Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (9.80.1-9.85.3)

[9.80.1] Ὁ μὲν ταῦτα ἀκούσας ἀπαλλάσσετο· Παυσανίης δὲ κήρυγμα ποιησάμενος μηδένα ἅπτεσθαι τῆς ληίης, συγκομίζειν ἐκέλευσε τοὺς εἵλωτας τὰ χρήματα. οἱ δὲ ἀνὰ τὸ στρατόπεδον σκιδνάμενοι εὕρισκον σκηνὰς κατεσκευασμένας χρυσῷ καὶ ἀργύρῳ, κλίνας τε ἐπιχρύσους καὶ ἐπαργύρους, κρητῆράς τε χρυσέους καὶ φιάλας τε καὶ ἄλλα ἐκπώματα· [9.80.2] σάκκους τε ἐπ᾽ ἁμαξέων εὕρισκον, ἐν τοῖσι λέβητες ἐφαίνοντο ἐνεόντες χρύσεοί τε καὶ ἀργύρεοι· ἀπό τε τῶν κειμένων νεκρῶν ἐσκύλευον ψέλιά τε καὶ στρεπτοὺς καὶ τοὺς ἀκινάκας, ἐόντας χρυσέους, ἐπεὶ ἐσθῆτός γε ποικίλης λόγος ἐγίνετο οὐδὲ εἷς. [9.80.3] ἐνθαῦτα πολλὰ μὲν κλέπτοντες ἐπώλεον πρὸς τοὺς Αἰγινήτας οἱ εἵλωτες, πολλὰ δὲ καὶ ἀπεδείκνυσαν, ὅσα αὐτῶν οὐκ οἷά τε ἦν κρύψαι· ὥστε Αἰγινήτῃσι οἱ μεγάλοι πλοῦτοι ἀρχὴν ἐνθεῦτεν ἐγένοντο, οἳ τὸν χρυσὸν ἅτε ἐόντα χαλκὸν δῆθεν παρὰ τῶν εἱλωτέων ὠνέοντο. [9.81.1] συμφορήσαντες δὲ τὰ χρήματα καὶ δεκάτην ἐξελόντες τῷ ἐν Δελφοῖσι θεῷ, ἀπ᾽ ἧς ὁ τρίπους ὁ χρύσεος ἀνετέθη ὁ ἐπὶ τοῦ τρικαρήνου ὄφιος τοῦ χαλκέου ἐπεστεὼς ἄγχιστα τοῦ βωμοῦ, καὶ τῷ ἐν Ὀλυμπίῃ θεῷ ἐξελόντες, ἀπ᾽ ἧς δεκάπηχυν χάλκεον Δία ἀνέθηκαν, καὶ τῷ ἐν Ἰσθμῷ θεῷ, ἀπ᾽ ἧς ἑπτάπηχυς χάλκεος Ποσειδέων ἐξεγένετο, ταῦτα ἐξελόντες τὰ λοιπὰ διαιρέοντο καὶ ἔλαβον ἕκαστοι τῶν ἄξιοι ἦσαν, καὶ τὰς παλλακὰς τῶν Περσέων καὶ τὸν χρυσὸν καὶ τὸν ἄργυρον καὶ ἄλλα χρήματά τε καὶ ὑποζύγια. [9.81.2] ὅσα μέν νυν ἐξαίρετα τοῖσι ἀριστεύσασι αὐτῶν ἐν Πλαταιῇσι ἐδόθη, οὐ λέγεται πρὸς οὐδαμῶν, δοκέω δ᾽ ἔγωγε καὶ τούτοισι δοθῆναι· Παυσανίῃ δὲ πάντα δέκα ἐξαιρέθη τε καὶ ἐδόθη, γυναῖκες, ἵπποι, τάλαντα, κάμηλοι, ὣς δὲ αὕτως καὶ τἆλλα χρήματα. [9.82.1] λέγεται δὲ καὶ τάδε γενέσθαι, ὡς Ξέρξης φεύγων ἐκ τῆς Ἑλλάδος Μαρδονίῳ τὴν κατασκευὴν καταλίποι τὴν ἑωυτοῦ· Παυσανίην ὦν ὁρῶντα τὴν Μαρδονίου κατασκευὴν χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ καὶ παραπετάσμασι ποικίλοισι κατεσκευασμένην κελεῦσαι τούς τε ἀρτοκόπους καὶ τοὺς ὀψοποιοὺς κατὰ ταὐτὰ [καθὼς] Μαρδονίῳ δεῖπνον παρασκευάζειν. [9.82.2] ὡς δὲ κελευόμενοι οὗτοι ἐποίευν ταῦτα, ἐνθαῦτα τὸν Παυσανίην ἰδόντα κλίνας τε χρυσέας καὶ ἀργυρέας εὖ ἐστρωμένας καὶ τραπέζας τε χρυσέας καὶ ἀργυρέας καὶ παρασκευὴν μεγαλοπρεπέα τοῦ δείπνου, ἐκπλαγέντα τὰ προκείμενα ἀγαθὰ κελεῦσαι ἐπὶ γέλωτι τοὺς ἑωυτοῦ διηκόνους παρασκευάσαι Λακωνικὸν δεῖπνον. [9.82.3] ὡς δὲ τῆς θοίνης ποιηθείσης ἦν πολλὸν τὸ μέσον, τὸν Παυσανίην γελάσαντα μεταπέμψασθαι τῶν Ἑλλήνων τοὺς στρατηγούς, συνελθόντων δὲ τούτων εἰπεῖν τὸν Παυσανίην, δεικνύντα ἐς ἑκατέρην τοῦ δείπνου τὴν παρασκευήν· Ἄνδρες Ἕλληνες, τῶνδε εἵνεκα ἐγὼ ὑμέας συνήγαγον, βουλόμενος ὑμῖν τοῦ Μήδου [ἡγεμόνος] τὴν ἀφροσύνην δέξαι, ὃς τοιήνδε δίαιταν ἔχων ἦλθε ἐς ἡμέας οὕτω ὀϊζυρὴν ἔχοντας ἀπαιρησόμενος. ταῦτα μὲν Παυσανίην λέγεται εἰπεῖν πρὸς τοὺς στρατηγοὺς τῶν Ἑλλήνων· [9.83.1] ὑστέρῳ μέντοι χρόνῳ μετὰ ταῦτα καὶ τῶν Πλαταιέων εὗρον συχνοὶ θήκας χρυσοῦ καὶ ἀργύρου καὶ τῶν ἄλλων χρημάτων. ἐφάνη δὲ καὶ τόδε ὕστερον ἔτι τούτων. [9.83.2] τῶν νεκρῶν περιψιλωθέντων τὰς σάρκας (συνεφόρεον γὰρ τὰ ὀστέα οἱ Πλαταιέες ἐς ἕνα χῶρον) εὑρέθη κεφαλὴ οὐκ ἔχουσα ῥαφὴν οὐδεμίαν ἀλλ᾽ ἐξ ἑνὸς ἐοῦσα ὀστέου· ἐφάνη δὲ καὶ γνάθος, καὶ τὸ ἄνω τῆς γνάθου, ἔχουσα ὀδόντας μουνοφυέας, ἐξ ἑνὸς ὀστέου πάντας, τούς τε προσθίους ὀδόντας καὶ τοὺς γομφίους· καὶ πενταπήχεος ἀνδρὸς ὀστέα ἐφάνη. [9.84.1] †ἐπείτε δὲ† Μαρδονίου δευτέρῃ ἡμέρῃ ὁ νεκρὸς ἠφάνιστο, ὑπ᾽ ὅτευ μὲν ἀνθρώπων, τὸ ἀτρεκὲς οὐκ ἔχω εἰπεῖν, πολλοὺς δέ τινας ἤδη καὶ παντοδαποὺς ἤκουσα θάψαι Μαρδόνιον, καὶ δῶρα μεγάλα οἶδα λαβόντας πολλοὺς παρὰ Ἀρτόντεω τοῦ Μαρδονίου παιδὸς διὰ τοῦτο τὸ ἔργον· [9.84.2] ὅστις μέντοι ἦν αὐτῶν ὁ ὑπελόμενός τε καὶ θάψας τὸν νεκρὸν τὸν Μαρδονίου, οὐ δύναμαι ἀτρεκέως πυθέσθαι. ἔχει δέ τινα φάτιν καὶ Διονυσοφάνης ἀνὴρ Ἐφέσιος θάψαι Μαρδόνιον. [9.85.1] ἀλλ᾽ ὁ μὲν τρόπῳ †τοιούτῳ† ἐτάφη· οἱ δὲ Ἕλληνες ὡς ἐν Πλαταιῇσι τὴν ληίην διείλοντο, ἔθαπτον τοὺς ἑωυτῶν χωρὶς ἕκαστοι. Λακεδαιμόνιοι μὲν τριξὰς ἐποιήσαντο θήκας· ἔνθα μὲν τοὺς ἰρένας ἔθαψαν, τῶν καὶ Ποσειδώνιος καὶ Ἀμομφάρετος ἦσαν καὶ Φιλοκύων τε καὶ Καλλικράτης. [9.85.2] ἐν μὲν δὴ ἑνὶ τῶν τάφων ἦσαν οἱ ἰρένες, ἐν δὲ τῷ ἑτέρῳ οἱ ἄλλοι Σπαρτιῆται, ἐν δὲ τῷ τρίτῳ οἱ εἵλωτες. οὗτοι μὲν οὕτω ἔθαπτον, Τεγεῆται δὲ χωρὶς πάντας ἁλέας, καὶ Ἀθηναῖοι τοὺς ἑωυτῶν ὁμοῦ, καὶ Μεγαρέες τε καὶ Φλειάσιοι τοὺς ὑπὸ τῆς ἵππου διαφθαρέντας. [9.85.3] τούτων μὲν δὴ πάντων πλήρεες ἐγένοντο οἱ τάφοι· τῶν δὲ ἄλλων ὅσοισι καὶ φαίνονται ἐν Πλαταιῇσι ἐόντες τάφοι, τούτους δὲ, ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι, ἐπαισχυνομένους τῇ ἀπεστοῖ τῆς μάχης ἑκάστους χώματα χῶσαι κεινὰ τῶν ἐπιγινομένων εἵνεκεν ἀνθρώπων, ἐπεὶ καὶ Αἰγινητέων ἐστὶ αὐτόθι καλεόμενος τάφος, τὸν ἐγὼ ἀκούω καὶ δέκα ἔτεσι ὕστερον μετὰ ταῦτα δεηθέντων τῶν Αἰγινητέων χῶσαι Κλεάδην τὸν Αὐτοδίκου ἄνδρα Πλαταιέα, πρόξεινον ἐόντα αὐτῶν.

[9.80.1] Λοιπόν αυτός πήρε αυτή την απάντηση και πήγε στο καλό· κι ο Παυσανίας έβαλε να κηρύξουν κανένας να μην αγγίσει τη λεία και διέταξε τους είλωτες να μαζέψουν σ᾽ ένα μέρος τα λάφυρα· κι αυτοί σκορπίστηκαν σ᾽ όλο το στρατόπεδο κι έβρισκαν σκηνές που τα πανιά τους ήταν χρυσοπλούμιστα κι ασημοπλούμιστα, και κρεβάτια επιχρυσωμένα κι επαργυρωμένα κι ολόχρυσους κρατήρες και κούπες και ποτήρια κάθε λογής· [9.80.2] και πάνω στις άμαξες έβρισκαν σάκους που, όπως μπορούσες να διακρίνεις, είχαν μέσα λεβέτια χρυσά κι ασημένια· και σκύλευαν τα πτώματα που κείτονταν καταγής παίρνοντας βραχιόλια και περιδέραια κι ακινάκες (που κι αυτοί ήταν από χρυσάφι)· κι όσο για τις πολύχρωμες φορεσιές, κανείς δεν τους έδινε σημασία. [9.80.3] Τότε οι είλωτες έκλεβαν πολλά και τα πουλούσαν στους Αιγινήτες, πολλά όμως, όσα απ᾽ αυτά δεν μπορούσαν να κρύψουν, τα παρέδωσαν· ώστε εδώ βρίσκεται η αρχή των μεγάλων περιουσιών των Αιγινητών, που αγόραζαν το χρυσάφι από τους είλωτες για χαλκό.
[9.81.1] Λοιπόν σώρευσαν όλα τα λάφυρα σ᾽ ένα μέρος και πήραν το ένα δέκατο και το έβαλαν κατά μέρος για τον θεό των Δελφών· μ᾽ αυτά έκαναν το αφιέρωμα, τον χρυσό τρίποδα που στηρίζεται στο τρικέφαλο χάλκινο φίδι, ακριβώς δίπλα απ᾽ τον βωμό· διάλεξαν κι έβαλαν στην άκρη και για τον θεό της Ολυμπίας, και μ᾽ αυτά έκαναν το αφιέρωμα, το άγαλμα του Δία, δέκα πήχες ψηλό· και για τον θεό του Ισθμού, και μ᾽ αυτά έγινε το χάλκινο άγαλμα του Ποσειδώνα, εφτά πήχες ψηλό. Κι αφού έβαλαν αυτά κατά μέρος, τα υπόλοιπα τα μοίρασαν ανάμεσά τους, και πήρε η κάθε πόλη κατά την αξία της και παλλακίδες των Περσών και χρυσάφι κι ασήμι κι άλλα πολύτιμα πράματα και υποζύγια. [9.81.2] Τώρα, από κανένα δεν έχω ακούσει πόσα διαλεχτά λάφυρα δόθηκαν τιμητικά σ᾽ όσους αρίστευσαν στις Πλαταιές, πιστεύω όμως πως δόθηκαν και σ᾽ αυτούς· τέλος, για τον Παυσανία διάλεξαν και του έδωσαν άφθονα απ᾽ όλα, γυναίκες, άλογα, τάλαντα, καμήλες, κι επίσης κι από τ᾽ άλλα λάφυρα.
[9.82.1] Διηγούνται επίσης και το επόμενο περιστατικό: ο Ξέρξης, φεύγοντας απ᾽ την Ελλάδα, άφησε στον Μαρδόνιο τις προσωπικές του αποσκευές· λοιπόν, όταν ο Παυσανίας είδε τις αποσκευές του Μαρδονίου, τη σκηνή του μ᾽ έπιπλα χρυσά και ασημένια, με πολύχρωμα παραπετάσματα, διέταξε τους αρτοποιούς και τους μαγείρους να ετοιμάσουν δείπνο παρόμοιο μ᾽ αυτό που ετοίμαζαν για τον Μαρδόνιο. [9.82.2] Και, καθώς αυτοί εκτελούσαν τη διαταγή του, τότε ο Παυσανίας, βλέποντας ανάκλιντρα χρυσά κι ασημένια ομορφοστρωμένα και τραπέζια χρυσά κι ασημένια και μεγαλόπρεπη ετοιμασία δείπνου, έμεινε με το στόμα ανοιχτό για τα καλούδια που γέμιζαν το τραπέζι και διέταξε —έτσι, για να γελάσουν— τους υπηρέτες του να ετοιμάσουν δείπνο λακωνικό. [9.82.3] Κι όταν ετοίμασαν το φαγητό τους, η διαφορά απ᾽ τα προηγούμενα ήταν μεγάλη. Και, πως ο Παυσανίας έβαλε τα γέλια κι έστειλε και κάλεσε τους στρατηγούς των Ελλήνων· κι όταν συγκεντρώθηκαν αυτοί, ο Παυσανίας, δείχνοντας τα δείπνα που ετοιμάστηκαν, και το ένα και το άλλο, είπε: «Άνδρες Έλληνες, σας συγκέντρωσα για τούτο: ήθελα να σας δείξω την αφροσύνη του Μήδου, που, ενώ ζούσε μια τέτοια ζωή, ήρθε σε μας να μας αφαιρέσει το μίζερο καθημερινό μας». Αυτά λοιπόν λεν πως είπε ο Παυσανίας στους στρατηγούς των Ελλήνων.
[9.83.1] Πέρασε ωστόσο καιρός ύστερ᾽ απ᾽ αυτά τα γεγονότα και πολλοί Πλαταιείς βρήκαν κασέλες με χρυσάφι κι ασήμι κι άλλα πολύτιμα πράματα. Και πέρασε ακόμα πιο πολύς καιρός, όταν παρουσιάστηκε το εξής φαινόμενο: [9.83.2] καθώς τα κόκαλα των νεκρών γυμνώθηκαν απ᾽ τις σάρκες (κι οι Πλαταιείς μάζεψαν και σώρευσαν τα κόκαλα αυτά σ᾽ έναν τόπο), βρέθηκε κρανίο που δεν είχε καμιά ραφή, αλλά ήταν μονοκόμματο, μ᾽ ένα κόκαλο όλο κι όλο· κι άλλο φαινόμενο, σαγόνι, που στο πάνω μέρος του όλα τα δόντια έβγαιναν από μια κοινή ρίζα, ένα κόκαλο όλα τους, και τα άλλα δόντια και οι τραπεζίτες· αποκαλύφτηκε επίσης σκελετός ανθρώπου με μάκρος πέντε πήχες.
[9.84.1] Τώρα, τη δεύτερη κιόλας μέρα το πτώμα του Μαρδονίου εξαφανίστηκε· από ποιόν δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα, όμως άκουσα κιόλας για πολλούς κι από πολλές και διάφορες χώρες ότι έθαψαν τον Μαρδόνιο, και ξέρω πως πολλοί πήραν μεγάλα δώρα απ᾽ τον Αρτόντη, το γιο του Μαρδονίου, γι᾽ αυτή τους την πράξη· [9.84.2] αλλά δεν μπόρεσα να εξακριβώσω απόλυτα ποιός έσυρε στα κρυφά κι έθαψε το πτώμα του Μαρδονίου· διαδίδεται επίσης πως τον Μαρδόνιο τον έθαψε ο Διονυσοφάνης, πολίτης της Εφέσου.
[9.85.1] Τέλος πάντων, αυτός μ᾽ έναν τέτοιο τρόπο ενταφιάστηκε· οι Έλληνες πάλι, αφού έκαναν τη διανομή των λαφύρων στις Πλαταιές, έθαψαν, σε διαφορετικό τάφο η κάθε πόλη, τους δικούς τους. Λοιπόν οι Λακεδαιμόνιοι έκαναν τρεις τάφους· εκεί πρώτα έθαψαν αυτούς που αποκαλούν ιρένες (ανάμεσα σ᾽ αυτούς ήταν κι ο Ποσειδώνιος κι ο Αμομφάρετος κι ο Φιλοκύων κι ο Καλλικράτης). [9.85.2] Λοιπόν, στον ένα τάφο ήταν αυτοί οι ιρένες, στον δεύτερο οι υπόλοιποι Σπαρτιάτες και στον τρίτο οι είλωτες. Αυτοί λοιπόν έτσι τους έθαψαν, ενώ οι Τεγεάτες τους δικούς τους σε ιδιαίτερο τάφο, όλους μαζί, κι οι Αθηναίοι τους δικούς τους όλους μαζί, κι οι Μεγαρείς και οι Φλιάσιοι όσους σκοτώθηκαν απ᾽ το ιππικό. [9.85.3] Όλοι αυτοί οι τάφοι λοιπόν σκεπάζουν πτώματα πολεμιστών. Βλέπει βέβαια κανείς κι άλλων πόλεων τάφους στις Πλαταιές, αλλά όλοι αυτοί είναι κενοτάφια· δηλαδή, κατά τις πληροφορίες μου, η κάθε πόλη χωριστά, νιώθοντας ντροπή για την απουσία της απ᾽ τη μάχη, ύψωσε τύμβο, για να τον βλέπουν οι μελλοντικές γενιές· νά, λόγου χάρη, εκεί ακριβώς υπάρχει και τάφος που λέγεται των Αιγινητών, για τον οποίο άκουσα να διηγούνται πως πέρασαν και δέκα χρόνια ύστερ᾽ απ᾽ αυτά τα γεγονότα, όταν τον σκέπασε με τύμβο ο Κλεάδης, γιος του Αυτοδίκου, πολίτης των Πλαταιών, πρόξενος των Αιγινητών, ύστερ᾽ από παράκλησή τους.