμέρην πᾶσαν προσκειμένης τῆς ἵππου εἶχον πόνον ἄτρυτον· ὡς δὲ ἥ τε ἡμέρη ἔληγε καὶ οἱ ἱππέες ἐπέπαυντο, νυκτὸς δὴ γινομένης καὶ ἐούσης τῆς ὥρης ἐς τὴν δὴ συνέκειτό σφι ἀπαλλάσσεσθαι, ἐνθαῦτα ἀερθέντες οἱ πολλοὶ ἀπαλλάσσοντο, ἐς μὲν τὸν χῶρον ἐς τὸν συνέκειτο οὐκ ἐν νόῳ ἔχοντες, οἱ δὲ ὡς ἐκινήθησαν, ἔφευγον ἄσμενοι τὴν ἵππον πρὸς τὴν Πλαταιέων πόλιν, φεύγοντες δὲ ἀπικνέονται ἐπὶ τὸ Ἥραιον. τὸ δὲ πρὸ τῆς πόλιός ἐστι τῆς Πλαταιέων, εἴκοσι σταδίους ἀπὸ τῆς κρήνης τῆς Γαργαφίης ἀπέχον. ἀπικόμενοι δὲ ἔθεντο πρὸ τοῦ ἱροῦ τὰ ὅπλα. [9.53.1] καὶ οἱ μὲν περὶ τὸ Ἥραιον ἐστρατοπεδεύοντο, Παυσανίης δὲ ὁρῶν σφέας ἀπαλλασσομένους ἐκ τοῦ στρατοπέδου παρήγγελλε καὶ τοῖσι Λακεδαιμονίοισι ἀναλαβόντας τὰ ὅπλα ἰέναι κατὰ τοὺς ἄλλους τοὺς προϊόντας, νομίσας αὐτοὺς ἐς τὸν χῶρον ἰέναι ἐς τὸν συνεθήκαντο. [9.53.2] ἐνθαῦτα οἱ μὲν ἄλλοι ἄρτιοι ἦσαν τῶν ταξιάρχων πείθεσθαι Παυσανίῃ, Ἀμομφάρετος δὲ ὁ Πολιάδεω λοχηγέων τοῦ Πιτανήτεω λόχου οὐκ ἔφη τοὺς ξείνους φεύξεσθαι οὐδὲ ἑκὼν εἶναι αἰσχυνέειν τὴν Σπάρτην, ἐθώμαζέ τε ὁρῶν τὸ ποιεύμενον, ἅτε οὐ παραγενόμενος τῷ προτέρῳ λόγῳ. [9.53.3] ὁ δὲ Παυσανίης τε καὶ ὁ Εὐρυάναξ δεινὸν μὲν ἐποιεῦντο τὸ μὴ πείθεσθαι ἐκεῖνον σφίσι, δεινότερον δὲ ἔτι κείνου ταῦτα νενωμένου, ἀπολιπεῖν τὸν λόχον τὸν Πιτανήτην, μὴ ἢν ἀπολίπωσι ποιεῦντες τὰ συνεθήκαντο τοῖσι ἄλλοισι Ἕλλησι, ἀπόληται ὑπολειφθεὶς αὐτός τε Ἀμομφάρετος καὶ οἱ μετ᾽ αὐτοῦ. [9.53.4] ταῦτα λογιζόμενοι ἀτρέμας εἶχον τὸ στρατόπεδον τὸ Λακωνικὸν καὶ ἐπειρῶντο πείθοντές μιν ὡς οὐ χρεὸν εἴη ταῦτα ποιέειν. [9.54.1] καὶ οἱ μὲν παρηγόρεον Ἀμομφάρετον μοῦνον Λακεδαιμονίων τε καὶ Τεγεητέων λελειμμένον, Ἀθηναῖοι δὲ ἐποίευν τοιάδε· εἶχον ἀτρέμας σφέας αὐτοὺς ἵνα ἐτάχθησαν, ἐπιστάμενοι τὰ Λακεδαιμονίων φρονήματα ὡς ἄλλα φρονεόντων καὶ ἄλλα λεγόντων. [9.54.2] ὡς δὲ ἐκινήθη τὸ στρατόπεδον, ἔπεμπον σφέων ἱππέα ὀψόμενόν τε εἰ πορεύεσθαι ἐπιχειροῖεν οἱ Σπαρτιῆται, εἴτε καὶ τὸ παράπαν μὴ διανοεῦνται ἀπαλλάσσεσθαι, ἐπειρέσθαι τε Παυσανίην τὸ χρεὸν εἴη ποιέειν. [9.55.1] ὡς δὲ ἀπίκετο ὁ κῆρυξ ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους, ὥρα τέ σφεας κατὰ χώρην τεταγμένους καὶ ἐς νείκεα ἀπιγμένους αὐτῶν τοὺς πρώτους. ὡς γὰρ δὴ παρηγόρεον τὸν Ἀμομφάρετον ὅ τε Εὐρυάναξ καὶ ὁ Παυσανίης μὴ κινδυνεύειν μένοντας μούνους Λακεδαιμονίων, οὔκων ἔπειθον, ἐς ὃ ἐς νείκεά τε συμπεσόντες ἀπίκατο καὶ ὁ κῆρυξ ὁ τῶν Ἀθηναίων παρίστατό σφι ἀπιγμένος. [9.55.2] νεικέων δὲ ὁ Ἀμομφάρετος λαμβάνει πέτρον ἀμφοτέρῃσι τῇσι χερσὶ καὶ τιθεὶς πρὸ ποδῶν τοῦ Παυσανίεω ταύτῃ τῇ ψήφῳ ψηφίζεσθαι ἔφη μὴ φεύγειν τοὺς ξείνους [λέγων τοὺς βαρβάρους]. ὁ δὲ μαινόμενον καὶ οὐ φρενήρεα καλέων ἐκεῖνον [πρός τε] τὸν Ἀθηναίων κήρυκα ἐπειρωτῶντα τὰ ἐντεταλμένα λέγειν [ὁ Παυσανίης] ἐκέλευε τὰ παρεόντα σφι πρήγματα, ἐχρήιζέ τε τῶν Ἀθηναίων προσχωρῆσαί τε πρὸς ἑωυτοὺς καὶ ποιέειν περὶ τῆς ἀπόδου τά περ ἂν καὶ σφεῖς. [9.56.1] καὶ ὁ μὲν ἀπαλλάσσετο ἐς τοὺς Ἀθηναίους· τοὺς δὲ ἐπεὶ ἀνακρινομένους πρὸς ἑωυτοὺς ἠὼς κατελάμβανε, ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ κατήμενος ὁ Παυσανίης, οὐ δοκέων τὸν Ἀμομφάρετον λείψεσθαι τῶν ἄλλων Λακεδαιμονίων ἀποστιχόντων, τὰ δὴ καὶ ἐγένετο, σημήνας ἀπῆγε διὰ τῶν κολωνῶν τοὺς λοιποὺς πάντας· εἵποντο δὲ καὶ Τεγεῆται. [9.56.2] Ἀθηναῖοι δὲ ταχθέντες ἤισαν τὰ ἔμπαλιν ἢ Λακεδαιμόνιοι· οἱ μὲν γὰρ τῶν τε ὄχθων ἀντείχοντο καὶ τῆς ὑπωρείης τοῦ Κιθαιρῶνος, φοβεόμενοι τὴν ἵππον, Ἀθηναῖοι δὲ κάτω τραφθέντες ἐς τὸ πεδίον. [9.57.1] Ἀμομφάρετος δὲ ἀρχήν γε οὐδαμὰ δοκέων Παυσανίην τολμήσειν σφέας ἀπολιπεῖν περιείχετο αὐτοῦ μένοντας μὴ ἐκλιπεῖν τὴν τάξιν· προτερεόντων δὲ τῶν σὺν Παυσανίῃ, καταδόξας αὐτοὺς ἰθέῃ τέχνῃ ἀπολείπειν αὐτόν, ἀναλαβόντα τὸν λόχον τὰ ὅπλα ἦγε βάδην πρὸς τὸ ἄλλο στῖφος. [9.57.2] τὸ δὲ ἀπελθὸν ὅσον τε δέκα στάδια ἀνέμενε τὸν Ἀμομφαρέτου λόχον, περὶ ποταμὸν Μολόεντα ἱδρυμένον Ἀργιόπιόν τε χῶρον καλεόμενον, τῇ καὶ Δήμητρος Ἐλευσινίης ἱρὸν ἧσται· ἀνέμενε δὲ τοῦδε εἵνεκα, ἵνα ἢν μὴ ἀπολείπῃ τὸν χῶρον ἐν τῷ ἐτετάχατο ὁ Ἀμομφάρετός τε καὶ ὁ λόχος, ἀλλ᾽ αὐτοῦ μένωσι, βοηθέοι ὀπίσω παρ᾽ ἐκείνους. [9.57.3] καὶ οἵ τε ἀμφὶ τὸν Ἀμομφάρετον παρεγίνοντό σφι καὶ ἡ ἵππος ἡ τῶν βαρβάρων προσέκειτο πᾶσα. οἱ γὰρ ἱππόται ἐποίευν οἷον καὶ ἐώθεσαν ποιέειν αἰεί, ἰδόντες δὲ τὸν χῶρον κεινὸν ἐν τῷ ἐτετάχατο οἱ Ἕλληνες τῇσι προτέρῃσι ἡμέρῃσι, ἤλαυνον τοὺς ἵππους αἰεὶ τὸ πρόσω καὶ ἅμα καταλαβόντες προσεκέατό σφι.

[9.50.1] Με την εξέλιξη που πήραν τα πράματα, οι στρατηγοί των Ελλήνων, έτσι που ο στρατός στερήθηκε το νερό που έπινε και ξεθεωνόταν απ᾽ το ιππικό, συγκεντρώθηκαν σε σύσκεψη και γι᾽ αυτό το ζήτημα και για άλλα, αφού πήγαν και συνάντησαν τον Παυσανία στη δεξιά πτέρυγα· γιατί, μόλο που η κατάσταση διαμορφώθηκε όπως αναφέραμε, άλλες έγνοιες μεγαλύτερες τους έζωναν· γιατί δεν είχαν πια τρόφιμα κι οι αγωγιάτες τους, που τους είχαν στείλει στην Πελοπόννησο γι᾽ ανεφοδιασμό, είχαν αποκλειστεί απ᾽ το ιππικό και δεν μπορούσαν να φτάσουν στο στρατόπεδο.
[9.51.1] Κι οι στρατηγοί, ύστερ᾽ από διαβουλεύσεις, αποφάσισαν, αν οι Πέρσες αφήσουν να περάσει εκείνη η μέρα χωρίς να δώσουν μάχη, να πορευτούν στο νησί. Το νησί αυτό βρίσκεται σε απόσταση δέκα σταδίων απ᾽ τον Ασωπό και την πηγή Γαργαφία, γύρω απ᾽ την οποία στρατοπέδευαν τότε, μπροστά απ᾽ την πόλη των Πλαταιών. [9.51.2] Και νά πώς έγινε και βρίσκεται νησί στη στεριά: από ψηλά, απ᾽ τον Κιθαιρώνα, ποτάμι κατεβάζει τα νερά του στην πεδιάδα, όπου χωρίζεται στα δυο· οι δυο κοίτες αφήνουν μεταξύ τους απόσταση περίπου τριών σταδίων· κι έρχονται και ξανασμίγουν πιο κάτω και γίνονται ένα ρέμα· και τ᾽ όνομα του ποταμού είναι Ωερόη. Κι οι ντόπιοι λένε πως είναι θυγατέρα του Ασωπού. [9.51.3] Σ᾽ αυτό λοιπόν το μέρος αποφάσισαν να μεταφέρουν το στρατόπεδο, και για να έχουν άφθονο νερό να πίνουν και για να μη τους κάνουν ζημιές οι ιππείς, βρίσκοντάς τους παραταγμένους ακριβώς απέναντί τους· κι αποφάσισαν να μετακινηθούν την ώρα της δεύτερης αλλαγής της νυχτερινής φρουράς, για να μη τους δουν οι Πέρσες να μπαίνουν στο δρόμο και τους πάρουν το καταπόδι οι ιππείς και τους αναστατώσουν. [9.51.4] Αποφάσισαν επίσης, άμα έφταναν σ᾽ αυτό το μέρος, όπου η θυγατέρα του Ασωπού Ωερόη, κυλώντας απ᾽ τον Κιθαιρώνα, σχίζεται στα δυο, να στείλουν τη μισή δύναμη του στρατού τους, όσο κρατούσε η νύχτα, προς τον Κιθαιρώνα, για να παραλάβουν τους αγωγιάτες που είχαν πάει γι᾽ ανεφοδιασμό· γιατί είχαν αποκλειστεί στον Κιθαιρώνα.
[9.52.1] Πήραν αυτή την απόφαση και κατόπιν, ολόκληρη εκείνη τη μέρα, με τις επιθέσεις του ιππικού δεν πήραν ανάσα απ᾽ τα βάσανα· όταν όμως η μέρα πήρε να σώνεται και οι ιππείς αποσύρθηκαν, με τον ερχομό της νύχτας έφτασε η ώρα που είχε συμφωνηθεί για τη μετακίνησή τους· τότε οι περισσότεροι άρον άρον σηκώθηκαν να φύγουν· μόνο που δεν είχαν στο νου τους να πορευτούν στις θέσεις που είχαν συμφωνηθεί, αλλά, αντίθετα, μόλις μπήκαν στο δρόμο, πήραν να φεύγουν κατά την πόλη των Πλαταιών, χαρούμενοι που θα γλίτωναν απ᾽ το ιππικό, και, συνεχίζοντας τη φυγή τους, φτάνουν στο ναό της Ήρας. Ο ναός αυτός βρίσκεται μπροστά απ᾽ την πόλη των Πλαταιών, σε απόσταση είκοσι σταδίων από την πηγή Γαργαφία. Κι όπως έφτασαν, πήραν θέσεις μπροστά στο ναό.
[9.53.1] Κι αυτοί στρατοπέδευαν γύρω απ᾽ το ναό της Ήρας, ενώ ο Παυσανίας, βλέποντάς τους να αποχωρούν απ᾽ το στρατόπεδο, έδωσε το παράγγελμα να πάρουν τα όπλα στα χέρια τους και οι Λακεδαιμόνιοι και να βαδίσουν στην κατεύθυνση των άλλων που είχαν προπορευθεί, νομίζοντας πως βαδίζουν για το συμφωνημένο μέρος. [9.53.2] Τότε οι διοικητές των άλλων ταγμάτων πείστηκαν πρόθυμα στον Παυσανία, όμως ο Αμομφάρετος, ο γιος του Πολιάδα, διοικητής του Πιτανάτη λόχου, αρνήθηκε να κάνει πίσω μπροστά στον εχθρό και να ντροπιάσει με τη θέλησή του τη Σπάρτη, κι έδειχνε κατάπληκτος βλέποντας το τί συμβαίνει, για έναν πρόσθετο λόγο: δεν ήταν παρών στο συμβούλιο που προηγήθηκε. [9.53.3] Απ᾽ τη μεριά τους ο Παυσανίας κι ο Ευρυάναξ θεώρησαν απαράδεχτη την απειθαρχία του, κι ακόμα πιο απαράδεχτο, μια κι εκείνος προέκρινε αυτή τη στάση, να εγκαταλείψουν τον Πιτανάτη λόχο, μήπως, αν τον εγκαταλείψουν τηρώντας τα όσα συμφώνησαν με τους άλλους Έλληνες, μένοντας πίσω μόνοι τους αφανιστούν κι ο ίδιος ο Αμομφάρετος και οι άντρες του. [9.53.4] Μ᾽ αυτές τις σκέψεις κρατούσαν στη θέση του το στρατόπεδο των Λακεδαιμονίων και πάσχιζαν να τον πείσουν πως δεν ήταν ώρα για τέτοια καμώματα.
[9.54.1] Κι ενώ αυτοί προσπαθούσαν να νουθετήσουν τον Αμομφάρετο, που μόνος απ᾽ την παράταξη των Λακεδαιμονίων και των Τεγεατών είχε μείνει πίσω, οι Αθηναίοι έκαναν τα εξής· έμεναν αμετακίνητοι εκεί όπου παρατάχτηκαν, μια και δεν αγνοούσαν τη νοοτροπία των Λακεδαιμονίων, που άλλα σκέφτονται κι άλλα λένε. [9.54.2] Κι όταν μετακινήθηκε το στρατόπεδο, έστειλαν έναν απ᾽ τους ιππείς τους, για να δει αν οι Σπαρτιάτες μπήκαν στο δρόμο ή αν ούτε καν σκέφτονταν να μετακινηθούν, και για να ρωτήσει τον Παυσανία τί πρέπει να κάνουν.
[9.55.1] Κι όταν έφτασε ο κήρυκας στους Λακεδαιμονίους, έβλεπε να κρατούν τις θέσεις που είχαν και τους ηγέτες τους να καβγαδίζουν. Γιατί ο Ευρυάναξ κι ο Παυσανίας προσπαθούσαν να νουθετήσουν τον Αμομφάρετο να μη βάλει σε κίνδυνο τους δικούς του απομονώνοντάς τους από το σώμα των Λακεδαιμονίων, αλλά πού να τον πείσουν· στο τέλος μάλιστα ήρθαν σε ανοιχτή σύγκρουση, όταν έφτασε ο κήρυκας των Αθηναίων και παρακολουθούσε τη σκηνή. [9.55.2] Ο Αμομφάρετος, πάνω στην παραφορά του, αδράχνει με τα δυο του χέρια μια κοτρόνα και την αποθέτει μπροστά στα πόδια του Παυσανία λέγοντας πως αυτή είναι η ψήφος του: να μην κάνει πίσω μπροστά στον εχθρό. Κι ο άλλος, αποκαλώντας τον μανιακό και αποτρελαμένο, έδωσε διαταγή στον κήρυκα των Αθηναίων, που ρωτούσε κατά τις εντολές που του είχαν δώσει, να τους κατατοπίσει για τη σύγχυση που επικρατούσε στο στρατόπεδό τους· και ζητούσε από τους Αθηναίους να έρθουν προς το μέρος τους και να ενεργήσουν για την αποχώρησή τους όπως και οι Σπαρτιάτες.
[9.56.1] Ο κήρυκας γύρισε πίσω στους Αθηναίους· τώρα, καθώς τους άλλους τους βρήκε η αυγή να λογοφέρνουν ανάμεσά τους, ο Παυσανίας, που σ᾽ αυτό το μεταξύ έμενε στη θέση του, έκανε τη σκέψη πως ο Αμομφάρετος δε θα μείνει πίσω, αν απομακρυνθούν οι άλλοι Λακεδαιμόνιοι (κι αυτό έγινε τελικά), και δίνοντας το σύνθημα, απέσυρε όλο το υπόλοιπο σώμα οδηγώντας τους ανάμεσα απ᾽ τους λόφους· κι οι Τεγεάτες τούς ακολουθούσαν. [9.56.2] Οι Αθηναίοι πάλι, κατά τις διαταγές που πήραν, ακολουθούσαν διαφορετική πορεία απ᾽ τους Λακεδαιμονίους· γιατί, ενώ αυτοί δεν ξεκολλούσαν απ᾽ τα υψώματα του Κιθαιρώνα και τους πρόποδές του, επειδή φοβούνταν το ιππικό, οι Αθηναίοι κατηφόρισαν και κινούνταν στην πεδιάδα.
[9.57.1] Ο Αμομφάρετος λοιπόν στην αρχή, πιστεύοντας πως αποκλείεται να τολμήσει ο Παυσανίας να τους εγκαταλείψει, επέμενε και καλά να μείνουν εκεί που ήταν και να μη κάνουν πίσω απ᾽ τη θέση στην οποία παρατάχτηκαν· καθώς όμως αυτοί που ακολουθούσαν τον Παυσανία πήραν ν᾽ απομακρύνονται, κατανόησε πως τον εγκαταλείπουν απροσχημάτιστα· και τότε, αφού διέταξε τον λόχο του να πάρουν τα όπλα στα χέρια τους, τους οδηγούσε με αργό βηματισμό προς τα κει που κατευθυνόταν το υπόλοιπο σώμα. [9.57.2] Κι εκείνοι, αφού απομακρύνθηκαν περίπου τέσσερις σταδίους, περίμεναν τον λόχο του Αμομφαρέτου, σταθμεύοντας στις όχθες του ποταμού Μολόεντα, στην τοποθεσία που λέγεται Αργιόπιο, όπου είναι χτισμένος και ο ναός της Ελευσίνιας Δήμητρας· κι ο λόγος που περίμεναν ήταν ο εξής: αν ο Αμομφάρετος κι ο λόχος του δεν εγκαταλείψουν τη θέση στην οποία είχαν παραταχτεί, αλλά μείνουν αμετακίνητοι, να σπεύσουν πίσω να τους βοηθήσουν. [9.57.3] Και τη στιγμή που οι άντρες του Αμομφαρέτου τους συνάντησαν, νά και το ιππικό των βαρβάρων στο σύνολό του να ρίχνεται επάνω τους. Γιατί οι ιππείς έκαναν αυτό που συνήθιζαν να κάνουν κάθε μέρα, και, βλέποντας τον τόπο στον οποίο είχαν παραταχτεί οι Έλληνες τις προηγούμενες μέρες έρημο, κάλπαζαν με τ᾽ άλογό τους όλο και πιο μπροστά· κι όταν έφτασαν τον εχθρό, ρίχτηκαν απάνω του.