Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (9.90.1-9.95.1)

[9.90.1] Οὗτος μὲν οὕτω ἀπενόστησε ἐς τὴν Ἀσίην· τῆς δὲ αὐτῆς ἡμέρης τῆς περ ἐν Πλαταιῇσι τὸ τρῶμα ἐγένετο, συνεκύρησε γενέσθαι καὶ ἐν Μυκάλῃ τῆς Ἰωνίης. ἐπεὶ γὰρ ἐν τῇ Δήλῳ κατέατο οἱ Ἕλληνες οἱ ἐν τῇσι νηυσὶ ἅμα Λευτυχίδῃ τῷ Λακεδαιμονίῳ ἀπικόμενοι, ἦλθόν σφι ἄγγελοι ἀπὸ Σάμου Λάμπων τε Θρασυκλέος καὶ Ἀθηναγόρης Ἀρχεστρατίδεω καὶ Ἡγησίστρατος Ἀρισταγόρεω, πεμφθέντες ὑπὸ Σαμίων λάθρῃ τῶν τε Περσέων καὶ τοῦ τυράννου Θεομήστορος τοῦ Ἀνδροδάμαντος, τὸν κατέστησαν Σάμου τύραννον οἱ Πέρσαι. [9.90.2] ἐπελθόντων δέ σφεων ἐπὶ τοὺς στρατηγοὺς ἔλεγε Ἡγησίστρατος πολλὰ καὶ παντοῖα, ὡς ἢν μοῦνον ἴδωνται αὐτοὺς οἱ Ἴωνες ἀποστήσονται ἀπὸ Περσέων, καὶ ὡς οἱ βάρβαροι οὐκ ὑπομενέουσι· ἢν δὲ καὶ ἄρα ὑπομείνωσι, οὐκ ἑτέρην ἄγρην τοιαύτην εὑρεῖν ἂν αὐτούς· θεούς τε κοινοὺς ἀνακαλέων προέτρεπε αὐτοὺς ῥύσασθαι ἄνδρας Ἕλληνας ἐκ δουλοσύνης καὶ ἀπαμῦναι τὸν βάρβαρον. [9.90.3] εὐπετές τε αὐτοῖσι ἔφη ταῦτα γίνεσθαι· τάς τε γὰρ νέας αὐτῶν κακῶς πλέειν καὶ οὐκ ἀξιομάχους κείνοισι εἶναι. αὐτοί τε, εἴ τι ὑποπτεύουσι μὴ δόλῳ αὐτοὺς προάγοιεν, ἕτοιμοι εἶναι ἐν τῇσι νηυσὶ τῇσι ἐκείνων ἀγόμενοι ὅμηροι εἶναι. [9.91.1] ὡς δὲ πολλὸς ἦν λισσόμενος ὁ ξεῖνος ὁ Σάμιος, εἴρετο Λευτυχίδης, εἴτε κληδόνος εἵνεκεν θέλων πυθέσθαι εἴτε καὶ κατὰ συντυχίην θεοῦ ποιεῦντος· Ὦ ξεῖνε Σάμιε, τί τοι τὸ οὔνομα; ὁ δὲ εἶπε· Ἡγησίστρατος. [9.91.2] ὁ δὲ ὑπαρπάσας τὸν ἐπίλοιπον λόγον, εἴ τινα ὅρμητο λέγειν ὁ Ἡγησίστρατος, εἶπε· Δέκομαι τὸν οἰωνὸν [τὸν ἡγησίστρατον], ὦ ξεῖνε Σάμιε. σὺ δὲ ἡμῖν ποίεε ὅκως αὐτός τε δοὺς πίστιν ἀποπλεύσεαι καὶ οἱ σὺν σοὶ ἐόντες οἵδε, ἦ μὲν Σαμίους ἡμῖν προθύμους ἔσεσθαι συμμάχους. [9.92.1] ταῦτά τε ἅμα ἠγόρευε καὶ τὸ ἔργον προσῆγε· αὐτίκα γὰρ οἱ Σάμιοι πίστιν τε καὶ ὅρκια ἐποιεῦντο συμμαχίης πέρι πρὸς τοὺς Ἕλληνας.
[9.92.2] Ταῦτα δὲ ποιήσαντες οἱ μὲν ἀπέπλεον· μετὰ σφέων γὰρ ἐκέλευε πλέειν τὸν Ἡγησίστρατον, οἰωνὸν τὸ οὔνομα ποιεύμενος· οἱ δὲ Ἕλληνες ἐπισχόντες ταύτην τὴν ἡμέρην τῇ ὑστεραίῃ ἐκαλλιερέοντο, μαντευομένου σφι Δηιφόνου τοῦ Εὐηνίου ἀνδρὸς Ἀπολλωνιήτεω, Ἀπολλωνίης δὲ τῆς ἐν τῷ Ἰονίῳ κόλπῳ, τοῦ τὸν πατέρα κατέλαβε [Εὐήνιον] πρῆγμα τοιόνδε. [9.93.1] ἔστι ἐν τῇ Ἀπολλωνίῃ ταύτῃ ἱρὰ ἡλίου πρόβατα, τὰ τὰς μὲν ἡμέρας βόσκεται παρὰ ποταμόν, ὃς ἐκ Λάκμονος ὄρεος ῥέει διὰ τῆς Ἀπολλωνίης χώρης ἐς θάλασσαν παρ᾽ Ὤρικον λιμένα, τὰς δὲ νύκτας ἀραιρημένοι ἄνδρες οἱ πλούτῳ τε καὶ γένεϊ δοκιμώτατοι τῶν ἀστῶν, οὗτοι φυλάσσουσι ἐνιαυτὸν ἕκαστος· περὶ πολλοῦ γὰρ δὴ ποιεῦνται Ἀπολλωνιῆται τὰ πρόβατα ταῦτα ἐκ θεοπροπίου τινός· ἐν δὲ ἄντρῳ αὐλίζονται ἀπὸ τῆς πόλιος ἑκάς. [9.93.2] ἔνθα δὴ τότε ὁ Εὐήνιος οὗτος ἀραιρημένος ἐφύλασσε· καί κοτε αὐτοῦ κατακοιμίσαντος τὴν φυλακὴν παρελθόντες λύκοι ἐς τὸ ἄντρον διέφθειραν τῶν προβάτων ὡς ἑξήκοντα. ὁ δὲ ὡς ἐπήισε, εἶχε σιγῇ καὶ ἔφραζε οὐδενί, ἐν νόῳ ἔχων ἀντικαταστήσειν ἄλλα πριάμενος. [9.93.3] καί οὐ γὰρ ἔλαθε τοὺς Ἀπολλωνιήτας ταῦτα γενόμενα, ἀλλά κως ἐπύθοντο, ὑπαγαγόντες μιν ὑπὸ δικαστήριον κατέκριναν, ὡς τὴν φυλακὴν κατακοιμίσαντα, τῆς ὄψιος στερηθῆναι. ἐπείτε δὲ τὸν Εὐήνιον ἐξετύφλωσαν, αὐτίκα μετὰ ταῦτα οὔτε πρόβατά σφι ἔτικτε οὔτε γῆ ἔφερε ὁμοίως [καρπόν]. [9.93.4] πρόφαντα δέ σφι ἔν τε Δωδώνῃ καὶ ἐν Δελφοῖσι ἐγένετο, ἐπείτε ἐπειρώτων [τοὺς προφήτας] τὸ αἴτιον τοῦ παρεόντος κακοῦ, [οἱ δὲ αὐτοῖσι ἔφραζον] ὅτι ἀδίκως τὸν φύλακον τῶν ἱρῶν προβάτων Εὐήνιον τῆς ὄψιος ἐστέρησαν· αὐτοὶ γὰρ ἐπορμῆσαι τοὺς λύκους, οὐ πρότερόν τε παύσεσθαι τιμωρέοντες ἐκείνῳ πρὶν ἢ δίκας δῶσι τῶν ἐποίησαν ταύτας τὰς ἂν αὐτὸς ἕληται καὶ δικαιοῖ· τούτων δὲ τελεομένων αὐτοὶ δώσειν Εὐηνίῳ δόσιν τοιαύτην τὴν πολλούς μιν μακαριεῖν ἀνθρώπων ἔχοντα. [9.94.1] τὰ μὲν χρηστήρια ταῦτά σφι ἐχρήσθη, οἱ δὲ Ἀπολλωνιῆται ἀπόρρητα ποιησάμενοι προσέθεσαν τῶν ἀστῶν ἀνδράσι διαπρῆξαι. οἱ δέ σφι διέπρηξαν ὧδε· κατημένου Εὐηνίου ἐν θώκῳ ἐλθόντες οἱ παρίζοντο καὶ λόγους ἄλλους ἐποιεῦντο, ἐς ὃ κατέβαινον συλλυπεόμενοι τῷ πάθεϊ. ταύτῃ δὲ ὑπαγαγόντες εἰρώτων τίνα δίκην ἂν ἕλοιτο, εἰ ἐθέλοιεν Ἀπολλωνιῆται δίκας ὑποστῆναι δώσειν τῶν ἐποίησαν. [9.94.2] ὁ δέ οὐκ ἀκηκοὼς τὸ θεοπρόπιον, εἵλετο εἴπας εἴ τίς οἱ δοίη ἀγρούς, τῶν ἀστῶν ὀνομάσας τοῖσι ἠπίστατο εἶναι καλλίστους δύο κλήρους τῶν ἐν τῇ Ἀπολλωνίῃ, καὶ οἴκησιν πρὸς τούτοισι τὴν ᾔδεε καλλίστην ἐοῦσαν τῶν ἐν [τῇ] πόλι· τούτων δὲ ἔφη ἐπήβολος γενόμενος τοῦ λοιποῦ ‹ἂν› ἀμήνιτος εἶναι, καὶ δίκην οἱ ταύτην ἀποχρᾶν γενομένην. [9.94.3] καὶ ὁ μὲν ταῦτα ἔλεγε, οἱ δὲ πάρεδροι εἶπαν ὑπολαβόντες· Εὐήνιε, ταύτην δίκην Ἀπολλωνιῆται τῆς ἐκτυφλώσιος ἐκτίνουσί τοι κατὰ θεοπρόπια τὰ γενόμενα. ὁ μὲν δὴ πρὸς ταῦτα δεινὰ ἐποιέετο, ἐνθεῦτεν πυθόμενος [τὸν] πάντα λόγον, ὡς ἐξαπατηθείς· οἱ δὲ πριάμενοι παρὰ τῶν ἐκτημένων διδοῦσί οἱ τὰ εἵλετο. καὶ μετὰ ταῦτα ἔμφυτον αὐτίκα μαντικὴν εἶχε, ὥστε καὶ ὀνομαστὸς γενέσθαι. [9.95.1] τούτου δὴ ὁ Δηίφονος ἐὼν παῖς τοῦ Εὐηνίου ἀγόντων Κορινθίων ἐμαντεύετο τῇ στρατιῇ. ἤδη δὲ καὶ τόδε ἤκουσα ὡς ὁ Δηίφονος ἐπιβατεύων τοῦ Εὐηνίου οὐνόματος ἐξελάμβανε ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα ἔργα, οὐκ ἐὼν Εὐηνίου παῖς.

[9.90.1] Μ᾽ αυτό λοιπόν τον τρόπο γύρισε πίσω στην Ασία ο Αρτάβαζος· και την ίδια μέρα που δέχτηκαν οι Πέρσες το χτύπημα στις Πλαταιές, κατά συγκυρία δέχτηκαν κι άλλο στη Μυκάλη της Ιωνίας. Δηλαδή, ενώ ο ελληνικός στόλος με τον Λεωτυχίδα τον Λακεδαιμόνιο κρατούσε δεμένα τα καράβια του στη Δήλο, ήρθαν τότε αγγελιοφόροι από τη Σάμο ο Λάμπων, ο γιος του Θρασυκλή, κι ο Αθηναγόρας, ο γιος του Αρχιστρατίδα, κι ο Ηγησίστρατος, ο γιος του Αρισταγόρα, που τους έστειλαν οι Σάμιοι κρυφά απ᾽ τους Πέρσες και τον τύραννο Θεομήστορα, το γιο του Ανδροδάμαντος, που τον διόρισαν τύραννο της Σάμου οι Πέρσες. [9.90.2] Κι όταν παρουσιάστηκαν στους στρατηγούς, έλεγε ο Ηγησίστρατος πολλά και διάφορα: πως και μόνο με την εμφάνιση του στόλου οι Ίωνες θ᾽ αποστατήσουν από τους Πέρσες· πως οι βάρβαροι δε θα προβάλουν αντίσταση· κι αν προβάλουν αντίσταση, θα ᾽ναι το καλύτερο θήραμα που θα πέσει στο δόκανο των Ελλήνων· και, κάνοντας επίκληση στους κοινούς θεούς, τους προέτρεπε να σώσουν Έλληνες απ᾽ τη σκλαβιά και ν᾽ αποδιώξουν τον βάρβαρο. [9.90.3] Είπε επίσης πως δε θα ᾽ναι δύσκολη γι᾽ αυτούς η επιχείρηση· γιατί τα καράβια των βαρβάρων είναι αργοκίνητα και δεν είναι σε θέση να δώσουν μάχη μ᾽ αυτούς. Κι αν έχουν καμιά υποψία μήπως παν να τους παρασύρουν σε παγίδα, έλεγαν πως οι ίδιοι τους δεν έχουν καμιά αντίρρηση να τους πάρουν οι Έλληνες στα καράβια τους και να τους έχουν ομήρους.
[9.91.1] Και καθώς ο ξένος από τη Σάμο το παράκανε στα παρακάλια, ο Λεωτυχίδας τον ρώτησε (να το ᾽κανε από σκοπού, για να πάρει κάποια προφητεία ή να το ᾽κανε τυχαία, εμπνευσμένος από κάποιο θεό;): «Ξένε από τη Σάμο, ποιό τ᾽ όνομά σου;». Κι εκείνος αποκρίθηκε: «Ηγησίστρατος»· [9.91.2] κι ο άλλος αρπάζοντας απ᾽ το στόμα του Ηγησιστράτου τη συνέχεια του λόγου, ό,τι κι αν ήταν έτοιμος να πει, είπε: «Ξένε από τη Σάμο, δέχομαι τον οιωνό. Κι εσύ κάνε μου τη χάρη, μαζί μ᾽ αυτούς εδώ τους συντρόφους σου να γυρίσεις στον τόπο σου με το καράβι, αφού μας εγγυηθείτε πως οι Σάμιοι θα σταθούν μ᾽ ενθουσιασμό στο πλευρό μας».
[9.92.1] Αυτά είπε κι αμέσως έκανε τα λόγια πράξη· δηλαδή στη στιγμή οι Σάμιοι έδιναν εγγυήσεις και όρκους για συμμαχία με τους Έλληνες. [9.92.2] Κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτά, οι άλλοι γύριζαν στον τόπο τους με το καράβι τους· γιατί ο Λεωτυχίδας διέταζε ν᾽ ανεβεί στο δικό του καράβι ο Ηγησίστρατος, θεωρώντας τ᾽ όνομά του οιωνό· οι Έλληνες λοιπόν, αφού άφησαν να περάσει εκείνη η μέρα, την επομένη έκαναν θυσίες, για να πάρουν αίσια προμηνύματα· μάντη στο στρατόπεδό τους είχαν τον Δηίφονο, το γιο του Ευηνίου, πολίτη της Απολλωνίας, συγκεκριμένα της Απολλωνίας που βρίσκεται στο Ιόνιο πέλαγος· ο πατέρας του, ο Ευήνιος, έζησε μια τέτοια περιπέτεια:
[9.93.1] Σ᾽ αυτή την Απολλωνία υπάρχουν ιερά κοπάδια του Ηλίου, που τη μέρα βόσκουν στις όχθες ποταμού (που οι πηγές του βρίσκονται στο όρος Λάκμων, και, διασχίζοντας τον κάμπο της Απολλωνίας, χύνεται στη θάλασσα δίπλα απ᾽ το λιμάνι Ώρικος), ενώ τη νύχτα τα φυλάνε, εκλεγμένοι ανάμεσ᾽ απ᾽ τους πλουσιότερους κι απ᾽ τις πιο αρχοντικές οικογένειες, πολίτες, ο καθένας τους ένα χρόνο· γιατί οι Απολλωνιάτες δείχνουν πολύ μεγάλη φροντίδα για τα κοπάδια αυτά, εξαιτίας κάποιου χρησμού· και μαντρί τους έχουν μια σπηλιά, μακριά απ᾽ την πόλη. [9.93.2] Εκεί λοιπόν τότε είχε εκλεγεί και τα φύλαγε ο Ευήνιος που αναφέραμε. Και μια νύχτα κοιμήθηκε του καλού καιρού την ώρα της βάρδιας του και μπήκαν λύκοι στη σπηλιά κι αφάνισαν περίπου εξήντα πρόβατα. Κι όταν είδε την κατάσταση, κρατούσε το στόμα του κλειστό και δεν το ᾽λεγε σε κανένα και μελετούσε ν᾽ αγοράσει άλλα στη θέση τους. [9.93.3] Αλλά —γιατί αυτή την ιστορία δεν άργησαν να τη μάθουν οι Απολλωνιάτες— την έμαθαν κι αμέσως τον έσυραν στο δικαστήριο και τον καταδίκασαν, επειδή κοιμήθηκε την ώρα της βάρδιας του, σε τύφλωση. Κι αφού τύφλωσαν εντελώς τον Ευήνιο, αμέσως μετά απ᾽ αυτή τους την πράξη ούτε τα πρόβατά τους γεννούσαν ούτε η γη έδινε καρπούς όπως προηγουμένως. [9.93.4] Και τους δόθηκε χρησμός και στη Δωδώνη και στους Δελφούς, όταν ρωτούσαν ποιά ήταν η αιτία του κακού που τους βρήκε, ότι το κρίμα τους ήταν που τύφλωσαν τον φύλακα των ιερών προβάτων, τον Ευήνιο· γιατί ήταν οι θεοί αυτών των μαντείων που ξεσήκωσαν τους λύκους κι ότι η τιμωρία που τους επέβαλαν εξαιτίας του Ευηνίου δε θα σταματήσει προτού του δώσουν ικανοποίηση, όποια αυτός διαλέξει και απαιτήσει· κι όταν του δοθεί αυτή η ικανοποίηση, οι θεοί θα του δώσουν ένα δώρο, τέτοιο που πολλοί άνθρωποι θα τον μακαρίζουν για την καλή του τύχη.
[9.94.1] Λοιπόν τα μαντεία αυτούς τους χρησμούς τούς έδωσαν κι οι Απολλωνιάτες τους κράτησαν μυστικούς κι επιφόρτισαν την εκτέλεσή τους σε ορισμένους πολίτες. Και νά πώς ενέργησαν αυτοί: εκεί που καθόταν ο Ευήνιος σ᾽ ένα πεζούλι, πήγαν και κάθισαν δίπλα του κι έλεγαν άλλα κι άλλα και τέλος έφεραν την κουβέντα στο κακό που τον βρήκε, εκφράζοντάς του τη συμπάθειά τους. Ξεγελώντας τον μ᾽ αυτό τον τρόπο τον ρώτησαν ποιά θα ᾽ταν άραγε η αποζημίωση που θα διάλεγε να πάρει, αν δέχονταν οι Απολλωνιάτες να του δώσουν ικανοποίηση για το κακό που του έκαναν. [9.94.2] Κι εκείνος —ο άνθρωπος δεν είχε ακούσει τον χρησμό— έκανε την εκλογή του κι είπε να του δώσουν αγροκτήματα, και κατονόμασε τους πολίτες που ήξερε πως ήταν οι ιδιοχτήτες των δυο πιο όμορφων κλήρων της Απολλωνίας και πρόσθεσε σ᾽ αυτά το σπίτι που ήξερε πως ήταν το πιο όμορφο στην πόλη· κι είπε πως, απ᾽ την ώρα που θα τα ορίζει αυτά, θα δώσει τόπο στην οργή του κι ότι μένει ευχαριστημένος μ᾽ αυτή την αποζημίωση. [9.94.3] Εκείνος λοιπόν έτσι τους μίλησε κι οι άλλοι που κάθονταν δίπλα του πήραν το λόγο και είπαν: «Ευήνιε, οι Απολλωνιάτες σού δίνουν την ικανοποίηση που ζητάς για την τύφλωσή σου, σύμφωνα με τους χρησμούς που πήραν». Λοιπόν εκείνος, έτσι που εξελίχτηκαν τα πράματα, όταν αργότερα έμαθε την πάσα αλήθεια, έγινε έξω φρενών, μια και ο άνθρωπος εξαπατήθηκε· κι οι άλλοι αγόρασαν απ᾽ τους ιδιοχτήτες και του δίνουν τα όσα διάλεξε. Κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτά νά που ξαφνικά απόχτησε, αυτοδίδακτος, μαντική ικανότητα, και μάλιστα έγινε ξακουστός.
[9.95.1] Λοιπόν, γιος αυτού του Ευηνίου ήταν ο Δηίφονος, που, συνοδεύοντας τους Κορινθίους, έκανε χρέη μάντη στο εκστρατευτικό σώμα. Άκουσα μάλιστα κι ετούτο, πως ο Δηίφονος, αν και δεν ήταν γιος του Ευηνίου, έκανε χρυσές δουλειές σ᾽ όλο τον ελληνικό κόσμο με τα φτερά που του έδινε το όνομα του Ευηνίου.