|
μεταγλώττιση καθαρεύουσας |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
κοινωνιογλωσσολογία, γλωσσική επαφή |
translation of katharevousa |
|
μεταδιατύπωση |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
κειμενογλωσσολογία, γένη/είδη λόγου |
metastatement |
|
μετακειμενικός δείκτης |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
κειμενογλωσσολογία, πραγματολογία |
metatextual marker |
|
μετανάστευση και γλώσσα |
Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα, Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα |
κοινωνιογλωσσολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας |
immigration and language |
|
μετάπλαση / μεταπλασμός |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία |
remodelling |
|
μετάπτωση (σταδιακή τροπή) φωνηέντων - αποφωνία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
φωνητική, φωνολογία, ιστορική γλωσσολογία |
ablaut / vowel gradation - apophony |
|
μετασχηματιστική γραμματική |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
σύνταξη, γενετική μετασχηματιστική γραμματική |
transformative grammar |
|
μεταφατνιακό σύμφωνο |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
φωνητική |
post-alveolar consonant |
|
μεταφορά 1 |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σημασιολογία, γνωσιακή γλωσσολογία |
metaphor |
|
μεταφορά 2 |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
|
transfer |
|
μεταφορά του περιέχοντος |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
γνωσιακή γλωσσολογία, σημασιολογία |
container metaphor |
|
μεταφορά, εννοιακή |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σημασιολογία, γνωσιακή γλωσσολογία |
conceptual metaphor |
|
μεταφορική επέκταση |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σημασιολογία, γνωσιακή γλωσσολογία |
metaphorical extension |
|
μεταφορική σημασία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σημασιολογία |
metaphorical meaning |
|
μετάφραση |
Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα |
γλωσσική επαφή |
translation |
|
μεταφραστικό δάνειο |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
λεξικολογία, σημασιολογία, γλωσσική επαφή |
loan translation / calque |
|
μετοχή |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία, σημασιολογία, σύνταξη |
participle |
|
μετρική |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
υπερτεμαχιακά στοιχεία, φωνολογία |
metrics |
|
μετρική φωνολογία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
φωνολογία |
metrical phonology |
|
μετωνυμία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σημασιολογία, γνωσιακή γλωσσολογία |
metonymy |
|
μετωνυμική επέκταση |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σημασιολογία, γνωσιακή γλωσσολογία |
metonymic extension |
|
μη γραμμική φωνολογία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
φωνολογία |
non-linear phonology |
|
μη παρεμφατικός / απαρεμφατικός τύπος |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία, σημασιολογία |
non-finite (verb) form |
|
μη συμμετρικά διαλογικά κείμενα/είδη |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
κειμενογλωσσολογία, γένη/είδη λόγου |
assymetrical dialogical texts |
|
μη συνοπτική όψη |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
μορφολογία, σημασιολογία |
imperfective aspect |